Παράλληλη Αναζήτηση

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Επιστολές :: Επιστολή αναγνώστου

( στέγη αγάπης για την παγωνιά της νύχτας ) 

Στέγη αγάπης για την παγωνιά της νύχτας ΡΟΝΤΕΡΙΚ ΜΠΙΤΟΝ

Κείμενο 2 [Οι ξένοιαστες μέρες]

Κ. Ζόννε,

Βιογραφία Σεφέρη με… αρετή και τόλμη

Από τα ανατολικά παράθυρα του σπιτιού μας έβλεπα κατάρτια, πανιά και πολύχρωμες σημαίες ν' ανεμίζουν πάνω απ' την κληματαριά.

Ως παλιά Θεσσαλονικιά ένιωσα αβάσταχτη ντροπή όταν στη Θεσσαλονίκη του πολιτισμού και των πυροτεχνημάτων πέθανε άστεγος από το κρύο και την πείνα (ήμουν η οικοδέσποινα που στο σπίτι της πέθανε μουσαφίρης).

Μ.Χ.

Όταν άσπριζε η κάμαρα κι έφεγγαν οι τοίχοι, τα ιστιοφόρα είχαν πια καβατζάρει τους πελώριους βράχους στην άκρη του κόλπου κι έρχονταν να φορτώσουν ξυλεία και ξυλοκάρβουνα.

Πρότεινα τότε σε πολλούς συμπολίτες μας να κάνουμε κάτι, για να ξεπλύνουμε το άγος. Τα ιερά τέρατα στην Ελλάδα τα αντιμετωπίζουμε και σαν… ιερά και σαν… τέρατα.

Έστεκαν να μαζέψουν τα πανιά μπροστά στο παράθυρο και χάνονταν κάτω από τις φουντωτές κρεβατίνες της πλατείας.

Ρώτησα παράγοντες και έμαθα ότι η νομαρχία έχει προτάσεις και σχέδια, τα οποία όμως επί 13 χρόνια παραμένουν στα χαρτιά και γιατί στις διάφορες δημόσιες δεξιώσεις δε προσφέρεται απλώς ένα αναψυκτικό, ώστε να εξοικονομηθούν χρήματα για το δράμα των αστέγων; Δεν τα αγγίζουμε δηλαδή. Στις μύτες των ποδιών εγώ τέντωνα το λαιμό μου για να τα δω να πλευρίζουνε, μα το περβάζι ήταν ψηλό. Άκουσα όμως τώρα ότι στο δήμο μας θα δημιουργηθούν και άλλοι πολιτιστικοί χώροι. Κι αν κάποιος τολμήσει να φωτίσει κάποιες σκοτεινές πτυχές τους, πάντα είναι "άσχετος" και "κινείται εκ του πονηρού". Δεν έφτανα. Τόση κουλτούρα! Ο Ρόντερικ Μπίτον το τόλμησε ωστόσο. Κουβέντες δυνατές, φωναχτά παραγγέλματα, ο θόρυβος του κάβου, τρεχάματα, ζωηρές χαιρετούρες περνούσαν μέσα από τα κληματόφυλλα. Δεν αφήσαμε αποθήκη για αποθήκη χωρίς να εξωραϊστεί, για να στεγάσουμε τις μούσες, μία αποθήκη δε βρέθηκε, για να στεγάσουμε τους συνανθρώπους μας; Ίσως επειδή ακριβώς δεν είναι Έλληνας, δεν είναι άσχετος και έχει τις σοβαρότερες των προθέσεων: έγραψε τη βιογραφία του Γιώργου Σεφέρη που θα κυκλοφορήσει στα αγγλικά από τις Εκδόσεις Yale University Press και στα ελληνικά από την Ωκεανίδα (το ερχόμενο φθινόπωρο). Κι έτρεχα τότε στο γωνιακό υπνοδωμάτιο, έσπρωχνα ένα σκαμνί στο παράθυρο, μα μονάχα τη βάρκα μας κατάφερνα να δω, δεμένη στην ακροθαλασσιά, στο τέλος του κήπου. Αν είμαστε χριστιανοί πρέπει να κάνουμε το συνειρμό με το Ματθαίο, μ' εκείνη τη συναρπαστική παραβολή της έσχατης κρίσης, όπου εξαφανίζονται όλες οι αρετές (φιλαλήθεια, φιλοπατρία) και εκείνο που μας ρωτάει ο Μέγας Κριτής είναι αν περιθάλψαμε συνάνθρωπό μας πεινασμένο και άστεγο.

Καταξιωμένος ελληνιστής που διδάσκει στο King's College, αυτός ο Άγγλος, που διαβάζει και μιλά άπταιστα ελληνικά, έχει εντρυφήσει στα αρχεία και στην αλληλογραφία του ποιητή, έχει διαβάσει ακόμα και τα ανέκδοτα μέρη του προσωπικού Ημερολογίου του (που επιμελείται η Κατερίνα Κρίκου-Davies) και έχει γράψει μια βιογραφία αντάξια της μεγάλης αγγλοσαξονικής παράδοσης στο είδος. Στρωμένος ψιλό ψιλό βότσαλο ο γιαλός γυάλιζε κι έλαμπε τις ηλιόλουστες μέρες, σκούραινε κι ασήμιζε μετά τις βροχές. Αν πάλι είμαστε άνθρωποι της εποχής μας, πρακτικοί, πρακτικά θα πρέπει να σκεφθούμε, ότι μαζεύοντας τις νύχτες τους εξαθλιωμένους σε έναν στοιχειωδώς ανθρώπινο χώρο τους αποτρέπουμε από πράξεις βίας, που είναι η αναμενόμενη έκρηξη της δυστυχίας των. Ο τίτλος της είναι "Περιμένοντας τον άγγελο" και διαβάζεται σαν μυθιστόρημα. Το Βασιλικό ήταν μια όμορφη θαλασσινή αγκαλιά που δεν την έφταναν τα πελαγίσια κύματα.

Ακόμη κι αν είμαστε τέρατα αδιαφορίας, πάλι θα πρέπει να αντιδράσουμε θετικά, για λόγους καθαρά αισθητικής: δεν μπορώ να φορώ την ακριβή τουαλέτα μου και να πηγαίνω στο μέγαρο μουσικής, για να μεταρσιωθώ ακούγοντας Mahler και να σκοντάφτω κυριολεκτικά στον άστεγο, ο οποίος (το είδαμε κι αυτό) χώνεται σε μια πλαστική σακούλα, για να προφυλαχτεί από την παγωνιά της νύχτας.

Ο Μπίτον δεν παρουσιάζει μία εξιδανικευμένη εικόνα του Σεφέρη και δεν απευθύνεται αποκλειστικά στους λάτρεις της ποίησής του. Τα βράχια στην είσοδο του κόλπου έσπαζαν την ορμή του πόντου.

Ας δώσει η φτωχομάνα Θεσσαλονίκη το μήνυμα ότι, ύστερα από τόσους αιώνες πολιτισμού, είναι αδιανόητο να πεθαίνουν άνθρωποι αβοήθητοι στο δρόμο.

Ξεκινά από τον Σεφέρη ως εμβληματική μορφή του 20ού αιώνα και μέσα από το πορτρέτο του σκιαγραφεί και το πορτρέτο της Ελλάδας και της ιστορίας της, της ελληνικής κοινωνίας και διπλωματίας, οπότε απευθύνεται και σε ένα διεθνές κοινό. Ένα μικρό φυσικό λιμάνι στο μεγάλο ναυτικό δρόμο από την Κωνσταντινούπολη για Πύργο, Βάρνα, Κωνστάντζα, Οδησσό.

Δε χρειάζεται να στερηθούμε τα Armani μας, ούτε τα ταξίδια μας στη μακρινή Ανατολή (όπου απεγνωσμένα κυνηγούμε συγκινήσεις, ενώ αυτές είναι δίπλα μας, μπορείς να τις βρεις στις εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης ενός παιδιού των φαναριών), πρέπει μόνο να φροντίσουμε να μάθουμε πώς πρέπει να τιμούμε τους νεκρούς μας, στρώνουμε τραπέζια για τους χορτάτους θαρρώντας πως έτσι βοηθούμε τις ψυχές των κεκοιμημένων, την ίδια ώρα ο Χριστός χτυπάει την πόρτα μας με τη μορφή του πεινασμένου αδελφού μας, κι εμείς μεθαύριο θα ρωτούμε:

Παράλληλα όμως φωτίζει όλα όσα ο Σεφέρης αφήνει σκοτεινά στα ημερολόγιά του, παρακολουθεί τις περιπέτειές του, ιδιωτικές και δημόσιες, τη ζωή του στο σπίτι της Κυδαθηναίων αλλά και στο υπουργείο Εξωτερικών κ.ο.κ. και… δεν αποσιωπά τη στρυφνότητα του χαρακτήρα του.

Από τα δυτικά παράθυρα του σπιτιού, πάνω από τις μουσμουλιές και τις συκιές του κήπου, έβλεπα αμπέλια, μπαχτσέδες, στάρια, κριθάρια και δασωμένες πλαγιές.

"Κύριε, πότε Σε είδομεν πεινώντα… ή ξένον;".

Η βιογραφία αυτή είναι τελικά ένα στοίχημα όχι μόνο για τον συγγραφέα της αλλά και για τον Έλληνα αναγνώστη.

Μαύριζε ο Παππιάς απ' τα ψηλά βαθύσκιωτα δέντρα, μαύριζαν τα χωράφια μετά το θερισμό, πλούσια τα χώματα, πηχτά σαν τον πηλό.

Αυτά τα χρήματα μπορούν να χτίσουν το σπίτι του αστέγου.

Βούλιαζαν οι ρόδες των κάρων που κουβαλούσαν από την άνοιξη τους μεγάλους κορμούς στις αποθήκες του πατέρα.

Το χάρηκα τις προάλλες, όπου νιόνυμφοι, έκαναν την εξής έκκληση στους προσκεκλημένους τους.

Βούλιαζαν οι βοϊδάμαξες κι έτρεχαν απ' τα χωράφια οι συγχωριανοί να βοηθήσουν.

Παρακαλούμε το ποσό του δώρου να διατεθεί στους "γιατρούς χωρίς σύνορα" ή σ' έναν άλλο καλό σκοπό.

Το καλοκαίρι πάλι, που στέριωνε το χώμα, κατέβαιναν βιαστικά και τριζάτα.

Εκεί, στο σιδηροδρομικό σταθμό, το τελευταίο καταφύγιο των αποκλήρων, πριν να ληφθεί απόφαση να κλείνει και αυτό τις νύχτες, στο ναό των Αγίων Πάντων, ο πατήρ Ιωάννης έχει το κουράγιο και τον τρόπο να χτίσει μια "στέγη αγάπης" έχει ανθρώπους που θα έρθουν όταν τηλεφωνήσεις στα: 845-657, 839-998, 610-625, 678-270 με την απόδειξη που "εκπίπτει".

Τρίζαν οι ρόδες στους άξονες, τρίζανε σιδερικά και ξύλα.

Αν η δωρεά είναι "αντί στεφάνου" θα ενημερώσει σχετικά την οικογένεια του θανόντος και θα το δημοσιεύσει στον Τύπο και έχει ανοίξει λογαριασμό στην Εθνική Τράπεζα με τον αριθμό: 251/78159486.

[…] Έπεφτε γρήγορα το φως και βγαίναν οι μαυροντυμένες γυναίκες να ανάψουν τα καντήλια στα εξοχικά προσκυνητάρια.

Γ. ΣΤΟΓΙΑΝΝΗ

Μια μουρμουριστή προσευχή ερχόταν από τον κάμπο. Μέσα στο πρώτο σκοτάδι της νύχτας άκουγα τα βότσαλα που τα ξέσερνε το κύμα… ώσπου… με έπαιρνε σηκωτό ο πατέρας από το παράθυρο, να μ' ακουμπήσει κοιμισμένο στο κρεβάτι.

Οι ήχοι της θάλασσας, ήχοι του έξω κόσμου. Οι ήχοι του κάμπου, ήχοι του χωριού μου.

Τον έξω κόσμο τον γνώρισα, τον έφαγα με το κουτάλι. Το χωριό μου όμως το έχασα, μα το φυλάω καλά στα βλέφαρα του νου μου.

Μαριάννα Κορομηλά, Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα, εκδ. Libro, 1989

Ερωτήσεις κατανόησης 1. Πώς φαντάζεστε το λιμάνι του Βασιλικού, όπου ζούσε ο ήρωας του αποσπάσματος; 2. Ο ήρωας φαίνεται δεμένος με τον τόπο του. - Πώς αποδεικνύεται η στενή αυτή σχέση μέσα από το κείμενο;