Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Ελλάδα :: Γνώμη (άρθρο σχολιασμού)

( «αρνούμαι τον όρο εκτέλεση» :: 20-03-2003) 

Η ματιά ενός πολίτη

«Αρνούμαι τον όρο εκτέλεση»

ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΟΤΟΠΟΥΛΟΣ

Άθελά του, ίσως, ο γιος ενός από τα θύματα της 17Ν έδωσε χθες στη δίκη το στίγμα της πιο τίμιας αντίδρασης έναντι των κατηγορουμένων. Στην ερώτηση ενός συνηγόρου υπεράσπισης «γιατί πιστεύετε ότι εκτελέστηκε ο πατέρας σας;», ο συγκεκριμένος μάρτυρας απάντησε απλώς «αρνούμαι να απαντήσω στον όρο εκτέλεση». Βρίσκω ότι αυτή η απάντηση, είτε ήταν αυθόρμητη είτε προετοιμασμένη, αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο την αναγκαία ισορροπία ανάμεσα στον σεβασμό της μνήμης των θυμάτων, τον σεβασμό προς τον χώρο και τη λειτουργία του δικαστηρίου και τον σεβασμό στο δικαίωμα των κατηγορουμένων να υπερασπισθούν τον εαυτό τους με κάθε μέσο εκτός της ταπείνωσης των θεσμών και των προσώπων.

Η αναμενόμενη προσπάθεια επίθεσης της υπεράσπισης στο ιδεολογικό μέτωπο ξεκίνησε, από τα μέσα περίπου της προδικασίας, με την εμφάνιση στο προσκήνιο του «ομιλητικού σκληρού» της οργάνωσης και συνεχίστηκε στη δίκη κυρίως με το περίφημο, αλλά τακτικά ατελέσφορο, πυροτέχνημα της «επιτιθέμενης Αριστεράς». Η εξέταση των μαρτύρων προσφέρεται για μετατόπιση της επιθετικότητας στο πιο κρίσιμο πεδίο της αμφισβήτησης γεγονότων. Το ύφος και οι εκφράσεις σκληραίνουν με τη μετάβαση από τον χώρο των εννοιών στον χώρο των ανθρώπων. Η ανάδειξη αντινομιών, σύγχυσης ή υπερβάλλοντος ζήλου των μαρτύρων αποτελεί ασφαλώς σεβαστό δικαίωμα της υπεράσπισης, ιδίως μετά την παρέλευση τόσο μεγάλου χρόνου από τις πράξεις. Όχι όμως η ταπείνωσή τους, ιδίως αν αντανακλά στα θύματα των εγκλημάτων που επιχειρείται να εξιχνιαστούν. Και όχι η μετατροπή της αφαίρεσης ζωών - οι συνέπειες της οποίας δεν αλλάζουν, όποια και να ήταν τα κίνητρα των δραστών - σε μία κλινική και «καθαρή» μορφή δήθεν κατανομής ευθυνών ή, ακόμα πιο στρεβλά, «απόδοσης δικαιοσύνης». Η δολοφονία ενώπιον ενός δικαστηρίου είναι μονάχα δολοφονία και ποτέ «εκτέλεση», όπως σε μια προκήρυξη. Η δε διαφορά του δικαστηρίου από την προκήρυξη θα έπρεπε να γίνεται αντιληπτή πρώτα από την πλευρά των κατηγορουμένων.

Το ίδιο ισχύει και για αρκετές άλλες εκφράσεις και επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται. Δεν υπάρχουν, αίφνης, «πολιτικές ευθύνες» ενώπιον ενός ποινικού δικαστηρίου, καθώς οι μόνες ευθύνες που μετράνε είναι όσες συνδέονται με παράνομες πράξεις. Ούτε, πολύ περισσότερο, είναι δυνατή ανάληψη «πολιτικής ευθύνης» αποσυνδεμένης από τις αντίστοιχες ποινικές συνέπειες των πράξεων για τις οποίες αναλήφθηκε. Η μόνη «εμφάνιση», εξάλλου, ενός κατηγορουμένου, δηλαδή η παράδοσή του στη δικαιοσύνη, δεν μπορεί να έχει ποινικές συνέπειες ώστε να είναι οι μόνες που, σε τελική εκδοχή, θα «αναληφθούν», αφού η εμφάνιση δεν αποτελεί καν παρανομία, αντίθετα με ό,τι συνιστά όλο το κατηγορητήριο εις βάρος του συγκεκριμένου προσώπου. Όπως αρνήθηκαν να απαντήσουν στο όνομα των νεκρών τους οι μάρτυρες που βρέθηκαν μπροστά στην απόπειρα «αποδραματοποίησης» δολοφονιών, έτσι οφείλει από δω και μπρος το δικαστήριο αλλά και ο κάθε παρατηρητής της δίκης να αρνείται στο όνομα της συλλογικής αξιοπρέπειας κάθε «πολιτικοποίηση» εγκληματικών συμπεριφορών.

Να, λοιπόν, μια καθαρτήρια λειτουργία που μπορεί να παίξει η δίκη: ακόμα και αν δεν δώσει απαντήσεις σε όλα τα μεγάλα ερωτηματικά γύρω από τη δράση της 17Ν, μπορεί να ολοκληρώσει την απαλλαγή της - και την απαλλαγή μας - από τα ιδεολογικά και ψυχολογικά νεφελώματα που κρύβουν την αλήθεια.