Albert Debrunner 

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική 

 

ΙΙΙ. - ti -

§ 370. Το - ti -, αρχικά μια επέκταση του επιθήματος σε t και άρα συγγενικό με το - t - των nomina agentis (§ 339 , 347), υπήρξε το κατεξοχήν ρηματικό αφηρημένο επίθημα της ινδοευρωπαϊκής και σ' όλη την ιστορία της ελληνικής γλώσσας διατήρησε αμείωτη αυτή τη δύναμη. Η σημασία του δεν δίνει καμιά απολύτως αφορμή για παρατηρήσεις [161]· δύο φαινόμενα αξίζει να μνημονευθούν εδώ: από το θηλυκό nomen actionis προέκυψε ένα αρσενικό συγκεκριμένο όνομα στο μάντις (από το μαίνεσθαι 'είμαι εκτός εαυτού')· πολλές φορές το αφηρημένο μετατρέπεται σε συγκεκριμένο αντικείμενο: δόσις 'δόσιμο (η ικανότητα του δοσίματος > το δώρο, πρβ. γερμ. Dosis)· δες επίσης οἰνοχόη κτλ. § 145 και ἀδελφότης § 364 .

§ 371. Πιο ποικίλες είναι οι φθογγολογικές και τυπολογικές συνθήκες κατά την παραγωγή με το - ti -. Η αρχική θέση του - ti -(όπως και των ρηματικών επιθέτων σε -τος) είναι μετά το ασθενές θέμα των ριζών ή των βάσεων:

βάσις 'βάδισμα, βήμα, υπόβαθρο' (κλασ.) από το βη- βα-,

δόσις 'δόσιμο' (Όμ.) από το δω- δο-,

γένεσις 'δημιουργία' (Όμ.) από το *γενη- γενε- (γενετήρ) γνη- (γνήσιος).

Οι αποκλίσεις από αυτή τη νόρμα είναι από τη μια μεριά αποτέλεσμα της σταδιακής εξάλειψης των διαφορών της μετάπτωσης σε πολλά ρήματα:

ζεῦξις 'ζεύξη· γεφύρωση' (Ηρόδοτος) από το ζευγ-, που το ασθενές θέμα του ζυγ- (ζυγόν 'ζυγός') είχε χαθεί,

και από την άλλη επίδραση της ριζικής μορφής των ουσιαστικών σε -μα:

ελληνιστ. ῥεῦσις 'ροή' αντί για ῥύσις (Πλάτωνας) κατά το ῥεῦμα 'ποταμός'.

§ 372. Από τις ρίζες το - ti - επεκτάθηκε στα μετονοματικά ρηματικά θέματα· φυσικά η ανάγκη αυτή παρουσιαζόταν μόνον όταν η υπάρχουσα ονοματική βάση του μετονοματικού ρήματος δεν είχε η ίδια ρηματική αφηρημένη σημασία: αἰτίᾱσις 'κατηγορία' (Αντιφώντας) από το αἰτιᾶσθαι, σίτησις 'σίτιση, φαγητό' (κλασ.) από το σιτεῖν [162], κάκωσις 'κακομεταχείριση' από το κακοῦν, κάθαρσις 'καθαρισμός' (κλασ.) από το καθαίρειν, φύλαξις (κλασ.) από το φυλάσσειν, θέρμανσις (Ιπποκρ.) από το θερμαίνειν, βάρυνσις 'επιβάρυνση' (Αρτεμίδωρος) από το βαρύνειν.

§ 373. Ως μορφή του επιθήματος από τη σκοπιά της ελληνικής πρέπει να χαρακτηρίσουμε το -σι-. Το παλιό - ti - διατηρήθηκε μόνο σε μεμονωμένες παλιές λέξεις, που είχαν χαλαρή ή καμιά απολύτως σχέση με τα ρήματά τους: μάντις (§ 370), πίστις 'πίστη, εμπιστοσύνη' (από τον Ησίοδο και εξής) από το πειθ- πιθ- (μετακλασικό πεῖσις 'πειθώ'), πύστις 'διερεύνηση, πληροφορία' (κλασ.) από το πευθ- πυθ- (ελληνιστ. πεῦσις 'ερώτηση, πληροφορία'), φάτις 'λόγος, φήμη' (Όμ.) από το φη- φα- (από τον Πλάτωνα και εξής φάσις ἀπόφασις 'κατάφαση, άρνηση'). Η (όχι απόλυτα ξεκαθαρισμένη στις λεπτομέρειές της) πρωτοελληνική μετατροπή του -τι- σε -σι- πραγματοποιούνταν και ύστερα από οδοντικό, όπου δεν ήταν δικαιολογημένη με βάση τους φθογγολογικούς κανόνες (πίστις, πύστις!)· γι' αυτό το αφηρημένο ουσιαστικό από ρήματα σε -ζειν δεν λήγει σε *-στις αλλά σε -(σ)σις [163]. Η μεταφορά του -σις σε θέματα με n: -νσις (§ 372) είναι νεότερη από την πρωτοελληνική αποβολή του συμπλέγματος -νσ- (*πάνσα > πᾶσα).

161 Σχετικά με την οροθέτηση έναντι του -μα δες § 311 μαζί με την υποσημείωση.

162 Από τα παρασύνθετα σε -εῖν δεν σχηματίζεται το -ησις αλλά το -ία, δηλαδή απευθείας από τα επίθετα σε -ος: μισθοφόρος - μισθοφορία (§ 287), όχι -φορεῖν - *-φόρησις.

163 Μάλλον ακριβέστερα έτσι: στο -στι- το -τι- αντικαταστάθηκε από το -σι-, που παρήχθη διαφορετικά.

Τελευταία Ενημέρωση: 12 Δεκ 2008, 13:40