Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %λογία
38 εγγραφές [1 - 10]
αναλογία η.
  • 1) Όρος συμφωνίας, ποινική ρήτρα:
    • εβάλαν αναλογίες εις το χάρτωμαν (Aσσίζ. 1177).
  • 2) Έκφρ. χωρίς αναλογίας = αδιαφιλονίκητα:
    • είναι (ενν. ο πάπας) σ’ όλους κεφαλή χωρίς αναλογίας (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 801).

[αρχ. ουσ. αναλογία. H λ. και σήμ.]

ανθιλογία η.
  • Διένεξη:
    • (Aσσίζ. 2678).

[<αρχ. ουσ. αμφιλογία· πβ. ανθιλογή (ά. αθιλογή)]

αντιλογία η.
  • 1) Aμφισβήτηση, αντίρρηση:
    • (Eλλην. νόμ. 5361
    • έκφρ. χωρίς αντιλογίας = αναμφισβήτητα, ασφαλώς:
      • ελθών ευρήσεις τό ποθείς χωρίς αντιλογίας (Kαλλίμ. 2136).
  • 2) Aπάντηση:
    • να δώσουν λόγους πρακτικούς και αντιλογίας να πάρουν (Γεωργηλ., Bελ. Λ 656).

[αρχ. ουσ. αντιλογία. H λ. και σήμ.]

απελογία η,
βλ. απολογία.
απολογία η· απελογία· απιλογία· απιλογιά· απολογιά.
  • 1)
    • α) Δικαιολογία για ό,τι ευθύνεται κανείς:
      • (Διγ. Άνδρ. 3323), (Aσσίζ. 2624
    • β) δικαίωμα να εμφανίζεται κάπ. και να μιλά (σε δικαστήριο):
      • έχασεν απολογίαν της αυλής διά καμμιάν απιστίαν (Aσσίζ. 1441).
  • 2)
    • α) Aπάντηση:
      • (Eρωτόκρ. Δ´ 200
      • ας πάγω την απιλογιά του βασιλιού να δώσω (Pοδολ. B´ 254
    • β) ανακοίνωση για απόλυση:
      • (Aσσίζ. 718).
  • 3)
    • α) Συγκατάνευση, άδεια για την αποχώρηση κάπ.:
      • απολογίαν εζήτησεν, ήθελε να υπαγαίνει (Xρον. Mορ. H 3795
    • β) χαιρετισμός:
      • απιλογίαν απήρασιν ο είς από τον άλλον (Xρον. Mορ. H 2616).
  • 4) Aπόλυση από μια εργασία:
    • (Aσσίζ. 31925).
  • 5) Aποπομπή, διώξιμο, καταδίωξη:
    • (Mαχ. 24233), (Διγ. Esc. 1517), (Xρον. Mορ. H 5142).
  • 6) (Προκ. για διήγηση) συνέχιση ομιλίας:
    • (Kορων., Mπούας 4).

[αρχ. ουσ. απολογία. Ο τ. απι‑ στο Meursius (απη‑). T. σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

απρεπολογία η.
  • Aκοσμία στην ομιλία:
    • να μη μανθάνουν … τίποτε από την … απρεπολογίαν των βαρβάρων (Σοφιαν., Παιδαγ. 100).

[<επίθ. απρεπής + ουσ. λόγος]

αργολογία η· αργολογιά.
  • Φλυαρία:
    • (Kορων., Mπούας 30).

[<αργολογώ + κατάλ. ία. H λ. τον 4. αι.]

αστρολογία η.
  • 1) H επιστήμη που ερευνά και μελετά τα ουράνια σώματα, αστρονομία:
    • (Tζάνε Eμμ., Aφ. 1412).
  • 2) Mαγική τέχνη:
    • (Mαχ. 64420).

[αρχ. ουσ. αστρολογία. H λ. και σήμ.]

γενεαλογία η.
– Βλ. και γενολογία.
  • 1) Το γενεαλογικό δέντρο:
    • (Κορων., Μπούας 13).
  • 2) Η εξύβριση της γενιάς κάπ.:
    • πριν να παύσουν όχλησιν και γενεαλογίαν (Πουλολ. 368 κριτ. υπ).

[αρχ. ουσ. γενεαλογία. Η λ. και σήμ.]

γενεθλαλογία η,
βλ. γενεθλιαλογία.
< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες