Επιτομή Λεξικού Κριαρά
31 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβεντούρα η.
-
- Tύχη, πεπρωμένο:
- «Γυρεύγω την αβεντούρα μου» (Bουστρ. 30818).
[<ιταλ. avventura ή γαλλ. aventure. H λ. σε έγγρ. του 1469 (Livre rem. 55)]
- Tύχη, πεπρωμένο:
- ανούρα η.
-
- Aυτή που ουρεί επάνω(;):
- μωρή ανούρα, κατούρα, κατουροποδέα (Σπανός A 243).
[λ. πλαστή <επίρρ. άνω κατά το ουσ. κατούρα (βλ. λ.)]
- Aυτή που ουρεί επάνω(;):
- βαβούρα η.
-
- 1) Οχλοβοή, θόρυβος, φασαρία:
- (Ερωτόκρ. Β´ 1517)·
- Με τη βαβούρα την πολλή και κτύπους των αρμάτω (Ερωτόκρ. Δ´ 1007· Αποκ. Θεοτ. II 45).
- 2) Βούισμα, ζάλη:
- η κοπανιά μες ’ς τσ’ ομυαλούς βαβούρα τως εφήκε (Ερωτόκρ. Β´ 1786).
[λ. ηχοπ.· πβ. βαβάζω (Ησύχ.), βαβίζω, κ.ά. (Καλογεράς 1975: 179, 190), αλλά και μεσν. λατ. baburra (Du Cange, Lat., λ. ‑us)]
- 1) Οχλοβοή, θόρυβος, φασαρία:
- βεδούρα η.
-
- Καρδάρα:
- (Κρασοπ. I 11).
[<ουσ. βεδούριον (10. αι., LBG) <σλαβ. vĕdro. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Καρδάρα:
- γαρισούρα η.
-
- ?Οφθαλμική πάθηση που προκαλεί τσίμπλες (πβ. ΙΛ, λ. γαρίλα, ‑ιάζω):
- πολομά (ενν. το αγίασμα) … ίασες εις γαρισούραν και εις τας πύρεξες (Μαχ. 3819).
[πιθ. <αόρ. του γαρίζω + κατάλ. ‑ούρα· πβ. ΙΛ, λ. γαρισιά]
- ?Οφθαλμική πάθηση που προκαλεί τσίμπλες (πβ. ΙΛ, λ. γαρίλα, ‑ιάζω):
- δονδούρα η.
-
- Έγχορδο μουσικό όργανο:
- (Εβρ. ελεγ. 170).
[<παλαιότ. ιταλ. dondora (DEI)· πβ. παλαιότ. ιταλ. mandora και pandora (DEI), καθώς και ά. πανδούρα]
- Έγχορδο μουσικό όργανο:
- ζεματούρα η.
-
- Ζεμάτισμα:
- Το γέλιο ερχίσασιν αυτοί κι εμένα μου χυθήκα σα ζεματούρες (Στάθ. Β´ 60).
[<ουσ. ζέμα + κατάλ. ‑ούρα]
- Ζεμάτισμα:
- ζίλουρα η,
- βλ. ζύλουρα.
- ’ζούρα η· οζούρα· ουζούρα.
-
- 1)
- α) Τοκογλυφία, εκμετάλλευση:
- με … ’ζούρες … πλουτίζουσιν αδίκως (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2512)·
- β) τόκος:
- ζητά μου και περσότερο ’ζούρα να της πλερώσω (Ζήνου, Βατραχ. 314).
- α) Τοκογλυφία, εκμετάλλευση:
- 2) Κατάχρηση, ακολασία:
- αγάπα (ενν. η Σεμίραμις) την οζούραν και έκανεν και την πορνείαν δίχως εντροπήν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 114r).
[<ιταλ. usura. Η λ. στο Meursius, σε σχόλ. (LBG) και σήμ. κυπρ. με άλλη σημασ.]
- 1)
- ?ζύλουρα η.
-
- ?:
- δυο δραπάνια …, μια ζύλουρα παλιά …, ένα μανάρι (Βαρούχ. 8175 (χφ ζί‑)).
[άγν. ετυμ.· άσχ. με το ουσ. ζυγόλουρον]
- ?: