Επιτομή Λεξικού Κριαρά
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμελάγρα η.
-
- Αμέλεια, νωθρότητα:
- διώξε αποπάνω σου την … αμελάγρα (Ριμ. Απολλων. [1518]).
[<επίθ. άμελος + κατάλ. ‑άγρα. Η λ. στο Du Cange]
- Αμέλεια, νωθρότητα:
- ανοστάγρα η.
-
- (Στον πληθ.) ανόητα λόγια, επιπολαιότητες:
- (Φορτουν. A´ 223).
[<επίθ. άνοστος + κατάλ. ‑άγρα]
- (Στον πληθ.) ανόητα λόγια, επιπολαιότητες:
- αφορμάγρα η.
-
- Aνοησία, «τρέλα»:
- την αφορμάγρα τως πολλοί κρατούσι για καμάρι (Eρωφ. Δ´ 372).
[<ουσ. αφορμή + κατάλ. ‑άγρα. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]
- Aνοησία, «τρέλα»:
- δοντάγρα η· δοντάκρα.
-
- Λαβίδα, τσιμπίδα, τανάλια:
- να βράζουν δοντάκρες να τσιμπούν τα κριάτα τους (Μαχ. 57230).
[<αρχ. ουσ. οδοντάγρα. Τ. ‑γρια στο Somav. Τ. ζοντάκρα σήμ. κυπρ. (Χατζ., Λεξ.). Η λ. στο Βλάχ. (όπου και τ. αδοντ‑) και σήμ. ιδιωμ. (Πιτυκ., Παπαχριστ., κ.α.)]
- Λαβίδα, τσιμπίδα, τανάλια:
- ζαβάγρα η.
-
- α) Έλλειψη λογικής, αφροσύνη:
- ζαβάγραν έχει τόση που συντηρώ difficulter το λογισμό απλικάρει (Φορτουν. Γ´ 146)·
- β) ανόητος λόγος:
- Δεν ανίμενα … έτοια ζαβάγρα να μου πει (Ερωτόκρ. Γ´ 774).
[<επίθ. ζαβός + κατάλ. ‑άγρα. Η λ. και σήμ. κρητ.]
- α) Έλλειψη λογικής, αφροσύνη:
- κουφάγρα η.
-
- Kουφαμάρα:
- (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 464).
[<επίθ. κουφός + κατάλ. ‑άγρα. T. ‑γγρα σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Βλάχ.]
- Kουφαμάρα:
- λυσσάγρα η.
-
- Μανία, παράφορο πάθος:
- λυσσάγρα της πορνειάς (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1228]).
[<ουσ. λύσσα + κατάλ. ‑άγρα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]
- Μανία, παράφορο πάθος:
- λωλάγρα η.
-
- α) Ανοησία, βλακεία:
- (Φορτουν. Ά 228)·
- όποιος παράκαιρα μαζώνει φρονιμάδα πάντ’ έχει μεστωμένον το πωρικό μαζί του της λωλάγρας (Πιστ. βοσκ. IV 8, 105)·
- β) τρέλα:
- τσ’ αγάπης η λωλάγρα (Πιστ. βοσκ. I 5, 174).
[<επίθ. λωλός + κατάλ. ‑άγρα. Η λ. στο Βλάχ.]
- α) Ανοησία, βλακεία:
- μαγγανότσαγρα η.
-
- Πολιορκητική μηχανή που ρίχνει βέλη:
- οι γαρ βάρβαροι … έβαλλον υψόθεν … στήσαντες ξύλα και μαγγανότσαγρας (Παράφρ. Χων. 212).
[<ουσ. μάγγανον + τσάγρα. Τ. ‑γγρα στο Meursius (‑τζαγγρα)]
- Πολιορκητική μηχανή που ρίχνει βέλη: