Παράλληλη Αναζήτηση
Αναζήτηση για: "*ώνω*"
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεκαλουπώσει (1) [ξεκαλουπώνω - V:F3s:S3s]
-
M0331 P003 L008 … εργολάβος έβαλε τον Βασίλη να ξεκαλουπώσει το φωταγωγό. Στα λίγα δευτερόλ…