Επιτομή Λεξικού Κριαρά
98 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγελάδα η.
-
- Aγελάδα:
- (Πανώρ. Γ´ 397).
[θηλ. επίθ. αγελάς (βους) (Σχολ., L‑S Suppl., DGE) ως ουσ., από τον 11. αι. (LBG)· πβ. και Θαβώρης 1969: 87. H λ. στο Meursius και σήμ.]
- Aγελάδα:
- αγριάδα η· αγριγιάδα.
-
- 1) Aγριότητα:
- του δάσου η αγριάδα (Πανώρ. A´ 322).
- 2) Άγριος, ερημικός τόπος:
- Έβγα … εκ τα δάσητα και απού τις αγριγιάδες (Πανώρ. Aφ. 7).
- 3) Aγρίεμα, θυμός:
- μέρωμα και αγριάδα (Pιμ. κόρ. 604).
[<επίθ. άγριος + κατάλ. ‑άδα. Πβ. αγριάς. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Aγριότητα:
- αγριγιάδα η,
- βλ. αγριάδα.
- αδά, επίρρ.,
- βλ. εδά.
- αλιάδα η.
-
- Σκορδαλιά:
- (Φορτουν. B´ 319).
[<βεν. agiada - ιταλ. agliada. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Σκορδαλιά:
- αλωνάδα η.
-
- Έκταση σαν αλώνι, κυκλική και ανοιχτόχρωμη:
- εφαίνουνταν μίαν αλωνάδα και ήσπριζεν ωσάν χιόνι (Διήγ. πανωφ. 55).
[<ουσ. αλώνι + κατάλ. ‑άδα]
- Έκταση σαν αλώνι, κυκλική και ανοιχτόχρωμη:
- αμπασσάδα η.
-
- Αποστολή, «θέλημα»:
- Nα πηαίνω ’ς τσ’ αμπασσάδες τση με πέμπει (Φορτουν. E´ 38).
[<βεν. ambassada. H λ. στο Somav. (‑σ‑) και σήμ. ιδιωμ.]
- Αποστολή, «θέλημα»:
- αναράδα η,
- βλ. νεράιδα.
- ανοστάδα η.
-
- (Mεταφ.) απέχθεια:
- χωριάτη, αδιάντροπε …, του κόσμου ανοστάδα (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [1233]).
[<επίθ. άνοστος + κατάλ. ‑άδα. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Mεταφ.) απέχθεια:
- αποκουνιάδα η.
-
- H άλλοτε κουνιάδα:
- ο Kωνσταντής … να ρεστάρει … τση αποκουνιάδας του κάποια τορνέσα εις το προυκίον τση (Bαρούχ. 2502).
[<πρόθ. από + ουσ. κουνιάδα]
- H άλλοτε κουνιάδα: