ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Παλαιολόγος Γρηγόριος

Ο Ζωγράφος (απόσπασμα)

Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄.

Χορός.

Ὁ βασιλικὸς χορὸς εἶναι συμβὰν ἄξιον λόγου καὶ εἰς τὰς μεγάλας πόλεις· πολλῷ δὲ μᾶλλον εἰς τὰς μικρὰς κοινωνίας, ὅπου, οὐ μόνον αἱ ἐπίσημοι διασκεδάσεις καὶ σκευωρίαι, ἀλλὰ καὶ αἱ ἰδιωτικαὶ πράξεις, μέχρι τῶν οἰκογενειακῶν σκανδάλων, γίνονται ἀμέσως πασίγνωστοι καὶ ἀσχολοῦν ὅλας τὰς κλάσεις τῶν ἀνθρώπων. Ὅθεν πολλὰς ἡμέρας προτήτερα καὶ μετὰ ταῦτα, ὅλαι σχεδὸν αἱ συνομιλίαι τῶν καινοφίλων Ἀθηναίων περιστρέφονται εἰς τὸν χορὸν τῆς αὐλῆς. Οἱ ἐλαφρόνοες ἐκθειάζουν τὴν μεγαλοπρέπειαν τῆς σκευασίας, τὴν ποικιλίαν καὶ πλουσιότητα τῶν ἐνδυμάτων, καὶ τὸν εὐρωπαϊκὸν πολιτισμὸν, εἰς τὸν ὁποῖον προοδεύομεν γιγαντιαίοις βήμασιν. Οἱ νουνεχεῖς μέμφονται τὴν παράλογον δαπάνην χρημάτων καὶ καιροῦ, ἐπιθυμοῦντες νὰ μὴν ᾔμεθα τόσον γίγαντες εἰς τοιαύτας προόδους. Ἀναφέρουν δὲ τὸ παράδειγμα τῶν πάλαι Ἀθηνῶν, εἰς τῶν ὁποίων τὴν παρακμὴν ἐστάθη αἰτία καὶ ἡ πολυτέλεια μὲ τὴν τρυφὴν, αἵτινες ἐπέφεραν τὴν διαφθορὰν τῶν ἠθῶν καὶ ἐπετάχυναν τὴν ὑποδούλωσιν τῆς ἐκμαλθακωθείσης Πολιτείας. Ἀλλ' ὅσην ἰσχὺν εἶχαν αἱ νουθεσίαι τῶν ποτὲ φιλοσόφων εἰς τοὺς παλαιοὺς Ἀθηναίους, τόσην ἐντύπωσιν κάμνουν αἱ συμβουλαὶ τῶν φρονίμων εἰς τοὺς ἀπογόνους των, οἱ ὁποῖοι καὶ τὴν ἐδικὴν μου ἠθολογίαν, θὰ ὀνομάσουν βεβαίως καθαρὰν μωρολογίαν. Οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνθρώπων ἡδύνονται ἀκούοντες τὴν ἐξιστόρησιν τῶν γελοίων πράξεών των, ἐνῷ αἱ ἠθικαὶ διδασκαλίαι τοὺς φέρουν ὕπνον. Ἂς τοὺς εὐχαριστήσωμεν.

Ὅλοι δὲν γνωρίζουν τὰς ἀφράστους ἡδονὰς τοῦ χοροῦ. Αἱ προσκλήσεις γίνονται πρὸ 5 ἢ 6 ἡμερῶν, κατὰ τὰς ὁποίας αἱ Κυρίαι περιέρχονται τὰ ἐργαστήρια τῶν συρμολογικῶν ἐνδυμάτων καὶ καλλωπισμάτων. Αἱ μὲν ἀρχόντισσαι βάλλουν εἰς ἐνέργειαν ὅλους τοὺς ῥάπτας καὶ ῥάπτριας· ὅσαι δὲν ἔχουν τὰ μέσα, ῥάπτουν μόναι τὰ φορέματά των, ἢ τροπολογοῦν τὰ τοῦ προηγουμένου χοροῦ, μακρύνουσαι, κονταίνουσαι, στενεύουσαι, φέρουσαι τὸ ἐμπρὸς ὀπίσω, προσθέτουσαι τινὰς κορδέλλας, ἢ ἄνθη, ἢ ὀλίγην ταντέλλαν, καὶ κατασταίνουσαι τοιουτοτρόπως ἀγνώριστα σχεδὸν τὰ μεταχειρισμένα φορέματα. Ἀλλ' ἡ οἰκία, ὁ σύζυγος, τὰ τέκνα ἐν τῷ μεταξὺ τὶ γίνονται; Ποῖος φροντίζει τοιαύτας ἡμέρας περὶ ἐπουσιωδῶν πραγμάτων! Τὸ ἀστεῖον εἶναι, ὅτι ἐνῷ τινὲς σύζυγοι ἐξοδεύουν ὅ,τι ἔχουν καὶ δὲν ἔχουν διὰ νὰ εὐχαριστήσουν τὰς γυναῖκάς των, αὐταὶ γεύονται προηγουμένως τὴν ἡδονὴν τῶν δαπάνῃ συζυγικῇ μελετωμένων κατακτήσεών των. Φθάνει τέλος ἡ πολυπόθητος ἑσπέρα τοῦ χοροῦ. Αἱ περισσότεραι γυναῖκες δὲν δειπνοῦν ἀπὸ τὴν ἀνησυχίαν καὶ χαράν των. Τὰ φορέματα καὶ στολίδια εἶναι ἁπλωμένα εἰς ὅλα τὰ δωμάτια τῆς οἰκίας, καὶ φυλάττονται μὲ θρησκευτικὸν σέβας. Ὁ στολισμὸς ἀρχίζει τέσσαρας ὥρας πρὸ τῆς ἐνάρξεως τοῦ χοροῦ. Ἡ ῥάπτρια, ὁ κουρεὺς, ὁ ἐμβαδοποιὸς ἐμβαίνουν καὶ εὐγαίνουν ἀλληλοδιαδόχως. Τέσσαρες λαμπάδες καίουν περὶ τὸν καθρέπτην, ἄντικρυ τοῦ ὁποίου κάθηται ἡ θεὰ τοῦ χοροῦ, κοσμίζουσα τὴν κεφαλήν της, αὐξάνουσα τὴν κόμην της, χρωματίζουσα τὰς ὄψεις της, παχύνουσα τὰ μέλη της καὶ πάλλουσα ἀπὸ τὴν ἀγαλλίασιν, τὴν ὁποίαν ἐλπίζει μετ' ὀλίγον νὰ τὴν προξενήσουν τὰ καταβρωτικὰ βλέμματα διακοσίων θαυμαστῶν τῶν τόσων θελγήτρων. Ἀφοῦ τελειώσῃ ὁ εὐπρεπισμὸς τῆς κεφαλῆς, ἀρχίζει ἡ λοιπὴ ἐνδυμασία. Ἀλλ' ἐξαίφνης τὸ φόρεμα εἶναι κοντὸν, τὰ μανίκια σφίγγουν, τὸ μποῦστο σακκουλιάζει, αἱ ἐμβάδες δὲν χωροῦν, τὰ χειρόφτια σπάνουν. Τί σκάσις! Πάλιν βελόναι, κλωσταὶ, ῥάψιμον, ξήλωμα, στένευμα! Μεταξὺ αὐτῶν τῶν δυσαρεσκειῶν, ἀρχίζει μία καλὴ βροχὴ, καὶ τὸ δυσαρεστότερον, ἅμαξα δὲν εὑρίσκεται. Μία ἀπὸ αὐτὰς τὰς ἐναντιότητας εἶναι ἱκανὴ ν' ἀποθαῤῥύνη τὸν γενναιότερον ἄνδρα· ἀλλ' αἱ γυναῖκες δὲν χάνουν εὔκολα τὸ θάῤῥος των. Ὅλα τὰς δυσαρεστοῦν καὶ ὅλα τὰ ὑποφέρουν μὲ γενναιότητα· ὅταν μάλιστα πρόκηται περὶ ἡδονῆς τινος ἀθώου, ἢ μή. Ἐντοσούτῳ ἡ ὥρα ἔφθασεν. Ἀποφασίζουν λοιπὸν μ' ὅλην τὴν βροχὴν καὶ λάσπην νὰ ὑπάγουν, φοροῦσαι γαλέντσες, ἢ τὰ ὑποδήματα τοῦ ἀνδρός των. Ἀλλὰ μόλις πλησιάζουν εἰς τὸν χορὸν, καὶ ἐξαίφνης ὄχημα, διαβαῖνον μὲ βίαν, τὰς καταλασπόνει. Ἡ συμφορὰ αὕτη, τὰς ἀναγκάζει νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὴν οἰκίαν μὲ τόσην λύπην, ὅσην ἤθελον αἰσθανθῆ διὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀνδρός των, εἰς τὸν ὁποῖον ἀποδίδουν τὴν αἰτίαν ὅλης αὐτῆς δυστυχίας. Τὸν ἐπιπλήττουν, διατὶ δὲν εἶναι ἄξιος νὰ κρατῇ ἅμαξαν, ἢ διατὶ τοὐλάχιστον νὰ μὴ φροντίσῃ ἐγκαίρως νὰ εὕρῃ μίαν μὲ ἐνοίκιον· τὸν ὀνομάζουν φιλάργυρον, ἀπρονόητον· βλασφημοῦν τὸν ἁμαξᾶν, τὸν καιρὸν, τὴν τύχην. Θέλουν νὰ ἐκδυθοῦν, ἀλλὰ δὲν τοὺς κάμνει καρδιά· διότι ἀκούουν τὰς ἁμάξας νὰ διαβαίνουν· βλέπουν τὸ φῶς, τὸ ὁποῖον ῥίπτουν αἱ δᾴδες εἰς τὸ δωμάτιόν των· ἀκούουν, ἢ νομίζουν ὅτι ἀκούουν, τὴν μουσικὴν τοῦ χοροῦ παιανίζουσαν. Κάθηνται λοιπὸν περίλυποι καὶ δακρυῤῥοοῦσαι εἰς τὸ παράθυρον. Ὁ σύζυγος ζητεῖ νὰ τὰς πλησιάσῃ καὶ νὰ τὰς παρηγορήσῃ· ἀλλὰ σπρώχνεται μὲ ὀργήν. Τέλος, ἀποφασίζουν νὰ ἐκδυθοῦν, καὶ ῥίπτονται μόναι εἰς τὴν κλίνην των. Ματαιότης ματαιοτήτων τὰ πάντα ματαιότης!

Ὅσαι ἐδυνήθησαν νὰ φθάσουν εἰς τὸν χορὸν μὲ μικρὰς μόνον κηλίδας, ἀφοῦ ἀλλάξουν κάλτζας καὶ παπούτζια εἰς τὴν σκάλαν, διορθόνουν ὀλίγον τὰ ζουλούφιά των, τὰ ὁποῖα ἐξεζούγρωσεν ὁ ἄνεμος, καὶ ἐμβαίνουν τέλος εἰς τὴν σάλαν. Ἐὰν ᾖναι πλήρης, θυμόνουν ὅτι ἦλθαν ἀργὰ, καὶ δὲν παρετηρήθησαν εἰσερχόμεναι. Ἐὰν ἦλθαν ἐνωρὶς, ἐρυθριοῦν· διότι μόνον αἱ ἐξιππασμέναι καὶ ἄπρακτοι ἔρχονται τὴν ὥραν τῆς προσκλήσεως. Αὐτὰς τὰς νέας δυσαρεστήσεις διαδέχονται ἄλλαι. Τὴν μὲν σφίγγει τὸ περιστήθιον, τὴν δὲ αἱ ἐμβάδες, τὴν ἄλλην τρυποῦν οἱ ὀδόντες τοῦ κτενίου. Εἰς τὰς σωματικὰς αὐτὰς βασάνους προσθέτονται καὶ ψυχικαί. Ἡ μὲν ἀγανακτεῖ, βλέπουσα τὰς ἄλλας καλῄτερα ἐνδεδυμένας· ἡ δὲ, διότι δὲν βλέπει τὸν ἐραστήν της· ἡ δὲ, διότι δὲν ἀπομακρύνεται ὁ ἄνδρας ἢ ὁ πατὴρ ἀπὸ τὸ πλάγι της· ἡ δὲ, διότι βλέπει τὸν σύζυγον, ἢ τὸν ἐρώμενόν της αὐλίζοντα ἄλλας, ἡ δὲ, διότι δὲν τὴν ὡμίλησεν ἡ Βασίλισσα, ἢ ὁ Πρέσβυς, ἢ ἡ Ὑπουργῖνα, ἢ διότι δὲν ἐχόρευσε μὲ αὐτὴν ὁ Βασιλεὺς, ἢ ὁ Ὑπασπιστής του τοὐλάχιστον, ἢ διότι δὲν ἐχόρευσε διόλου. Ἐντοσούτῳ ὁποίαν ἀπὸ αὐτὰς ἐρωτήσεις τὴν ἐπαύριον, πῶς διεσκέδασε, σ' ἀποκρίνεται: ἐξαίρετα!

Τὴν παραμονὴν τοῦ βασιλικοῦ χοροῦ, μὲ φέρει ὁ Σωτήριος προσκλητήριον, καὶ μὲ εἰδοποιεῖ συγχρόνως, ὅτι θὰ ὑπάγῃ καὶ ἡ Χαρίκλεια. Ἡ Βασίλισσα, ἀκούσασα γενικῶς νὰ τὴν ἐπαινοῦν, ἠρώτησε μὲ ἀπορίαν τὸν πατέρα της, διατὶ δὲν τὴν φέρει εἰς τοὺς χοροὺς, καὶ τὸν εἶπεν ὅτι ἐλπίζει νὰ τὴν ἰδῇ εἰς τὸν προσεγγίζοντα. Ὁ Χαμαιλεωνίδης εὑρέθη ἠναγκασμένος νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν διαταγὴν τῆς Ἡγεμονίδος. Ἡ εἴδησις αὕτη μ' ἐχαροποίησε πολύ· διότι ἐπεθύμουν τοιοῦτον ἄστρον νὰ εὑρεθῇ εἰς θέσιν, ὅπου ἠμπορεῖ νὰ διαχύσῃ ὅλην τὴν λάμψιν του. Ὅθεν, ἂν καὶ δὲν προσεκλήθην κατ' εὐθεῖαν εἰς τὸν χορὸν, ἀπεφάσισα νὰ ὑπάγω, μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ γίνω μάρτυς τῶν δαφνῶν, ὅσαι ἔμελλον νὰ στέψουν τὴν κεφαλὴν τῆς Χαρικλείας.

Ὅταν εἰσῆλθεν εἰς τὴν αἴθουσαν, ὅλων τὰ βλέμματα προσηλώθησαν εἰς αὐτὴν, καὶ ἐκίνησε τὸν γενικὸν θαυμασμὸν ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν. Αὗται ὅμως, μὴ δυνάμεναι νὰ τὴν κατηγορήσουν, ὡς ἐντελῆ καθ' ὅλα, ἐβασανίζοντο ἀπὸ τὴν ζηλοτυπίαν ἔτι περισσότερον. Ἡ μήτηρ της τὴν ἐπαρουσίασεν εἰς τὴν Βασίλισσαν, ἥτις τὴν ὑπεδέχθη μὲ εὐμένειαν καὶ μὲ τὸν χαριέστατον ἐκεῖνον τρόπον, ὅστις καθωραΐζει τὴν ἀγαθὴν καὶ ἐρασμίαν αὐτὴν Ἡγεμονίδα. Ὁ Βασιλεὺς συνεχόρευσε μὲ αὐτὴν τὸν πρῶτον στρόβιλον, καὶ τότε ἡ ζηλοτυπία ὑπερέβη τὰ ὅριά της. Σᾶς εἶπον μὲ πόσην τέχνην καὶ χάριν ἐχόρευεν ἡ Χαρίκλεια. Ἑκάστη κίνησις τῶν μελῶν της μετέδιδε κλονισμοὺς εἰς τὴν καρδίαν μου, καὶ ὅλος ἔκθαμβος ἐπαρατήρουν αὐτὴν μόνον, οὐδόλως πλέον προσέχων εἰς τὸ θάμβος, τὸ ὁποῖον ἐπροξένει εἰς τοὺς ἄλλους. Δὲν ἐχάρην ὅμως πολλὴν ὥραν τὴν καταγοητευτικὴν αὐτὴν θέαν.

Ἐνῷ ἐστεκόμην ὅλος προσηλωμένος εἰς τὸν χορὸν, καὶ ἠκολούθουν μὲ ἄπληστον βλέμμα, πότε μὲν, τὸ περιστρεφόμενον ὡραῖον πρόσωπον, πότε δὲ, τὰ ἔντεχνα καὶ ἐλαφρὰ βήματα τῆς Χαρικλείας, αἰσθάνομαι νὰ μὲ ἁρπάζουν ἀπὸ τὴν χεῖρα, καὶ βλέπω, ποῖον; τὴν Σεβαστήν. Τὶ ἔγινες, ἐξάδελφε; φωνάζει· σὲ ζητῶ τόσην ὥραν! Μὲ ὑπεσχέθης νὰ συγχορεύσωμεν τὸν πρῶτον ἀνεμοστρόφυλον, καὶ ἐξ αἰτίας σου ἀπεποιήθην ἑπτὰ ἄλλους καβαλιέρους. Χωρὶς δὲ νὰ μὲ δώσῃ καιρὸν νὰ τὴν ἀποκριθῶ, ὅτι τοιαύτην ὑπόσχεσιν δὲν ἔδωκα, μὲ σύρει μὲ βίαν, διασχίζει τὸ πλῆθος, καὶ μὲ φέρει ὡς κατάδικον εἰς τὸ μέρος, ὅπου ἐχόρευαν. Κατ' εὐτυχίαν ἡ μουσικὴ ἔπαυσε, καὶ ἀπηλλάχθην ἀπὸ αὐτὸ τὸ δυστύχημα· ἔπρεπε ὅμως νὰ τὴν ὁδηγήσω εἰς τὸ κάθισμά της, καὶ νὰ τὴν ὑποσχεθῶ νὰ συγχορεύσωμεν καδρίλιον.

Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως δὲν ἔλειψε νὰ μεταχειρίζεται ὅλα τὰ μέσα, διὰ νὰ ἑλκύσῃ τὴν προσοχὴν ἄλλου τινός· διότι ἐμὲ μὲ εἶχε πάντοτε διαθέσιμον, ἐν περιπτώσει ἄλλης ἀποτυχίας. Ὅθεν ὅταν ἐπλησίαζέ τις ἐκ τῶν χορευτῶν, ἐκίνει μὲ χάριν τὴν κεφαλήν της, διώρθονε τοὺς βόστρυχάς της, ἐλυγίζετο, ἀνύψονε τὴν μέσην της, ἐξέθετε τὸν πόδα της, ἀνεμίζετο μὲ τὸ ῥινόμακτρον, διὰ νὰ διαδώσῃ τὴν εὐωδίαν τῶν ἀρωμάτων εἰς τοὺς περιεστῶτας, καὶ νὰ τοὺς ἑλκύσῃ διὰ τούτου· ἤλλαζε συχνὰ θέσεις, ἐκάθητο μεταξὺ δύο νεανίδων, ἐπ' ἐλπίδι νὰ προσκαλέσουν καὶ αὐτὴν ὁμοῦ μὲ ἐκείνας. Ἀλλ' ὅλαι αἱ προσπάθειαί της ἐστάθησαν μάταιαι· αἱ ἐκ δεξιῶν καὶ ἐξ ἀριστερῶν ὅλαι βαθμηδὸν ἐσηκόνοντο, καὶ αὕτη ἔμενε μεμονωμένη, σχίζουσα τὰ χειρόφτιά της ἀπὸ τὴν ἀγανάκτησιν. Τέλος, δι' ἔλλειψιν ἑνὸς ζεύγους εἰς τὸν ἀντίχορον, τὴν προσκαλεῖ ἑξηκοντούτης Συνταγματάρχης. Μόλις τὸν εἶδε πλησιάζοντα, καὶ πετᾷ, ἁρπάζει τὴν χεῖρά του, καὶ τὴν σφίγγει τόσον δυνατὰ ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμόν της, ὥστε οἱ πόνοι ἔφεραν ἀλλοίωσιν εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ στρατιωτικοῦ· χωρὶς δὲ νὰ περιμένῃ τὸν ῥυθμὸν τῆς μουσικῆς, ἀρχίζει νὰ χορεύῃ μὲ χαρὰν ἄμετρον, κινεῖται τάχα μὲ χάριν, προχωρεῖ καμαρωτὰ, ἐπανέρχεται κουνιστὰ, συστρέφεται ὡς μύλος, καὶ παρατηρεῖ ἐν τῷ μεταξὺ τοῦς περιεστῶτας μὲ ὄμμα τάχα ἐράσμιον. Τὴν φωνάζουν νὰ σταθῇ· τὴν λέγουν, ὅτι δὲν εἶναι καιρὸς ν' ἀρχίσῃ, καὶ ὅτι δὲν εἶναι σειρά της· ἀλλὰ ποῦ κρατεῖται! Ἡ ζωηρότης αὕτη σύρει τριγύρω πολλοὺς θεατὰς, οἱ ὁποῖοι γελοῦν διὰ τὴν μανίαν της· ἀλλ' αὕτη, νομίζουσα ὅτι ἦλθαν νὰ τὴν θαυμάσουν, λαμβάνει κατὰ γράμμα τοὺς χλευαστικοὺς ἐπαίνους των καὶ διπλασιάζει τὸν ἀγῶνά της. Ὁ δυστυχὴς Συνταγματάρχης δαγκάνει τὰ χείλη του, τρίβει τὰς χεῖράς του, κτυπᾷ τοὺς πόδας του, ζητεῖ νὰ περιστείλῃ τὴν ὁρμήν της· ἀλλ' ὁ ἐνθουσιασμός της δὲν γνωρίζει χαλινόν. Ἀπὸ τὴν βίαν τῶν κινημάτων, πίπτουν τὰ ἄνθη τῆς κεφαλῆς της, ἀναπετᾷ εἰς τὸν ἀέρα ἡ κόμη, λύονται αἱ ταινίαι τῶν ἐμβάδων, καὶ ὁ ἱδρὼς τῆς ἡρωΐσσης, τρέχων ποταμηδὸν ἀπὸ τὸ μέτωπόν της, καταπλύνει καὶ τὸ μέλαν τῶν ὀφρυδίων καὶ τὸ ἐρυθροῦν τῶν παρειῶν, τὰ ὁποῖα ἑνούμενα, ἀποτελοῦν τρομερὸν τὸ πρόσωπόν της. Εὐγάλλει τὸ ῥινόμακτρον διὰ νὰ σπογγισθῇ· ἀλλὰ σύρουσα αὐτὸ μὲ βίαν, σκορπίζει εἰς τὸ ἔδαφος τὰ ζαχαρωτὰ, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε παραγεμίσει τὸ σακκούλιόν της: συνήθεια ὄχι τόσον σπανία μεταξὺ τινῶν γυναικῶν καὶ ἀνδρῶν ἀκόμη. Ἡ Σεβαστὴ, μεθυσμένη ἀπὸ τὴν εὐχαρίστησιν, οὐδὲ παρατηρεῖ τὸ συμβὰν αὐτὸ, ἀλλὰ σπογγίζεται καὶ ἐξακολουθεῖ μὲ ζῆλον τὸν ἀντίχορον, κυττάζουσα τοὺς περιεστῶτας μὲ βλέμματα, τὰ ὁποῖα ὡς νὰ ἔλεγαν. «Ἴδετε πῶς χορεύω; Μάθετε νὰ μὲ προσκαλῆτε ἄλλοτε μὲ περισσοτέραν σπουδήν.» Ἐν τούτοις ὁ Συνταγματάρχης, μὴν ὑποφέρων πλέον τοὺς σαρκασμούς, ὠφελεῖται ἀπὸ τὸ en avant deux τοῦ ζεύγους του καὶ γίνεται ἄφαντος. Ἡ Σεβαστὴ μὴν εὑρίσκουσα αὐτὸν εἰς τὴν ἐπιστροφήν της, παρατηρεῖ ἰατρόν τινα ἐκ τῶν γνωρίμων της, ῥίπτει τὴν δεξιάν της ἐπὶ τῶν ὤμων του, τὸν σύρει εἰς τὸν χορὸν, καὶ τὸν στροφυλίζει μὲ τόσην ζωηρότητα, ὥστε πίπτει ἡ πεῤῥούκα τοῦ ἐξοχωτάτου, καὶ ἡ φαλάκρα του κινεῖ νέους γέλωτας. Ἀγανακτήσας ὁ παῖς τοῦ Ἀσκληπιοῦ, σπρώχνει τὴν χήραν, ἥτις πίπτει ἐπί τινος γιγαντιαίας Γερμανίδος, καὶ αὕτη ἐπὶ τῆς γαστέρος γαστρονόμου τινος, ὅστις ἀνακεφαλαίωσεν ἐκείνην τὴν στιγμὴν τὰ φαγητὰ τοῦ τελευταίου δείπνου του.

Ὅλαι αὐταὶ αἱ κωμικαὶ σκηναὶ δὲν ἦτον ἐνθαῤῥυντικαὶ δι' ἐμὲ, ὅστις ἐπαπειλούμην νὰ χορεύσω μὲ τὴν Σεβαστήν· ἀλλὰ δύο ἄλλαι, συμβᾶσαι εἰς τοὺς γονεῖς της, μὲ ἀπήλλαξαν. Ἡ Κυρία Αἰκατερίνα, ἥτις ἠγάπα ἐπίσης τὸν χορὸν, ἀλλὰ δὲν εὕρισκε χορευτὰς, ἐκάθητο περίλυπος πλησίον ὁμοιοπαθοῦς τινος φιληνάδας της, ὑβρίζουσα τοὺς σημερινοὺς ἄνδρας, οἵτινες συνομιλοῦν καὶ συγχορεύουν κατὰ προτίμησιν μὲ γυναῖκας ἐμπόρων καὶ λογιωτάτων, περὶ ὀλίγου ποιούμενοι τὰς ἀξιοσεβάστους καὶ εὐγενεστάτας ἀρχόντισσας. Ἀξιωματικός τις, ἀκούσας τὴν ὁμιλίαν ταύτην, προβάλλει εἰς τὴν Αἰκατερίναν νὰ κάμουν ἕνα γῦρον εἰς τὴν αἴθουσαν. Νομίσασα, ὅτι ἀπὸ συναρέσκειαν ἠθέλησε νὰ τὴν περιδιαβάσῃ ὀλίγον, καθὼς συνειθίζεται εἰς τοὺς χοροὺς, ἐδέχθη ἀσμένως τὸν βραχίονά του· ἀλλ' ὁποία ἐστάθη ἡ ἔκπληξίς της, ὁπόταν πλησιάσαντες εἰς τὸν καθρέπτην, τὴν λέγει ὁ συνάρεσκος νὰ παρατηρήσῃ τὸ ὑαλίον, διὰ νὰ εὕρῃ τὴν λύσιν τῆς ἀπορίας της. Ποίαν ἀπορίαν; Ἐρωτᾷ ἡ γραῖα. Τὴν ὁποίαν πρὸ ὀλίγου εἴχετε περὶ τῆς διαγωγῆς τῶν σημερινῶν ἀνδρῶν, οἵτινες δὲν προτιμοῦν τὰς ἀρχαίας γυναῖκας, ἀποκρίνεται ὁ ἀξιωματικός. Ὁ Θεὸς νὰ σᾶς φυλάξῃ, φίλοι μου, νὰ δείξετε τὸν καθρέπτην εἰς γραῖαν, ἔχουσαν ἀπαιτήσεις νεότητος· ὁ δαίμονας δὲν ἤθελε τὴν τρομάξει περισσότερον. Ἀπὸ τὴν ταραχήν της παρ' ὀλίγον νὰ λειποθυμήσῃ· ἀλλ' ἡ ἀγανάκτησις τὴν δίδει δυνάμεις, καὶ ἀφήσασα μὲ βίαν τὴν δεξιὰν τοῦ ἀξιωματικοῦ, τρέχει νὰ εὕρῃ τὸν ἄνδρα της, διὰ νὰ τὸν παρακινήσῃ νὰ ζητήσῃ ἀπὸ τὸν ἀξιωματικὸν ἱκανοποίησιν τῆς ἐξυβρισθείσης ἀξιοπρεπείας της. Εὑρίσκει ὅμως καὶ αὐτὸν εἰς θέσιν ἔτι δυσαρεστοτέραν.

Ὀμιλῶν ὁ Χαμαιλεωνίδης μὲ Μεγιστᾶνα, εἶναι σκανδαλῶδες, τὸν λέγει, νὰ βλέπῃ τις εἰς τὴν Αὐλὴν ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως ἦσαν παιδαγωγοὶ τῶν τέκνων μας, ἐπιστάται τῶν ὑποστατικῶν μας, ἢ καὶ τροφοδόται μας. Πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως, τὸν ἀποκρίνεται δικηγόρος τις, καὶ σεῖς, Κύριοι, ἦσθαι ὑπηρέται ἄλλων, γονατίζοντες μάλιστα ἐνώπιον ὑποκειμένων, μὲ τὰ ὁποῖα συγκάθησθε σήμερον, καὶ ἀσπαζόμενοι πόδας καὶ κράσπεδα ὄχι τόσον καθαρὰ καὶ εὔοσμα. Εἶσαι προπέτης, Κύριε, τὸν λέγει ὁ Χαμαιλεωνίδης μὲ τόνον, καὶ ἂν δὲν σιωπήσῃς, θὰ εἰπῶ τὸν Ἀρχιτρίκλινον νὰ σὲ ἐκβάλῃ ἀπὸ τὸν χορὸν, ὅπου δὲν ἔπρεπε νὰ εἰσέρχωνται βάναυσοι ὡς σὲ ἄνθρωποι. - Ἐγὼ ἀναχωρῶ μόνος· διότι δὲν ἠμπορῶ νὰ κρατήσω τὴν ἀγανάκτησίν μου, ἀκούων τοὺς υἱοὺς τῶν χαλκέων καὶ ὀνηλατῶν νὰ λησμονοῦν τὴν καταγωγὴν των καὶ νὰ ἐξυβρίζουν ἀνθρώπους ἀξιοτιμωτέρους ἀπὸ αὑτούς. Ἀλλ' ὅσον ἐπιτήδειος εἶσαι εἰς τὴν παλαιὰν τέχνην σου, μὴν ἐλπίζῃς, ἐκλαμπρότατε Κὺρ Κώτζο, ὅτι εἶσαι ἱκανὸς νὰ χαλκεύσῃς πλέον δεσμὰ διὰ τοὺς Ἕλληνας. Ὁ Χαμαιλεωνίδης ὕψωσε τὴν κεφαλὴν, ἐξαγρίευσε τοὺς ὀφθαλμούς του, καὶ τὸν λέγει, ἐγὼ θέλω σὲ μάθει ποῖος εἶμαι, αὐθάδη! Ἤθελον σὲ φοβηθῆ, ἀποκρίνεται μὲ ψυχρότητα ὁ δικηγόρος, ἐὰν μὴ σὲ ὀγκώμενον ἤκουσα: ἀπόκρισις τῆς ἀλώπεκος πρὸς τὸν λεοντὴν ἐνδυθέντα καὶ ἐπιφοβοῦντα τὰ ἄλλα ζῶα ὄνον. Οἱ ὀψίδοξοι νομίζουν, ὅτι λαμβάνοντες τρόπους μεγιστάνων καὶ προσθέτοντες μίαν συλλαβὴν ἔμπροσθεν, ἢ ὄπισθεν τοῦ ἐπωνύμου των, θὰ κατορθώσουν νὰ λησμονηθῇ τὸ φόρεμα καὶ ὄνομα τὸ ὁποῖον ἔφεραν προτήτερα. Ἐὰν ἦτον μόνος ὁ Χαμαιλεωνίδης, ἤθελεν ἴσως ὑποφέρει ἐν σιωπῇ ὅσα τὸν ἔψαλεν ὁ δικηγόρος· ἀλλ' αὐτὸς τὰ εἶπε δυνατὰ, καὶ πολλοὶ τὸν ἤκουσαν. Ὅθεν, μ' ὅλον τὸ πρῶτον θάῤῥος του, ἔμεινεν μετὰ ταῦτα ὡς κεραυνόβλητος, καὶ δὲν ἠξεύρω πῶς ἤθελεν ἐξέλθει ἀπὸ τὴν δυσάρεστον ταύτην θέσιν, ἐὰν κόλαξ τις δὲν ἤρχετο εἰς βοήθειάν του.

Ἀκούετε, λέγει, τὸν αὐθάδη νὰ ὀνομάζῃ ὡς τυραννόφρονα, τὸν πιστότερον φίλον τοῦ λαοῦ; ὡς ἀλαζόνα τὸν δημοτικώτερον ἄνθρωπον; ὡς δυσγενῆ, τὸν εὐγενέστερον ἀπάντων τῶν Ἑλλήνων; Ἀλλ' οἱ Ὑπουργοὶ τοῦ Βασιλέως ἀτιμωρητὶ δὲν ἐξυβρίζονται. Εὐθὺς νὰ τὸν καταγγείλωμεν εἰς τὸν Εἰσαγγελέα, καὶ δύο, ἢ τριῶν μηνῶν κατοικία εἰς τὸν Μεδρεσὲν τὸν σωφρονίζει. Ὁ Μεγαλειότατος ἐρωτοῦσε περὶ τῆς ἐξοχότητός σας. Ἔλθετε ἀπ' ἐδῷ. Τὸν βλέπω νὰ κυττάζῃ τριγύρω του· νομίζω ὅτι σᾶς ζητεῖ ἀκόμη. Μὲ αὐτὴν τὴν ἐπιδεξιότητα ὁ κόλαξ τὸν ἀπεμάκρυνεν ἀπὸ τὸ πλῆθος, τὸ ὁποῖον εἶχε τὸν περιτριγυρίσει, χαιρόμενον διὰ τὴν τιμωρηθεῖσαν πανδήμως ὑπεροψίαν του. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Βασιλεὺς ἐκύτταζε νὰ εὕρῃ τὴν σεμνὴν θυγατέρα τοῦ ἀειμνήστου ἥρωος Μ. Μπότσαρη, διὰ νὰ συγχορεύσῃ, καὶ ὄχι τὸν Ὑπουργόν του, αὐτὸς αἰσχυνόμενος νὰ βλέπῃ τοὺς ἀνθρώπους, ὅσοι ἐστάθησαν μάρτυρες τοῦ ὑβρίσματος, ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὸν χορὸν μετὰ τῶν θυγατέρων καὶ τῆς συζύγου του, ἥτις ἔτρεμεν ἀπὸ τὸν θυμόν της· διότι ἐκτὸς τοῦ ἰδίου συμβάντος της, εἶχεν ἀκούσει καὶ τοὺς λόγους τοῦ δικηγόρου.

Εἰς τὴν οἰκίαν μᾶς ἐπερίμενεν ἄλλη σκηνή. Ἡ Αἰκατερίνα, ἥτις ἀνέπνεε μὲ πολὺν ἀγῶνα καθ' ὁδὸν, ἅμα ἀνέβη εἰς τὴν αἴθουσαν, ἐῤῥίφθη εἰς τὸν δίφρον, καὶ δοῦσα δρόμον εἰς τὴν ὀργήν της, ἐξέμεσε τὰ ἐξ ἁμάξης κατὰ τοῦ συζύγου της. Πρὸ πολλοῦ, ἔλεγεν, ἔπρεπε νὰ μαντεύσω ἀπὸ τοὺς τρόπους καὶ τὰ ἰδιώματά σου τὴν βάναυσόν σου καταγωγήν. Οἱ ῥόζοι δὲ, τοὺς ὁποίους εἶχες ἀκόμη εἰς τὰς χεῖρας, ὅταν σὲ ὑπανδρεύθην, ἐμαρτύρουν τρανώτατα τὸ πρῶτόν σου ἐργόχειρον. Ἄ! ἐγὼ ἡ ἀνόητος· πόσον ἠπατήθην ἑλκυσθεῖσα ἀπὸ τὴν ἀπατηλὴν μορφήν σου! Ἰδοὺ διατὶ δὲν μὲ τιμοῦν κατ' ἀξίαν, καὶ τολμοῦν νὰ μὲ ἐπιπλήξουν διὰ τὴν ἡλικίαν μου! Ἀλλὰ τοιαύτας ὕβρεις δὲν ὑποφέρω πλέον. Θὰ σὲ χωρίσω! Δὲν καταδέχομαι νὰ ᾖμαι σύζυγος ἀνδρὸς, ὅστις κατήντησε τὸ ἀντικείμενον τῆς χλεύης καὶ τῶν σαρκασμῶν. - Ἐλθὲ εἰς τὸν ἑαυτόν σου γυναῖκα! τὴν ἔλεγεν ὁ Χαμαιλεωνίδης. Δὲν ἀρκεῖ ἡ θλίψις μου, ἀλλὰ τὴν αὐξάνεις μὲ τοὺς ψυχρούς σου λόγους. Δὲν παρατηρεῖς ποῦ ἔφθασε σήμερον ἡ αὐθάδεια τοῦ συφερτώδους ὄχλου; Ποῖον φείδονται, ἢ ποῖον σέβονται πλέον αὐτοὶ οἱ δημοκράται; Μὲ ἐπιπλήττεις διὰ τὴν καταγωγήν μου, πιστεύουσα εἰς τοὺς λόγους ἀδολέσχου τινός; ἀλλ' ἔστω καὶ νὰ μὴ κατάγωμαι ἀπὸ πολὺ λαμπρὸν γένος. Ἐκτὸς δέκα, ἢ εἴκοσι ἀτόμων, οἱ λοιποὶ τῶν ἐν τοῖς πράγμασι, τὶ ἦτον πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως; Δὲν ἤμην πάντοτε μετρημένος ἄνθρωπος, ἀφοῦ σὲ ἐνυμφεύθην; Δὲν ἔφθασα τέλος πάντων νὰ γίνω Ὑπουργὸς; Τὶ περισσοτέραν δόξαν ζητεῖς; - Τὶ μὲ ὠφελεῖ νὰ μὲ λέγουν Ὑπουργῖναν καὶ νὰ μὴ διακρίνωμαι ἀπὸ τὴν ἀρχιτεκτονίδα. Καλῄτερον νὰ ἤσουν Σούμπασης εἰς τὴν Τουρκίαν, παρὰ Μινίστρος τῆς Ἑλλάδος· διότι τότε ἤθελαν μᾶς τιμοῦν καὶ μᾶς σέβονται περισσότερον, καὶ ὄχι νὰ τολμοῦν νὰ μᾶς ἐξυβρίζουν, χωρὶς νὰ δυνάμεθα νὰ τοὺς ἐκδικηθῶμεν. Τοὐλάχιστον ἐὰν ὡφελούσουν χρηματικῶς ἀπὸ τὴν θέσιν σου, ὑπομονή. Αὐτὰ τὰ ἴδια καλλωπίσματα, τὰ ὁποῖα μὲ ἠγόρασες, χρεωστοῦνται ἀκόμη, καὶ ἅμα σὲ παύσουν, θὰ τὰ λάβουν ὀπίσω οἱ ἔμποροι, ἢ θὰ πωλήσουν τὰ ὑποστατικά μου διὰ νὰ πληρωθοῦν. - Τὰ ὑποστατικά σου εἶναι ἐδικά μου. - Πῶς; θὰ μὲ διαφιλονεικήσῃς καὶ τὴν κληρονομίαν τοῦ θείου μου; - Ἡ γυναῖκα δὲν ἠμπορεῖ νὰ κληρονομήσῃ χωρὶς τὴν ἄδειαν τοῦ ἀνδρός της, καὶ ὅσα ἔχει εἶναι ἐδικά του κατὰ τοὺς νόμους μας. - Ἐγὼ κρίνομαι μαζῇ σου μὲ τοὺς τουρκικοὺς νόμους. Ἔχω πρὸ πάντων θυγατέρα ἐδικήν μου, ἥτις θὰ κληρονομήσῃ τὰ μητροπατρικά της κτήματα. - Σὲ παραχωρῶ τέλος πάντων τὸ ἥμισυ, ἀλλ' ἀπαιτῶ νὰ μὲ κάμῃς πωλητήριον· διὸτι σὲ προδίδω τίνι τρόπῳ τὰ ἐκληρονόμησες, καὶ τότε τὰ χάνεις ὅλως διόλου. - Μὲ τὴν συμβουλήν σου τὸ ἔκαμα. - Λοιπὸν ἀνήκει εἰς ἐμὲ τὸ ἥμισυ. - Δὲν σὲ δίδω τίποτε. - Τὰ πωλῶ χωρὶς νὰ θέλῃς. - Εἶσαι ἀνόητος, Κύριε σφυροκόπε ἀγωγιάτα. - Εἶσαι διὰ τὸν Κουδουνᾶν, ἀρχόντισσα Ἀγώγια. - Πῶς! τολμᾷς ἀκόμη νὰ μὲ ὑβρίσῃς; λέγει, καὶ ἐκσφενδονίζει κατ' αὐτοῦ τὸ σακκούλιόν της. Ὁ Χαμαιλεωνίδης ὀργίζεται τότε καὶ αὐτὸς μὲ τὰ σωστά του, καὶ ῥίπτει κατ' αὐτῆς ἓν προσκεφάλαιον. Ἀφοῦ δὲ ἀκροβολίσθησαν μὲ διάφορα ἄλλα σκεύη, ἦλθαν εἰς χεῖρας, καὶ ἡ σύζυγος νικηθεῖσα, κατέφυγεν εἰς τὰς φωνὰς, αἱ ὁποίαι μᾶς κατεθορύβησαν καὶ ἐτρέξαμεν νὰ ἴδωμεν τὶ συνέβαινεν. Ὅταν εἰσήλθομεν εἰς τὴν αἴθουσαν, εὕρομεν τὴν μὲν Αἰκατερίναν λειποθυμισμένην, καὶ πλησίον της ἀρκετὴν ποσότητα μαλλίων, ἐκριζωθέντων ἀπὸ τὴν κεφαλήν της· τὸν δὲ Χαμαιλεωνίδην, περιπατοῦντα μὲ βίαια βήματα ἀπὸ τοὺς πόνους τοῦ αἱματοσταγοῦς δακτύλου του, τὸ ὁποῖον παρ' ὀλίγον νὰ κόψῃ ἡ σύζυγός του μὲ τοὺς ὀδόντας της. Ἡ Σεβαστὴ εἰς τὴν θέαν ταύτην ἔπεσε μὲ τρομεροὺς σπασμούς. Ἡ Εὐφροσύνη ἔκλαιεν, ἡ Πηνελόπη ἐξεκαρδίζετο, τὰ κυνάρια τῆς χήρας ἐγαύγιζαν, καὶ ἡ Χαρίκλεια μὲ τὴν Ξανθὴν μόναι ἔτρεχαν, πότε εἰς τὴν μητέρα πότε εἰς τὴν θυγατέρα, διὰ ν' ἀνακαλέσουν τὰς αἰσθήσεις των, τὸ ὁποῖον ἐπὶ τέλους κατωρθώθη. Ὁ θυμὸς τῆς Αἰκατερίνης κατεπραΰνθει ὀλίγον· ὁ Χαμαιλεωνίδης ὑπεσχέθη νὰ τιμωρήσῃ τοὺς αὐθάδεις καὶ νὰ μὴ τὴν ἀναφέρῃ πλέον περὶ κτημάτων· ἡ Ξανθὴ ἐσύναξε τὰ συντριφθέντα ὑαλία, ἔβαλεν εἰς τάξιν τὰ ἔπιπλα καὶ τῆς Κυρίας τὴν κόμην· ἡ Εὐφροσύνη ἐπέθεσε κατάπλασμα εἰς τὸν δάκτυλον τοῦ πατρός της, καὶ τοιουτοτρόπως ἡ εἰρήνη ἀπεκατεστάθη εἰς τὴν οἰκίαν.