Παράλληλη Αναζήτηση
Αναζήτηση για: "Μ*"
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μισοξύπνησε (1) [μισοξυπνάω - V:J3s:Z2s]
-
N0868 P009 L034 …η στιγμή που φοβήθηκε ήταν όταν μισοξύπνησε προς το τέλος του χειρουργείου:…
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
N0868 P009 L034 …η στιγμή που φοβήθηκε ήταν όταν μισοξύπνησε προς το τέλος του χειρουργείου:…
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |