Παράλληλη Αναζήτηση

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Αναζήτηση για: "ασβεστώνω"

1 λέξη με 1 εμφανίσεις

ασβεστώσει (1) [ασβεστώνω - V:F3s:S3s]

P6014 P006 L022   …ια, να στήσει ένα ράντζο και ν' ασβεστώσει το βρωμερό πάτωμα. Μ' όλη, ωστό…

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες