Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %τωρ
32 εγγραφές [1 - 10]
Αβδηρήτωρ ο.
  • (Ως προσων. του Δημόκριτου) ο «ρήτορας» από τα Άβδηρα:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 213r).

[<εθν. Αβδηρίτης + ουσ. ρήτωρ με συμφ.]

αντιλήπτωρ ο.
  • Προστάτης, υπερασπιστής:
    • (Διγ. Gr. 3364).

[μτγν. ουσ. αντιλήπτωρ]

Αυσονοκράτωρ ο.
  • O άρχοντας των Pωμαίων (της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας):
    • (Eπιθαλ. Aνδρ. B´ 552).

[<αρχ. εθν. Aύσονες + κράτωρ. H λ. τον 11.-12. αι. (LBG)]

αυτοκράτωρ, επίθ. — ουσ.· αυτοκράτορας.
  • Α´ Oυσ.
    • 1) Aνώτατος άρχοντας:
      • (Λίβ. Sc. 1230).
    • 2) Aρχηγός:
      • το φουσσάτον έβλεψεν τον αυτοκράτοράν του (Kαλλίμ. 942).
  • Β´ (Eπίθ.) (προκ. για το Θεό) που κυριαρχεί σε όλα:
    • (Kορων., Mπούας 13).

[αρχ. επίθ. αυτοκράτωρ. O τ. και σήμ. ως ουσ.]

δικτάτωρ ο.
  • Άρχοντας με απεριόριστη πολιτική και στρατιωτική εξουσία:
    • δικτάτωρ και αρχιστράτηγος της ημών των ιχθύων πληθύος (Θεολ., Τζίρ. 35625).

[μτγν. ουσ. δικτάτωρ. Η λ. και σήμ. (ορας)]

δομήτωρ ο.
  • Ιδρυτής:
    • της μεγάλης εκκλησίας Αγιάς Σοφιάς δομήτωρ (Γεωργηλ., Βελ. Λ 4).

[<δομώ + κατάλ. τωρ. Η λ. τον 8.-9. αι. (Lampe) και σε σχόλ.]

εκλήπτωρ ο.
  • 1) Ανάδοχος έργου, εργολήπτης· εντεταλμένος εισπράκτορας:
    • οι κληρικοί και οι επίσκοποι εκλήπτορες ή κουράτορες δεν γίνονται (Βακτ. αρχιερ. 158).
  • 2) Αυτός που παίρνει μισθό:
    • Εκλήπτωρ τε ο μισθωτός (Λεξ. ΙV 169).

[μτγν. ουσ. εκλήπτωρ]

εξπλοράτωρ ο.
  • Κατάσκοπος:
    • εισήλθον εξπλοράτορες Νεκτεναβῴ δηλούντες (Βίος Αλ. 83).

[<λατ. explorator. Η λ. τον 7. αι. (LBG) και στο Meursius (πλω‑)]

ερωτοκράτωρ, ‑ορας ο· ’ρωτοκράτωρ.
  • Ο παντοδύναμος έρωτας:
    • να φοβηθείς την δύναμιν των ερωτοκρατόρων (Λίβ. (Lamb.) N 177).

[<ουσ. έρωτας + κράτωρ]

ερωτοποθοκράτωρ ο.
  • Ο κυρίαρχος του έρωτα και του πόθου:
    • (Λίβ. P 2820).

[<ουσ. έρωτας + πόθος + κράτωρ]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες