Παράλληλη Αναζήτηση

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Αναζήτηση για: "*ώνω*"

1 λέξη με 2 εμφανίσεις

τσιρώσει (2) [τσιρώνω - V:F3s:S3s]

P2889 P006 L010   …ς απάνου στές πλάκες, άλλα είχαν τσιρώσει κι ήταν γυρτά σα δοξάρια, κι άλλ…

P2889 P009 L026   …ηλά στο κεφάλι όταν έφευγαν.| 1. τσιρώσει: ξεραθεί. 2. μουστερήδες: πελάτε…

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες