Διδακτικά Βιβλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Μ. ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ

«Γεύση πικραμύγδαλου»

Μόλις είχαμε επιστρέψει από τις σύντομες πασχαλιάτικες διακοπές μας. Πέντε μέρες στη Σαντορίνη και ομολογώ πως αισθανόμουνα πολύ καλύτερα. Το ίδιο κι ο Άγγελος. Ίσως κι η Φαίδρα. Ο καθαρός αέρας, ο μοναδικός συνδυασμός του λευκού με το γαλάζιο, εκείνο το εξαίσιο φως της Οίας είχαν κάνει το θαύμα τους. Αλλά το τηλεφώνημα του πατέρα του Οδυσσέα με ξαναγύρισε στο άγχος και την αγωνία. Είχα καταφέρει να ξεγελάσω τον εαυτό μου πως… Ανοησίες! Αν δεν ήταν το τηλεφώνημα, θα ήταν κάποια εκπομπή στην τηλεόραση, μια είδηση στις εφημερίδες, ένα άρθρο σε περιοδικό… θα ήταν απλώς και μόνο το ημερολόγιο. Ακόμα Απρίλιος. Άλλος ενάμισης μήνας! «Και τι να σε θέλει;» ρώτησα τον Άγγελο. Τι στο καλό ο κύριος Οικονόμου να ήθελε τον άντρα μου; Πέρασα ολάκερο εκείνο το απόγευμα μέσα στην αγωνία. Μια αγωνία διάχυτη. Και ούτε συζήτηση πως στη Φαίδρα είχαμε πει το οτιδήποτε.

Μόλις επέστρεψε ο Άγγελος, «Λέγε!» τον άρπαξα και κλειστήκαμε στην κρεβατοκάμαρά μας. Μου τα είπε. «Θα 'ναι τρελός ο άνθρωπος» φώναξα. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο πονεμένος δείχνει» - μα τώρα τι ήταν αυτό που μου 'λέγε ο άντρας μου! Τον πόνο του πατέρα του Οδυσσέα μπορώ να τον φανταστώ… Τρέμω, μήπως έπειτα από λίγο και τον συμμερίζομαι… Αλλά δεν ήταν αυτό το θέμα μας. Πώς ήταν δυνατό να μας ζητούσε να δεχτούμε, αν θες και να σπρώξουμε τη Φαίδρα μας, να κρατήσει στενές σχέσεις με το γιο του; «Μα όχι κατ' ανάγκη και ερωτικές!» ο Άγγελος είχε ολότελα παραφρονήσει. «Μα καλά, έχεις συναίσθηση του τι λες;» κι είδα εκείνη την στιγμή τον άντρα μου σαν εχθρό μου.

Ο Άγγελος με κοίταξε με απόλυτη σοβαρότητα. Κρατούσα τον έλεγχο των συναισθημάτων του. «Μου είπε κάτι το πολύ χαρακτηριστικό. Είπε «ας τους αφήσουμε να βρούνε μόνοι τους την ισορροπία τους. Και νομίζω, Ελένη, πως έχει δίκιο!». Δεν κάθισα να συνεχίσω αυτήν την κουβέντα. Βγήκα από την κρεβατοκάμαρα …. Ναι, είχε ολότελα παραφρονήσει ο Άγγελος. Τι θα πει «να τους αφήσουμε να βρούνε την ισορροπία τους;» Κι ας αφήσουμε την πιθανότητα να παρασυρθούν και να έχουν κι άλλη…., κι άλλες σεξουαλικές επαφές. Ας την αφήσουμε αυτή. Ας πούμε πως είναι η δικιά μου και μόνο η αγωνία που με κάνει να μεγαλοποιώ τα πράγματα. Ας δεχτώ ακόμα και αυτό που τόσες φορές το έχω ακούσει. Πως, δηλαδή, αν παίρνονται οι απαραίτητες προφυλάξεις, ακόμα και με τον έρωτα δε μεταδίδεται ο ιός. Αλλά ας μου πει κάποιος τι σόι έρωτας θα 'ναι αυτός που μόνιμα θα ζητά τη σιγουριά του πλαστικού και θα ζει με το άγχος μην τυχόν και κάτι πάει στραβά. Είναι όμως και κάτι άλλο. Πιο σοβαρό, πιο ουσιαστικό. Ένας τέτοιος δεσμός δεν έχει μέλλον. Αυτός… σχεδόν μελλοθάνατος. Αχ, Παναγιά μου, μπορεί κι αυτή το ίδιο να 'ναι… Αχ, Παναγιά μου, να που ξανάρχονται όλοι εκείνοι οι φόβοι μου… Πανικός μ' έπιασε και δεν ήξερα πού να κρυφτώ. Τέτοιες αγωνίες είναι σαν μαχαιριές. Πονάνε.

Έπεσα να κοιμηθώ κι έλεγα πως μήτε με το χαπάκι θα μ' έπαιρνε ο ύπνος. Αλλά -τι παράξενο!- με πήρε. Βαθύς ύπνος. Είδα και τ' όνειρο. Τι όνειρο, Θεέ μου!

Ήρθε, λέει, και με βρήκε η μάνα του. Η μάνα του η πεθαμένη. «Κάτσε να μιλήσουμε σαν μάνες» μου είπε. «Σε καταλαβαίνω εγώ. Θέλω όμως κι εσύ να με νιώσεις. Μη σκέφτεσαι μόνο το δικό σου το παιδί. Σκέψου και το δικό μου». Όταν μου το είπε αυτό, εγώ έπαψα να είμαι βουβή και της απάντησα: «Το σκέφτομαι. Μπορεί κι η κόρη μου να είναι στη θέση του γιου σου. Μην κοιτάς που ακόμα δεν το ξέρουμε… Μπορεί και να 'ναι και εμείς σε λίγο να το μάθουμε». Και τότε εκείνη τι γύρισε και μου είπε; - Αχ, Παναγίτσα μου, το σκέφτομαι και ανατριχιάζω! - Μου είπε: «Μη φοβάσαι και η κόρη σου δεν έχει τίποτε. Το ξέρω. Είναι καλά. Γι' αυτό και σε παρακαλώ να νοιαστείς και λίγο για το γιο μου… Παλικαράκι είναι κι αυτό. Βοήθησέ το να ξαναμπεί στον κόσμο». Αχ, πώς τα 'λέγε! Τι πάθος μέσα στη φωνή της! Δάκρυσα. «Μα δεν καταλαβαίνεις πως φοβάμαι;» της απάντησα. «Το καταλαβαίνω» συνέχισε εκείνη, «αλλά έχε εμπιστοσύνη και στο παιδί σου και στο δικό μου. Δεν είναι αλήτης ο γιος μου. Την αγάπησε την κόρη σου, γι' αυτό ενώθηκε μαζί της. Κι επειδή πάντα την αγαπά, δε θα κάνει τίποτε που να τη φέρει σε δύσκολη θέση. Την ανάγκη της όμως την έχει. Χρειάζεται τη βοήθειά της. Μέχρι να ορθοποδήσει… Αν ζούσα, θα ερχόμουνα και θα σ' έπειθα… Μα τώρα, τι μπορώ να κάνω, για να βοηθήσω το παιδί μου;…. Μάνα είσαι και με καταλαβαίνεις» έτσι είπε κι έβαλε τα κλάματα.

Ξύπνησα λουσμένη στον ιδρώτα. Ήταν κοντά τρεις. Και δεν ξανακοιμήθηκα. Μέχρι το χάραμα τα σκεφτόμουνα όλα αυτά. Και μόλις μπήκε το πρώτο φως στο δωμάτιο μέσα, γύρισα κι είδα τον Άγγελο που κοιμότανε δίπλα μου και το ήρεμο πρόσωπό του με γαλήνεψε. Σηκώθηκα. Έφτιαξα καφέ και στρώθηκα μπροστά στο σχεδιαστήριό μου. Την είχα πάρει την απόφαση μου… Ο Θεός να μας βοηθήσει… Αλλά δεν μπορούμε να πάψουμε να είμαστε άνθρωποι.

Ο Μ. Κοντολέων είναι σύγχρονος έλληνας πεζογράφος.