Παράλληλη Αναζήτηση

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Αθλητικά :: Πορτρέτο

( ο πρεντραγκ στογιακοβιτς δεν ειναι πια "βασιλιασ" :: 2/2/2006 18:08:23) 

Ο Πέτζα συνεχίζει τον "βομβαρδισμό" με τη φανέλα των Πέισερς.

[Ένα έθνος νεόφτωχο]

Ο ΠΡΕΝΤΡΑΓΚ ΣΤΟΓΙΑΚΟΒΙΤΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ "ΒΑΣΙΛΙΑΣ"

Γιώργος Θεοτοκάς

Η ανταλλαγή και η επέτειος

Το κείμενο είναι απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Γιώργου Θεοτοκά Λεωνής.

Νέο ξεκίνημα. Από τη σεζόν 1998-1999 ο Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς έδωσε ό,τι μπορούσε στους Σακραμέντο Κινγκς. Χρειαζόταν κάτι καινούργιο και αυτό ήρθε με τη μεταγραφή του στους Ιντιάνα Πέισερς. Σήμερα συμπληρώνονται επτά χρόνια από το πρώτο παιχνίδι του "Πέτζα" στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.

Το μυθιστόρημα αυτό έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία.

Του ΘΟΔΩΡΟΥ ΧΑΣΤΑ

Με την αφήγηση της ζωής του Λεωνή και της παρέας του ο συγγραφέας θυμάται και ξαναζεί τα παιδικά του χρόνια στην Πόλη σε μια εποχή ταραγμένη από τον Α' παγκόσμιο πόλεμo (1914-1918).

Περίοδος 1998-1999.

Ύστερα άρχισε και περνούσε στους δρόμους στρατός,** Γερμανοί, Αυστριακοί, Τούρκοι·

Το λοκ-άουτ έχει φέρει αναταραχή στον κατά τα άλλα λαμπερό κόσμο του ΝΒΑ.

ο κόσμος γέμισε μουσικές και ξιφολόγχες που αστράφτανε.

Παιχνίδια δεν διεξάγονται και ο Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς περιμένει με αγωνία τις εξελίξεις.

Η Πόλη τρανταζότανε όλη μέρα από το βαρύ βάδισμα των μεραρχιών.

Το ντεμπούτο του στο αμερικάνικο πρωτάθλημα πάντως, το φανταζόταν αλλιώς.

Οι ξιφολόγχες περνούσαν ακατάπαυστα σειρές σειρές και χανόντανε.

5 Φεβρουαρίου 1999.

Ήτανε σαν τα στάχυα που τα κουνά ο αέρας.

Ακριβώς επτά χρόνια πίσω.

Ύστερα περνούσανε πομπές μεγάλα άσπρα αυτοκίνητα που είχανε ζωγραφισμένους κόκκινους σταυρούς στα πλάγια.

Τα προβλήματα έχουν λυθεί και οι Σακραμέντο Κινγκς ταξιδεύουν στο Σαν Αντόνιο για τον πρώτο αγώνα της χρονιάς.

Όλη την ώρα έφευγε στρατός κι ερχότανε τραυματίες·

Μαζί τους φυσικά και ο Πέτζα.

αυτή η δουλειά δεν τελείωνε ποτέ.

19.002 φίλαθλοι στο "Αλαμοντομ" είδαν την παρθενική εμφάνιση ενός αγχωμένου Στογιάκοβιτς, ο οποίος σε 17 λεπτά συμμετοχής είχε 1 στα 6 σουτ, 1 ριμπάουντ, 1 κλέψιμο και δυο λάθη.

* Σούτσος: Ο Παναγιώτης Σούτσος ήταν ρομαντικός ποιητής. Αυτός έγραφε για τον Σολωμό και για τον Κάλβο πως είναι μεν μεγάλοι ποιητές, αλλά παραμέλησαν πολύ τη γλώσσα, δηλαδή την καθαρεύουσα. Και συνέχιζε: Ιδέαι όμως πλούσιαι πτωχά ενδεδυμέναι δεν είναι δι' αιώνιον ζωήν προορισμένοι. ** στρατός: Στον Α' παγκ. Πόλεμο οι Τούρκοι ήταν σύμμαχοι με τους Γερμανούς.

Από τότε φυσικά έχουν αλλάξει πολλά… Είχανε πάρει και αρκετά σχολεία, τα καλύτερα, και τα είχανε κάμει νοσοκομεία και αναρρωτήρια για το στρατό.

ΤΑ ΔΥΟ πρώτα χρόνια του πρώην άσου του ΠΑΟΚ στο ΝΒΑ ήταν μάλλον αναγνωριστικά.

Το περιβόητο Λύκειο κανείς δεν το καταδεχότανε, γιατί ήτανε σαράβαλο σωστό·

Η "έκρηξη" έρχεται τη σεζόν 2000-2001 όταν από 11,9 πόντους μέσο όρο εκτοξεύεται στους 20,4, μετατρέπεται σε ηγέτη των Κινγκς και υπογράφει νέο συμβόλαιο με την ομάδα του Σακραμέντο.

το Ζωγράφειο όμως το είχανε πάρει οι Γερμανοί.

Τα προβλήματα ήρθαν μερικά χρόνια μετά όταν λίγο η σταδιακή αποδυνάμωση των Κινγκς, λίγο η κόντρα του με τον Κρις Γουέμπερ λίγο η διαπίστωση πως η ομάδα δεν μπορεί να κάνει το μεγάλο άλμα, έφεραν στον Στογιάκοβιτς τις πρώτες σκέψεις αποχώρησης.

Ήταν ακριβώς πίσω από το σπίτι του παππού.

Το καλοκαίρι του 2004 εξωτερικεύει για πρώτη φορά την επιθυμία του να γίνει ανταλλαγή στον πρόεδρο της ομάδας, Τζεφ Πέτρι.

Από τα παράθυρα του παππού, σαν πήγαινε ο Λεωνής εκεί να περάσει τη μέρα του, έβλεπε την αυλή του Ζωγραφείου, όπου άλλοτε έπαιζαν οι μαθητές και τις τάξεις που είχανε γίνει κοιτώνες και τους Γερμανούς που μπαινόβγαιναν με τις πιτζάμες και με ξυρισμένα κεφάλια.

ΜΕΣΑ ΣΤΑ τελευταία δυο χρόνια, το όνομά του παίζει διαρκώς στα πιθανά ονόματα προς παραχώρηση.

Καμιά φορά τον έπαιρνε το μάτι τους και του φώναζαν διάφορα αστεία, μα αυτός δεν ανταποκρινότανε.

Πότε οι Σικάγο Μπουλς, πότε οι Λος Άντζελες Λέικερς, αλλά και άλλες ομάδες του ΝΒΑ πρόβαλλαν ως φαβορί για τη απόκτηση του Πέτζα.

Ούτε ήξερε δα τη γλώσσα τους.

Ο ίδιος παρακολουθούσε, άκουγε, αλλά έβλεπε πως δεν γινόταν τίποτα.

Είχανε και μια μεγάλη εικόνα του αυτοκράτορά τους, σε μια από τις τάξεις, με κράνος και με όλα του τα παράσημα και µ' εκείνα τα ονομαστά μουστάκια του που ήτανε μυτερά σαν ξιφολόγχες και στριμμένα προς τα απάνω.

ΤΕΛΙΚΑ ΤΟ "φρούριο" έπεσε πριν από μερικές μέρες.

Από καιρό σε καιρό τους έπιανε μεγάλο κέφι κι έπαιζαν μαξιλαριές και γελούσαν.

Ο Τζεφ Πέτρι είδε πως δεν είχε άλλα περιθώρια, πήρε τη μεγάλη απόφαση, ο Στογιάκοβιτς έκανε τη μετακίνηση που ήθελε και όλοι είναι ή μοιάζουν ευτυχισμένοι.

Η γιαγιά τότες έλεγε:

Η Ιντιάνα είναι πλέον η νέα κατοικία του 29χρονου φόργουορντ τουλάχιστον μέχρι το καλοκαίρι, όταν το συμβόλαιό του λήγει και θα είναι πλέον ελεύθερος να διαπραγματευτεί με όποια ομάδα επιθυμεί.

- Παιδιά είναι οι καημένοι.

"Υπάρχει ακόμα μακρύς δρόμος μέχρι τότε" δηλώνει διπλωματικά ο ίδιος.

Ποιος ξέρει τι να γίνονται οι μανάδες τους!

Ο Λεωνής καταγινότανε πολύ με τις γλάστρες της γιαγιάς, κυρίως με τις γαριφαλιές, τις πότιζε, τις παρακολουθούσε, μετρούσε τα μπουμπούκια, ειδοποιούσε, όταν άνοιγαν καινούρια λουλούδια.

Οι φίλοι του δεν αγαπούσαν τα λουλούδια, είχαν το νου τους σε άλλα πράγματα. Ο Πάρης δε σκοτιζότανε αληθινά για τίποτα παρά μονάχα για τα πολεμικά παιχνίδια στον Κήπο. Ο Δήμης περνούσε τον καιρό του με κατεργαριές. Ο Μένος πάλι το είχε ρίξει στα πολιτικά. Όλη την ώρα δημιουργούσε ζητήματα, από τότε που είχε αρχίσει ο πόλεμος κι είχε γίνει υποχρεωτικό το μάθημα των τουρκικών. Τον καλούσε στον πίνακα ο κ. Νικολετόπουλος ο τουρκοδιδάσκαλος. Ο Μένος έβγαινε στον πίνακα, ντυμένος με μια μαύρη ποδιά, παχύς, αχτένιστος, μουντζουρωμένος με κιμωλία, και κοίταζε το δάσκαλο σαν χαζός. Υπαγόρευε ο κ. Νικολετόπουλος. Ακίνητος ο Μένος. Τότες ο κ. Νικολετόπουλος ρωτούσε:

- Μενέλαε, γιατί δεν ξέρεις το μάθημά σου;

Κι ο Μένος αποκρινότανε στερεότυπα:

- Ο μπαμπάς μου μου είπε να μην μαθαίνω τούρκικα.

Ο κ. Νικολετόπουλος σηκωνότανε από την έδρα, του έδινε ένα γερό μπάτσο κι έλεγε:

- Αν η Κυβέρνηση μας κλείσει το σχολείο, ο μπαμπάς σου θα έρθει να μας το ανοίξει;

Ο Μένος γυρνούσε στη θέση του κόκκινος σαν βρασμένος αστακός και ο κ. Νικολετόπουλος έσκυβε επάνω στον κατάλογο και του έβαζε ένα μεγάλο μεγάλο μηδενικό. Η σκηνή αυτή είχε επαναληφτεί ένα σωρό φορές. Το ίδιο ο Μένος είχε όρεξη να κάμει ένα επεισόδιο τη μέρα που είχε έρθει ο Αυτοκράτορας των Γερμανών.

Τη μέρα εκείνη όλο το Λύκειο είχε συνταχτεί σ' ένα πεζοδρόμιο του Γαλατά, οι καθηγητές κι οι δάσκαλοι επικεφαλής, ήτανε διαταγή. Επίσης η διαταγή έλεγε πως, όταν θα περνούσε ο αυτοκράτορας, έπρεπε όλοι να φωνάξουνε ζήτω. Τριγύρω ήτανε άλλα σχολεία και κόσμος στα πεζοδρόμια και στα παράθυρα, στρατός παραταγμένος με ξιφολόγχες, χωροφύλακες απάνω στα άλογα. Τα σπίτια ήτανε φορτωμένα σημαίες. Όλοι περίμεναν κι έμοιαζαν λιγάκι φοβισμένοι.

- Εγώ δε θα φωνάξω ζήτω, μουρμούριζε και ξαναμουρμούριζε ο Μένος πεισματωμένος. Ο μπαμπάς μου μου είπε πως δεν έπρεπε να φωνάξω.

- Και τι θέλει τέλος πάντων ο μπαμπάς σου;

- Ο μπαμπάς μου θέλει….. Ο μπαμπάς μου θέλει….. τη "δικαιοσύνη"!

Έξαφνα ακούστηκε ένα μεγάλο πρόσταγμα από μακριά, ένα δεύτερο πρόσταγμα κοντύτερα, ένα τρίτο πρόσταγμα μες στο δρόμο. Τα τουφέκια τραντάχτηκαν καταγής όλα μαζί, οι ξιφολόγχες άστραψαν απάνω από τα κεφάλια του πλήθους. Σ' ένα γειτονικό δρόμο ξέσπασε μια αόρατη στρατιωτική μουσική, βιαστική, χαρούμενη και λιγάκι αστεία, γεμάτη, θαρρείς, από κατρακυλίσματα τενεκέδων. Ύστερα πέρασαν οι καβαλάρηδες της σουλτανικής φρουράς ντυμένοι από πάνω ίσαμε κάτω στα κόκκινα. Κρατούσανε μεγάλες λόγχες στολισμένες με μικρές κόκκινες σημαίες. Όλο το πλήθος κουνήθηκε κι ο καθένας τσαλαπάτησε το διπλανό του. Πίσω από τους καβαλάρηδες ερχότανε κάτι αυτοκίνητα ανακατωμένα με άλογα, γυμνά σπαθιά, κράνη. Τα μέταλλα αστράφτανε, οι κόκκινες σημαιίτσες κυμάτιζαν στον αέρα χαρωπά. Ο Λεωνής είδε κάμποσους ανθρώπους με μεγάλα μουστάκια, μα ποιος ήταν ο αυτοκράτορας δεν πρόφτασε να καταλάβει.

- Είδες που δεν φώναξα! Καυχήθηκε ο Μένος.

Μα ο Λεωνής είχε ξεχάσει το ζήτημα. "Τον παλιό καιρό, συλλογιζότανε, σ' αυτούς εδώ τους δρόμους περνούσαν οι δικοί μας αυτοκράτορες, τώρα περνά η σάρα και η μάρα". Εκείνοι ήταν αυτοκράτορες άξιοι του ονόματος, ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος, ο Νικηφόρος Φωκάς, ο Ιωάννης Τσιμισκής, ο Μανουήλ Κομνηνός, πανύψηλοι, ντυμένοι στο χρυσάφι σαν δεσποτάδες, με τις ωραίες ξανθές γενειάδες τους, με το σεβάσμιο ύφος τους, που είχες όρεξη να τους φιλήσεις το χέρι, τρομεροί όταν αντίκριζαν τον εχθρό, πράοι και γλυκομίλητοι σαν καλοί πατεράδες, όταν είχαν να κάμουν με φίλους. Ή ο καημένος ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος ο γλυκύτατος…..

Ο Λεωνής θυμήθηκε τα λόγια του παππού: "Ξέπεσε ο κόσμος! " Επίσης, τώρα με τον πόλεμο, ο παππούς συνήθιζε να λέει: "Εγώ είμαι νεόφτωχος! " Το έλεγε δυνατά, προκλητικά, για να δείξει πόσο λίγο εκτιμούσε τους νεόπλουτους. Έτσι και τα έθνη, φαίνεται, ήτανε νεόπλουτα και νεόφτωχα. "Είμαστε ένα έθνος νεόφτωχο", συλλογίστηκε ο Λεωνής κι αυτό του έκαμε πολύ καλή εντύπωση. Ήτανε κάτι ευγενικό να είσαι νεόφτωχος, κάτι καθώς πρέπει και περήφανο και σου έδινε ένα ύφος αδικημένο και συμπαθητικό. [….]