ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Καρύδης Σοφοκλής

Η κοινωνία των Αθηνών (απόσπασμα)

Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ.

[…]

Τὴν ἀνὰ χεῖρας Κωμῳδίαν ἔγραψα κατὰ τὸ παρελθὸν θέρος ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν χάριν τῶν ἠθοποιῶν, ὅπως διδάξωσιν αὐτὴν ἀπὸ τῆς σκηνῆς τὴν ἡμέραν τῆς ἐκκυβεύσεως τοῦ Λαχείου τῶν Φιλαρχαίων, εἰς ὃ περιστρέφεται αὕτη, διακωμῳδοῦσα τὸ ἄστατον καὶ κοῦφον τῆς Κοινωνίας. Ὁ σκοπὸς οὗτος ἐματαιώθη τότε καὶ ἡ Κωμῳδία ἐτέθη ἐπὶ σκηνῆς ἀργότερα, τὸ φθινόπωρον, ἐν τῷ ὑπὸ τὴν διεύθυνσίν μου Ἑλληνικῷ Θεάτρῳ.

Καὶ ἡ Κωμῳδία αὕτη καὶ αἱ διδαχθεῖσαι δύω ἄλλαι, «ὁ Κούτρας» καὶ «ὁ Μικρομέγας», ἔργα μου ἐπίσης, ἔτυχον ἐνθουσιώδους παρὰ τοῦ φιλοκάλου κοινοῦ ὑποδοχῆς καὶ συῤῥοὴ ἀπέβαινε κατὰ τὴν ἐπανάληψιν μεγαλῃτέρα. Ἀλλ' ὅσῳ καὶ ἂν ὑπῆρξε κολακευτικὴ δι' ἐμὲ ἡ συγκατάβασις αὕτη, εἰς τὰ ὄμματα ἐμοῦ ἡ προκειμένη Κωμῳδία ἐπαρουσίασεν ἀπὸ τῆς σκηνῆς ἐλλείψεις τινὰς, αἵτινες διαλανθάνουν εἰς τὴν ἁπλῆν ἀνάγνωσιν καὶ μόνη ἡ σκηνὴ τὰς καθιστᾷ καταφανεῖς πρὸς βελτίωσιν τοῦ ἔργου. Ἐὰν δὲν ἦτον ἐκτετυπωμένη ἡ Κωμῳδία, ὅτε ἐδιδάχθη, ἤθελεν εἶσθαι ἤδη ἀνεσκευασμένη ἐν πολλοῖς καὶ ὁ ἀναγνώστης θὰ εὕρισκεν αὐτὴν τεχνικωτέραν. Τοῦτο θὰ γίνῃ πλέον εἰς τὴν δευτέραν ἔκδοσιν, ἣν θέλω ἐπιχειρίσει μετ' οὐ πολὺ, ἕνεκα τῆς πληθύος τῶν συνδρομητῶν, δι' οὓς δὲν ἐπαρκοῦν τὰ τῆς πρώτης ταύτης ἐκδόσεως ἀντίτυπα.

Μετὰ τὴν ἐξήγησιν ταύτην πιστεύω νὰ φανῇ ἐπιεικέστερος ὁ ἀναγνώστης, τοσούτῳ μᾶλλον, καθόσον τὸ ἔργον μου τοῦτο ὑπῆρξε τὸ πρῶτον, ὅπερ ἐτέθη ἐπὶ σκηνῆς, καὶ μ' ἐχρησίμευσεν ὡς ὁδηγὸς εἰς πολλὰ, τὰ ὁποῖα οὐδεὶς ἄλλος διδάσκει, ὅσον ἡ σκηνὴ αὐτή. Διὰ τοῦτο, φρονῶ, τὸ στεφθὲν ἐν τῷ ποιητικῷ διαγωνισμῷ Δρᾶμά μου, «Τὰ τέκνα τοῦ Δοξαπατρῆ», ὡς μεταγενέστερον, ὑπῆρξε τελειότερον.

Ἐνταῦθα ἔπρεπεν ἴσως νὰ διαπραγματευθῶ περὶ Ἑλληνικοῦ Θεάτρου καὶ ἠθοποιῶν, μεθ' ὅσα ὡς Διευθυντὴν αὐτοῦ μ' ἐδίδαξεν ἡ πεῖρα, διὰ νὰ ἐξηγήσω, διατί δὲν στερεοῦται, οὔτε θὰ στερεωθῇ ἐπὶ ἔτη Ἐθνικὸν ἐν Ἀθήναις Θέατρον. Ἐπειδὴ ὅμως ἀπαιτεῖται διὰ τὸ τοιοῦτο ἐκτενὴς πραγματεία, ἐπιφυλάττομαι νὰ προτάξω τὰ εἰκότα ἐν ἄλλῳ δραματικῷ μου ἔργῳ. Ἤδη ἂς ἀρκεσθῇ ὁ ἀναγνώστης εἰς μόνην τὴν διακωμῴδησιν τῶν ἐλαττωμάτων τῆς Κοινωνίας, τὰ ὁποῖα εἶνε πηγὴ ἀνεξάντλητος Κωμῳδιῶν καὶ οὐχὶ Κωμῳδίας.

Σ.Κ.Κ.

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ.

ΧΡΥΣΟΧΕΡΗΣ.
ΜΠΕΡΟΥΚΑΣ,Φαναριώτης.
ΡΑΛΛΟΥ,σύζυγος τοῦ Μπερούκα.
ΕΛΕΝΙΤΣΑ,θυγάτηρ τοῦ Μπερούκα.
ΑΣΠΑΣΙΑ,φίλη τῆς Ἑλενίτσας.
ΓΑΛΟΝΗΣ,Λοχαγὸς, ἐπίδοξος μνηστὴρ τῆς Ἑλενίτσας.
ΑΛΑΤΗΣ,
ΠΙΠΕΡΗΣ,ἐρασταὶ τῆς Ἑλενίτσας.
ΛΟΥΛΟΥΔΗΣ,ἐραστὴς τῆς Ῥαλλοῦς. (Ἄφωνον πρόσωπον).
ΔΩΡΟΘΕΑ,θεία τοῦ Χρυσοχέρη.
ΖΕΥΓΑΡΩ,προξενήτρια.
ΒΕΛΟΝΗΣ,ἐμποροῤῥάπτης.
ΚΑΛΑΠΟΔΗΣ,ὑποδηματοποιός.
ΠΗΡΟΥΝΗΣ,ξενοδόχος.
ΚΑΡΑΜΕΛΑΣ,ζαχαροπλάστης.
ΡΗΓΑΣ,χαρτοπαίκτης.
ΚΑΛΥΒΑΣ,οἰκοδεσπότης τοῦ Χρυσοχέρη.
ΦΟΥΡΤΟΥΝΗΣ,ὑπηρέτης τοῦ Χρυσοχέρη.
ΠΑΝΤΙΕΡΑΣ,ὑπηρέτης τοῦ Μπερούκα.
ΣΥΡΕΓΚΕΛΑΣ,ὑπηρέτης τοῦ Πρωθυπουργοῦ.
ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ,κλητὴρ δικαστικός.

ΑΜΑΞΗΛΑΤΗΣ, ΤΡΑΜΠΟΥΚΟΣ, ΜΑΓΚΑΙ, ΠΑΙΔΕΣ καὶ ΑΛΛΟΙ.

 

Ἡ Σκηνὴ ἐν Ἀθήναις.

ΠΡΑΞΙΣ ΤΕΤΑΡΤΗ.

Ξενοδοχεῖον τοῦ Πηρούνη.

 

ΣΚΗΝΗ Α΄.

ΒΕΛΟΝΗΣ, ΠΗΡΟΥΝΗΣ, ΚΑΡΑΜΕΛΑΣ, ΚΑΛΑΠΟΔΗΣ, ΡΗΓΑΣ, ΚΑΛΥΒΑΣ.

Αἴθουσα τοῦ ξενοδοχείου, ὅπου περιπατοῦν τὰ τῆς σκηνῆς πρόσωπα ἐν στολῇ συνδιαλεγόμενα· ἐνδότερον ἀκούεται μουσική.

ΒΕΛΟΝ. - Τί νὰ σᾶς εἴπω, φίλοι μου!. ἐγὼ ἐντράπην νὰ μείνω μέσα!. Δὲν ἴδατε τί κόσμος ἦλθεν; ὅλον τὸ Φανάρι! ὅλον τὸ ἄνθος τῶν Κυριῶν καὶ αἱ νεάνιδες τῆς πρωτευούσης!

ΡΗΓ. - Φαναριώτικος γάμος γίνεται καὶ ἦτο δυνατὸν νὰ μὴν ἦνε τόσος ἐκλεκτὸς κόσμος; Καὶ ἐγὼ, σᾶς βεβαιῶ, ἐντράπην νὰ μείνω μέσα, διότι δὲν ἔβλεπα παρὰ 'μάτια μὲ γυαλιὰ καὶ βελάδας, εἰς δὲ τὴν ἄλλην αἴθουσαν νὰ λάμπουν καὶ ν' ἀκτινοβολοῦν ἐνδεδυμέναι ντεκολτὲ ὅλαι αἱ καλλοναὶ τῶν Ἀθηνῶν!… Ὁποία πολυτέλεια καὶ ματαιότης εἰς αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους!

ΚΑΡΑΜ. - Ἀλλὰ πῶς ἦλθον οἱ καλεσμένοι τῆς νύμφης καὶ αὐτὴ ἔμεινεν ὀπίσω;

ΠΗΡΟΥΝ. - Δὲν ἐμάθατε τί συνέβη; Ἐνῷ ἤρχετο ἐφ' ἁμάξης ἡ νύμφη, τῆς ἔπεσεν ἐκ τοῦ δακτύλου της ἓν πολύτιμον δακτυλίδιον, ὁ ἀῤῥαβών της, καὶ ἠναγκάσθησαν νὰ σταματήσουν, αἱ δὲ ἄλλα ἅμαξαι ἐπροχώρησαν καὶ ἦλθον μὲ τοὺς προσκεκλημένους.

ΚΑΛΑΠ. - Τὸ ἀῤῥαβῶνα ἔπεσε; κακὸ πρᾶμμα εἶνε!.

ΚΑΛΥΒ. - Κακὸ καὶ μαῦρο, ἀφένταις!. Ἔτσι ἔπεσε καὶ τῆς ἀδερφῆς μου 'ς τὸ γάμο της, κι' ἀπάνω 'ς τὸ χρόνο, κι' ὁ ἄνδρας της 'πέθανε κι' ὁ γάϊδαρός του 'ψόφησε!..

ΚΑΡΑΜ. - Ἀφῆτε αὐτὰ τὰ παλῃόλογα!. Ἄμποτε νὰ ἤμεθα καὶ ἡμεῖς εὐτυχεῖς, ὅσον θὰ ἦνε καὶ οἱ νεόνυμφοι…

ΒΕΛΟΝ. - Ἀλλὰ δὲν ἐφάνη οὔτε ὁ γαμβρὸς ἐδῶ ἀκόμη, διὰ νὰ ὑποδεχθῇ κάτω τὴν νύμφην!

ΠΗΡΟΥΝ. - Δὲν τὸ καταλαμβάνετε; Θὰ ἐπῆγεν ἀπὸ τοῦ πενθεροῦ, διὰ νὰ ἔλθουν ὅλοι μαζῆ. Θὰ ἐκάθητο ὁ γαμβρὸς νὰ περιμένῃ ἐδῶ τὴν νύμφην; Οὔτ' ἐφάνη διόλου… Αὐτὰ ἔχουν οἱ νειόγαμβροι…

Παρουσιάζονται οἱ ὑπηρέται προσφέροντες διάφορα γλυκίσματα καὶ ποτά.

ΚΑΛΥΒ. - (λαμβάνων ποτήριον μὲ βυσινάδαν)· Εἶνε ῥετσινάτο μαῦρο ἢ σαντορινιό; (Χαιρετᾷ)· Νὰ ζήσουνε!.. νὰ γεράσουνε!.. καὶ μὲ καλὰ τέκνα!.. (πίνει καὶ ἀποσύρει εὐθὺς τὸ ποτήριον μετ' ἀποστροφῆς)· Οὔφ!. Μωρὲ, αὐτὸ εἶνε νερόπλυμα κι' ὄχι κρασί!.. Στάσου νὰ πάρω μιὰ κουταλιὰ γλυκό… (ἀφίνει τὸ ποτήριον καὶ λαμβάνει εἰς χεῖρας ἓν παγωτὸν μὲ τὸ κουταλάκι του, ὁ δὲ ὑπηρέτης ἀπομακρύνεται ἤδη, προσφέρων καὶ εἰς ἄλλους οὓς βλέπει μετ' ἀπορίας ὁ Καλύβας νὰ γεύεται ἕκαστος ἀπὸ ἓν παγωτόν). Μὰ ὅλο θὰ τὸ φάμε ὁ καθένας κι' ὄχι ἀπό μιὰ κουταλιά; Δὲν εἶνε χωριατιά; Ἐγὼ θὰ φάγω μιὰ κουταλιὰ μεγάλη μοναχά… (ἀναπηδῶν αἴφνης)· Πᾶ, πᾶ, πᾶ, πᾶ, πᾶ, πᾶ!. Μωρὲ, αὐτὸ εἶνε πάγος!.. Τί διάβολο γλυκὸ εἶν' αὐτό;.. μοῦ 'πέσανε τὰ 'δόντια!.. Ἔλα πάρ' το ἀπὸ 'δῶ! Γιὰ 'δὲς τί 'φέρανε νὰ προσφέρουνε 'ςὲ τέτοιο σημαντικὸ γάμο!. Ποὖν' τὰ κουφέτα σας; Αὐτὰ φιλεύουνε 'ς τοὺς γάμους;..

ΚΑΡΑΜ. (γελώντων ὅλων)· - Φαίνεται, δὲν ἐτύχατε ἄλλοτε εἰς γάμον ἐπίσημον, Κύριε Καλύβα…

ΚΑΛΥΒ. (ἀποτόμως)· - Ἐγὼ δὲν ἔτυχα 'ςὲ γάμους; Τοὺς γάμους ποῦ εἶδα 'γὼ, δὲν τοὺς εἶδες ἐσὺ οὔτε 'ς τὸν ὕπνο σου… γάμους, ποῦ νὰ παίζουνε τέσσερες ζυγιαῖς νταούλια… Γι' ἀνίδωτο μ' ἐπῆρες, ἔ;…

ΚΑΛΑΠ. (πλησιάζων)· - Μίο κάρο…

ΚΑΛΥΒ. (στρέφων τὴν ῥάχιν)· - 'Ξεφορτώσου με καὶ σὺ μὲ τό κάρο σου!. Δὲ θέλω κουβένταις μὲ κἀνέναν ἀπὸ σᾶς… Ἂς 'ποῦμε τίποτ' ἄλλο… (Πρὸς τοὺς ἄλλους γελῶν)· Τί κουτὸς ποῦ 'φάνηκα, ἀφένταις, τὸ μεσημέρι!. Ἐθάῤῥεψα ὅτι πῶς ὁ ἀφέντης μας πέρνει φαναρτζῆ κόρη… Μὰ δὲν κατάγουνται ἀπὸ φαναρτζίδες οἱ Φαναριῶταις;

ΡΗΓ. - Ἁμάξας ἀκούω!. οἱ μελλόνυμφοι θὰ ἔρχωνται!.. Τί τυχηρὸς ἄνθρωπος αὐτὸς ὁ Χρυσοχέρης!.. Σᾶς βεβαιῶ, δικαίως θὰ τὸ ζηλεύσουν πολλοὶ, καὶ μάλιστα, ὅσοι ἔφαγαν τὴν χυλόπηταν…

ΚΑΡΑΜ. - Ἀλλ' εἶνε καὶ καλὸς ἄνθρωπος· καὶ μάλιστα τίμιος καὶ δημοτικός…

ΡΗΓ. - Αὐτὸ μὴν τὸ λέγῃς, διότι, τώρα ποῦ γίνεται καὶ αὐτὸς Φαναριώτης, θὰ μᾶς βλέπῃ αὔριον μὲ ἡμίκλειστα 'μάτια καὶ θὰ κάμνῃ ὅτι δὲν μᾶς γνωρίζει..

ΠΗΡΟΥΝ. - Αὐτὸ ἐγὼ δὲν τὸ πιστεύω!..

ΡΗΓ. - Ὄχι ὅτι θὰ τὸ θέλῃ… ἄπαγε! ἀλλὰ θ' ἀναγκασθῇ νὰ συμμορφωθῇ καὶ αὐτὸς μὲ τὰ ἤθη τῶν Φαναριωτῶν… Μήπως ἦνε κοντόφθαλμοι οἱ Φαναριῶται, ὅταν ἡμικλείουν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ κάμνουν ὅτι δὲν σὲ γνωρίζουν; Τὸ κάμνουν, διὰ νὰ διακρίνωνται ὡς Φαναριῶται, ὡς εὐγενεῖς καὶ ποστέλνικοι· εἰς ἄλλα ὅμως πράγματα εἶνε πολλάκις τυφλοὶ καὶ ἀόμματοι… Φοβοῦμαι τὸν φίλον μας Κύριον Χρυσοχέρην, διότι ἡ λέπρα αὐτὴ εἶνε κολλητική…

ΡΗΓ. - Δὲν παρετηρήσατε ὅτι, καὶ ὅσοι σχετίζονται μὲ τοὺς ἀνθρώπους τούτους, φαναριωτίζουν; Ἡ φάρα αὐτὴ ἐμεγάλυνε τὸν κύκλον της, διότι συμπεριέλαβεν εἰς τοὺς κόλπους της καὶ πολλοὺς ἐκ τῶν ἡμετέρων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν σφόδρα δημοκράται καὶ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ, πρὶν σχετισθῶσι μὲ αὐτοὺς, καὶ σήμερον ἀποκαλοῦσι τὸν λαὸν ὄχλον!.

ΒΕΛΟΝ. - Ἐγὼ, ὅστις δουλεύω πολλοὺς ἐξ αὐτῶν, τοὺς γνωρίζω καλλίτερα παντὸς ἄλλου, κ' ἔτσ' εἶνε, ὅπως λέγει ὁ Κύριος Ῥήγας… Αἱ παροιμίαι εἶνε πάντοτε ἀληθεῖς.. Ὅποιος καθήσῃ μὲ στραβὸ, τὸ ταχὺ ἀλλοιθωρίζει…

ΚΑΛΑΠ. (βλέπων πρὸς τὴν θύραν)· - Κάποιο ἔρκεται!

ΟΛΟΙ ΟΜΟΥ. (στρέφοντες)· - Ὁ γαμβρὸς θὰ ἦνε!..

 

ΣΚΗΝΗ Β΄.

ΟΙ ΑΥΤΟΙ, ΦΟΥΡΤΟΥΝΗΣ.

ΚΑΛΥΒ. (βλέπων τὸν Φουρτούνην)· - Ὁ ἀφέντης ὁ Φουρτούνης!.

ΚΑΛΑΠ. - Τὰ ἦρτε τὸ γαμπρό!

ΠΗΡΟΥΝ. (πλησιάζων τὸν Φουρτούνην, ἐνῷ οἱ ἄλλοι ἀποροῦν διότι δὲν φέρει τὰ νέα ἐνδύματα)· - Ποῦ εἶνε ὁ ἀφέντης;

ΦΟΥΡΤ. - Ἔχετέ με, βρ' ἀδερφὲ, παραιτημένονε, κι' ὅποιος θέλει τὸν Χρυσοχέρη, ἂς 'πάγῃ νὰ τὸν εὕρῃ!..

ΒΕΛΟΝ. - Τί ἔπαθεν αὐτὸς μὲ τὸν ἀφέντην του!. Κ' ἐπῆγεν ὁ ἀνόητος νὰ τὰ χαλάσῃ τὴν ἡμέραν τῶν γάμων του!..

ΚΑΡΑΜ. Τίς οἶδε διὰ ποίαν αἰτίαν θὰ τὸν ἐδίωξε…

ΡΗΓ. - Δὲν τὸ πιστεύω!. (Πρὸς τὸν Φουρτούνην)· Κύριε Φουρτούνη!. ἤλθατε μὲ τὸν ἀφέντην σας;

ΦΟΥΡΤ. (περιπατῶν ὠργισμένος)· - Ἀφέντη ἐγὼ δὲν ἔχω πιὰ 'ς τὸ κεφάλι μου!. Ἐγὼ ἦρθα νὰ 'δῶ τὴ νύφη καὶ νὰ τὴν κλάψω μὲ τὸν ἄνδρα ποῦ 'διάλεξε νὰ πάρῃ!. Ποῦ εἶνε ὁ πεθερός; δὲν ἦρθε ἀκόμα; Θέλω νὰ τὸν 'δῶ, γιὰ νὰ τοῦ 'πῶ τί γαμπρὸ 'πῆγε νὰ κάμῃ…

ΚΑΛΥΒ. (πλησιάζων)· - Βρὲ σκυλί! τὸν ἀφέντη σου 'βρίζεις ἔτσι;

ΦΟΥΡΤ. - Ἂς ἔρθῃ ὁ τσελεπῆ Μπερούκας, καὶ βλέπετε…

ΡΗΓ. (πλησιάζων καὶ λαμβάνων αὐτόν ἀπὸ τὸ οὖς)· - Ἄκουσ' ἐδῶ!. Κύτταξε καλὰ, νὰ μὴ φέρῃς κᾀμμίαν ἀνησυχίαν εἰς τὸν γάμον, διότι θὰ σοῦ πληρώσω μὲ τὸν τόκον των, ὅσα μοῦ ἔκαμες τὸ πρωΐ!..

ΦΟΥΡΤ. (μὲ θυμόν)· Γιὰ μὴν τραβᾷς ἔτσι, γιατί τώρα βάζω ταῖς φωναῖς καὶ σᾶς φέρνω ὅλους ἄνου κάτου!.. (Ἀποσπώμενος)· Κουτοὶ ποῦ εἶσθε ὅλοι σας!

ΚΑΛΥΒ. - Νὰ τὸν διώξουμε μὲ ταῖς κλωτσιαῖς ἀπὸ 'δῶ!. (Πρὸς τὸν Φουρτούνην)· Θαῤῥεῖς πῶς ἀλησμόνησα τὴν κλωτσιὰ ποῦ μοὔδωκες τὸ πρωΐ;. Κακομοίρη! κακομοίρη!.

ΦΟΥΡΤ. (περιπατῶν)· - Ἐγὼ δὲν ἔχω ὁμιλίαις μὲ σᾶς!. Ἐγὼ προσμένω τὸν πεθερό…

ΠΗΡΟΥΝ. (πλησιάζων)· - Ἠξεύρεις ὅτι θὰ μὲ κάμῃς νὰ σοῦ φορέσω κἀνένα τέντζερην εἰς τὸ κεφάλι, ὅπως μοῦ κατέβασες ἐσὺ τὸ πρωῒ τὸ καπέλλον, καὶ νὰ σὲ καταβάσω κάτω μουντζουρωμένον; Νὰ 'ξεκουμπισθῇς νὰ φύγῃς ἀμέσως ἀπ' ἐδῶ!..

ΚΑΛΥΒ. (ἐκ τῆς θύρας μεγαλοφώνως)· - Ἡ νύφη ἀνεβαίνει!. ἡ νύφη, ὁ πεθερὸς κ' ἡ πεθερά!

ΚΑΡΑΜ. (τρομάξας)· - Περίδρομος μὲ τὴ φωνή σου, διαβόλου κρασοκανάτα!

ΒΕΛΟΝ. (κρατῶν τὸν Φουρτούνην)· - Κύτταξε καλὰ, νὰ μὴ 'βγάλῃς γρῦ ἀπὸ τὸ στόμα σου, νὰ μὴν κάμῃς κὶχ, διότι, μὰ τὸν παιδευμὸν ὁποῦ μοῦ ἔκαμες τὸ μεσημέρι, θὰ σοῦ κόψω τόσα σουρτοῦκα 'ς τὴν ῥάχιν σου, ὅσα δὲν ἐφόρεσες εἰς ὅλην σου τὴν ζωήν!

Τάττονται ὅλοι ἔνθεν καὶ ἔνθεν τῆς θύρας διὰ νὰ διέλθῃ ἡ νύμφη καὶ οἱ γονεῖς της.

 

ΣΚΗΝΗ Γ΄.

ΟΙ ΑΥΤΟΙ, ΕΛΕΝΙΤΣΑ, ΜΠΕΡΟΥΚΑΣ, ΡΑΛΛΟΥ.

Διέρχονται τῆς αἰθούσης χαιρετώμενοι καὶ χαιρετῶντες, ἡ νύμφη στηριζομένη ἐπὶ τοῦ βραχίονος τοῦ πατρός της, καὶ ὄπισθεν αὐτῶν ἡ μήτηρ της, καὶ διευθύνονται εἰς τὴν ἀπέναντι αἴθουσαν, τοῦ Καλύβα κλίνοντος τὴν κεφαλὴν, ὡς εὐλογουμένου.

ΒΕΛΟΝ. (καθ' ἑαυτὸν, διερχομένης τῆς νύμφης)· - Ὁποία ὡραιότης! ὁποία χάρις καὶ μεγαλοπρέπεια!..

ΡΗΓ. (βλέπων τὴν νύμφην μὲ λοξὸν βλέμμα)· - Μὰ τὸν θεὸν τοῦ χαρτοπαιγνίου, ἂν ἠμπόρουν νὰ τοῦ κερδήσω ἀπόψε εἰς τὰ χαρτιὰ ὅλην του τὴν περιουσίαν, θὰ μετεχειριζόμην πᾶν μέσον, νὰ τὸν κάμω νὰ παίξῃ καὶ τὴν γυναῖκά του! Δὲν εἶδες τί ἐξαισία καλλονὴ εἶνε; (Τρίβει τὰς χεῖράς του). Ἂν θέλῃ ὁ ῥήγας καρό!.

ΚΑΛΥΒ. (κλίνων καὶ αὖθις τὴν κελαφλὴν ταπεινῶς ἐνώπιον τοῦ ἐπιστρέφοντος Μπερούκα)· - Νὰ ζήσουνε, ἀφέντη!.. νὰ τοὺς χαίρεσαι, καὶ νὰ πιάσῃς κ' ἐγγόνια, 'σὰν τὸ συχωρεμένον τὸν πατέρα μου!

ΜΠΕΡ. (πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνησύχως)· - Ὁ γαμβρὸς ποῦ εἶνε, παρακαλῶ;

ΦΟΥΡΤ. (προβαίνων καὶ κρατούμενος παρὰ τῶν ἄλλων)· - Δὲ θἄρθῃ, τσελεπῆ, καὶ τοῦ κάκου τὸν προσμένετε!

ΠΗΡΟΥΝ. (προχωρῶν)· - Καλὲ, ἀφῆτε τὸν τρελλὸν, τσελεπῆ!.. Τὰ ἔχει μὲ τὸν ἀφέντην του, διότι τὸν ἐδίωξε!.

ΦΟΥΡΤ. (κρατούμενος)· - Ἐγὼ ἔφυγα, ὄχι αὐτὸς μ' ἔδιωξε! Τέτοιον ἄνθρωπο ἐπήγατε νὰ κάνετε… (τοῦ κλείουν τὸ στόμα).

ΚΑΛΥΒ. (ἐκ τῆς θύρας μεγαλοφώνως)· - Φέρνουνε τὰ στέφανα ἀπὸ τοῦ γαμπροῦ!

 

ΣΚΗΝΗ Δ΄.

ΒΕΛΟΝΗΣ, ΠΗΡΟΥΝΗΣ, ΚΑΡΑΜΕΛΑΣ, ΚΑΛΑΠΟΔΗΣ, ΡΗΓΑΣ, ΚΑΛΥΒΑΣ, ΦΟΥΡΤΟΥΝΗΣ, ΜΠΕΡΟΥΚΑΣ, ΠΑΙΔΕΣ.

Εἰσέρχονται οἱ παῖδες μὲ τὰ στέφανα ἐπὶ δίσκου καὶ τὰ λοιπὰ τῆς τελετῆς καὶ τὰ ἐναποθέτουν ἐπὶ πολυτελοῦς τραπέζης ἐν μέσῳ τῆς αἰθούσης.

ΜΠΕΡ. (πρὸς τοὺς παῖδας)· - Ἀλλ' ὁ γαμβρὸς ποῦ εἶνε;

ΕΙΣ ΠΑΙΣ. - Ἐμποδίσθη, ἀφέντη, κομμάτι, διότι ἔστειλε διὰ τοὺς ἱερεῖς… Ἀλλ' ὅπου καὶ ἂν ἦνε, θὰ φθάσῃ…

ΚΑΡΑΜ. (πρὸς τὸν Φουρτούνην)· - Νὰ σοῦ δώσω τώρα μιὰ κατακεφαλιὰ, κατεργάρη, ποῦ ἦλθες ἐδῶ νὰ μᾶς φέρῃς μὲ τὰ ψεύματά σου ἄνω κάτω;

ΦΟΥΡΤ. - Να μ' ἀφῆστε νὰ 'μιλήσω τοῦ τσελεπῆ… Θὰ τὸ μετανοῆστε ὅλοι σας!…

ΜΠΕΡ. - Ὁ γαμβρὸς ἔπρεπε νὰ ἦν' ἐδῶ!. Πρέπει νὰ τὸν μηνύσωμεν νὰ ἐπισπεύσῃ…

ΚΑΛΥΒ. (ἐκ τῆς θύρας καὶ πάλιν μεγαλοφώνως)· - Ἔρχεται κι' ὁ παπᾶς!. ἀνεβαίνει!. Σωπᾶτε κ' ἐσωθήκανε τὰ ψέμματα!.

 

ΣΚΗΝΗ Ε΄.

ΟΙ ΑΥΤΟΙ, ΙΕΡΕΥΣ.

Εἰσέρχεται ὁ ἱερεὺς, τοῦ ὁποίου γονυκλιτῶν ἀσπάζεται τὴν χεῖρα πρῶτος ὁ Καλύβας, κατόπιν δὲ καὶ οἱ ἄλλοι, οὓς εὐλογεῖ, καὶ ἔρχεται πλησίον τῆς τραπέζης, ὅπου ἐτέθησαν τὰ στέφανα.

ΚΑΛΥΒ. (ἐκ τῆς θύρας μεγαλοφώνως)· - Ἀνεβαίνει καὶ κάποιος ἄλλος!.. θἆνε ὁ γαμπρός!.. Τὴ νύφη!.. φέρτε τὴ νύφη!..

ΠΗΡΟΥΝ. (πρὸς τὸν Μπερούκαν)· - Βλέπετε, ὅτι ἀνησυχήσατε ἀδίκως; Νὰ ἔλθῃ ἡ νύμφη τέλος πάντων καὶ νὰ ὁρίσουν καὶ οἱ προσκεκλημένοι, διὰ νὰ γίνουν τὰ στεφανώματα. (Συνοδεύει τὸν Μπερούκαν, διὰ νὰ φέρουν τὴν νύμφην).

ΚΑΛΥΒ. (ἐκ τῆς θύρας μὲ φωνὴν δειλήν)· - Λάθος ἔκαμα!.. δὲν ἦταν ὁ γαμπρός!

ΦΟΥΡΤ. - Ὅντας σᾶς τὸ λέγω ἐγὼ, ἐσεῖς δὲν ἀκοῦτε!. Ὁ γαμπρὸς σᾶς ἄφησε 'γειὰ καὶ κρῖμα 'ς τὸ λοῦσο ποῦ 'κάνατε ὅλοι σας!

ΡΗΓ. (πλησιάζων αὐτόν)· - Θὰ σιωπήσῃς;

ΚΑΛΑΠ. - Σώπα, μίο κάρο, πιά!. ντὲν ἔκει γκοῦστο!.

 

ΣΚΗΝΗ ΣΤ΄.

ΟΙ ΑΥΤΟΙ, ΕΛΕΝΙΤΣΑ, ΡΑΛΛΟΥ.

Φέρουν τὴν νύμφην ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ δεξιὰ τοῦ ἱερέως, τοῦ ὁποίου ἀσπάζεται τὴν χεῖρα.

ΜΠΕΡ. (ἔκπληκτος)· - Ἀλλ' ὁ γαμβρὸς ποῦ εἶνε;

ΦΟΥΡΤ. (κρατούμενος)· - Ἀφῆστέ με, σᾶς εἶπα! γιατί δὲ 'μπορῶ νὰ σωπάσω περσότερο!.. (Πρὸς τὸν Μπερούκαν)· Τσελεπῆ! τοῦ κάκου καρτερεῖτε τὸν ἀφέντη μου!

ΚΑΛΑΠ. - Τὰ τὸ ἦρτε κόλπο ἀπὸ τὸ καρά του!

ΠΗΡΟΥΝ. - Πολὺ πιθανόν!. Ὢ τὸν δυστυχῆ!

ΚΑΛΑΠ. - Τὸ πόβερο τὸ Κρυσοκέρη!

ΚΑΡΑΜ. - Τὸν ταλαίπωρον!

ΒΕΛΟΝ. - Τὸν καϋμένον!

ΡΗΓ. - Ἀπέμεινε νεκρός;

ΚΑΛΥΒ. (κλαίων)· - Ἐπέθανε; Ὢ, κακὸ ποῦ μᾶς ηὗρε!. Ἀφέντη μου! ἀφεντάκη μου! ἐγὼ ἦρθα νὰ φάγω τὰ κουφέτα τοῦ γάμου σου, καὶ θὰ φάγω τώρα τὰ κόλυβά σου; (κλαίει). Δὲ σᾶς εἶπα 'γὼ, ὅντας εἴπατε πῶς ἐχάθ' ἡ ἀῤῥεβῶνα, πῶς ἔτσι ἔγινε καὶ 'ς τὸ γάμο τῆς ἀδερφῆς μου κ' ἐπέθανε ὁ γαμπρὸς κ' ἐψόφησε καὶ τὸ γαϊδοῦρί τους; (κλαίει).

ΦΟΥΡΤ. (προχωρῶν)· - Μὴν κλαῖτε ἄδικα τὸν ἀφέντη μου, γιατί δὲν πέθανε!. Ἀφῆτέ με νὰ 'μιλήσω 'ς τὸν τσελεπῆ!.. (Πρὸς τὸν Μπερούκαν)· Τσελεπῆ! τί νὰ σᾶς 'πῶ!.. δὲ μ' ἀφίνανε τόση ὥρα! Τ' ἤθελες νὰ κάνῃς ἕναν τέτοιο γαμπρό!..

ΜΠΕΡ. (σκοτοδινιῶν)· - Λέγε… διότι… τί ἐννοεῖς;

Ἡ νύμφη καὶ ἡ μήτηρ ἀτενίζουν ἔκπληκτοι τὸν Φουρτούνην, οἱ δὲ λοιποὶ μένουν κεχῃνότες.

ΦΟΥΡΤ. - Ὁρίστε, διαβᾶστε αὐτὸ τὸ γράμμα ποῦ μοὔδωκε νὰ σᾶς φέρω, καὶ θὰ καταλάβετε ὅλα τὰ πάντα…

ΜΠΕΡ. (κατάπληκτος)· - Ἐπιστολὴν ἀντὶ τοὺ ἰδίου!. (Τὴν ἀποσφραγίζει τρέμων καὶ προσπαθεῖ νὰ τὴν ἀναγνώσῃ)· Δὲν βλέπω!.. Ἂς τὴν ἀναγνώσῃ ἄλλος!

ΡΗΓ. - Δίδετε τὴν ἄδειαν εἰς ἐμέ;… (Τὴν λαμβάνει). Αὐτὴ πρέπει νὰ ἐνδιαφέρῃ ὅλους μας!. (Τὴν ἀναγινώσκει κεχῃνότων πάντων).

Κύριε Μπερούκα!

Διὰ τῆς παρούσης μου σπεύδω νὰ σᾶς ἀναγγείλω ἐγκαίρως, πρῶτον ὅτι δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ κερδήσας σήμερον τὸν πρῶτον ἀριθμὸν τοῦ Λαχείου τῶν Φιλαρχαίων, οὔτε γνωρίζω τίς ἐκέρδησεν.

Ἡ διαδοθεῖσα φήμη, ἦτο στρατήγημά μου, διὰ νὰ μάθῃ ὁ κόσμος, πόσον κοῦφος καὶ ἰδιοτελὴς εἶνε ἡ κοινωνία τῶν Ἀθηνῶν, σπεύδουσα νὰ προσφέρῃ δουλικὰς τιμὰς ὅπου βλέπει τὴν λάμψιν τοῦ χρυσίου, καὶ περιφρονοῦσα τὴν ἀρετὴν καὶ τιμιότητα, διότι εἶνε περιβεβλημένη τὰ ῥάκη τῆς δυστυχίας.

Εἰς ἣν ἀπάτην ὑπέπεσαν οἱ ἄλλοι, ὑπεπέσατε καὶ ὑμεῖς, καὶ διὰ μόνην τὴν ψευδῆ ταύτην εὐτυχίαν καὶ δόξαν ἐσπεύσατε, σεῖς καὶ ἡ θυγάτηρ σας, νὰ ζητήσητε τὴν χεῖρά μου. Πόσα πράγματα, βλέπετε, κατορθόνει ὁ πλοῦτος!

Ἠδυνάμην, ἀντὶ νὰ σᾶς γράφω αὐτὴν τὴν ὥραν, νὰ ἦμαι νυμφίος, σύζυγος ὡραίας καὶ πολυφέρνου νέας, καὶ νὰ μὴ ἦμαι καὶ αὔριον, ὡς χθὲς, πτωχὸς, ἀλλὰ πλούσιος καὶ εὐτυχὴς, μεθ' ὃ ἡ σημερινὴ ἀπάτη μου θὰ ἐθεωρεῖτο ὡς πνευματωδεστάτου ἀνθρώπου στρατήγημα. Ἀλλ' ὡς τίμιος ἄνθρωπος, δὲν ἠθέλησα νὰ σᾶς δολιευθῶ καὶ νὰ λάβω διὰ τῆς ἀπάτης σύζυγον, ἧς ἡ μόνη ἀξία εἶνε ὁ πλοῦτος.

Ὅταν ὑμεῖς θ' ἀναγινώσκητε ὠχρὸς τὴν παροῦσάν μου, ἐγὼ θὰ ἦμαι μακρὰν ὑμῶν, ἀλλὰ τὸ πνεῦμα μου θὰ ἀγάλλεται, ὅτι ἐτιμώρησα πρεπόντως τὴν κενοδοξίαν τῶν νεανίδων, καὶ τὴν κουφότητα τῆς κοινωνίας, πρὸς σωφρονισμὸν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐξηχρειώθησαν ἐντελῶς.

Τελευταῖον, ἀποχαιρετῶν ὑμᾶς, σᾶς εὔχομαι, ὡς καὶ εἰς τοὺς προσκεκλημένους πάντας, ὕπνον ἐλαφρόν.

ΧΡΥΣΟΧΕΡΗΣ.

ΕΛΕΝ. (πίπτουσα μετὰ βαθὺν στεναγμὸν ἐπὶ τοῦ βραχίονος τοῦ ἱερέως καὶ καλύπτουσα τὸ πρόσωπόν της). - Oh! Mon père, mon père!

ΡΑΛ. (θωπεύουσα αὐτὴν ἔντρομος)· - Δομνίτσα μου!. κόρη μου!

Ὁ Μπερούκας μένει ὡς ἠλίθιος.

ΠΗΡΟΥΝ. - Καλὰ μᾶς τὰ ἔλεγεν ὁ καϋμένος ὁ Φουρτούνης καὶ ἡμεῖς τὸν ἀπεπέρναμεν!. Ὢ, τὸν μπιρμπάντην!

ΦΟΥΡΤ. (προβαίνων ζωηρῶς)· - Καλὰ βέβαια!. μὰ ἐσεῖς δὲ μ' ἀφίνατε ν' ἀνοίξω τὸ στόμα μου!. (Τρέχει καὶ φέρνει ἓν ποτήριον ὕδατος εἰς τὴν Ἑλενίτσαν).

ΚΑΡΑΜ. - Ὢ, τὸν ἄτιμον!

ΚΑΛΑΠ. - Ὢ, τὸν κανάγια!

ΒΕΛΟΝ. - Ὢ, τὸν οὐτιδανόν!

ΡΗΓ. - Ὢ, τὸν βλάκα!

ΚΑΛΥΒ. - Γιά! γιὰ 'δὲς τί μᾶς ἔπαιξε ὁ γάϊδαρος!

Τρέχουν ἄνω κάτω, κτυπῶντες τὰς παλάμας των, θορυβοῦντες καὶ κάμνοντες διαφόρους κινήσεις.

ΒΕΛΟΝ. - Ἂχ, σουρτουκάκια μου καὶ πανταλονάκια μου!

ΚΑΛΑΠ. - Ὢχ, παπουτσάκια μου!

ΚΑΡΑΜ. - Ἂχ, παγωτά μου καὶ λεμονάδες μου!

ΠΗΡΟΥΝ. - Ἂχ, φαγητά μου πολυέξοδα!

ΡΗΓ. - Ἂχ, χρηματάκια μου!

ΚΑΛΥΒ. - Ἂχ, γαϊδουράκι μου, ποῦ 'πῆγα κ' ἐπλέρωσα γιὰ νὰ σὲ σελλώσω!.

ΟΛΟΙ ΟΜΟΥ. - Νὰ τρέξωμεν εὐθὺς, εἰς τὴν Ἀστυνομίαν, εἰς τὴν Ἀρχὴν, εἰς τὴν Εἰσαγγελίαν, εἰς τὸ Φρουραρχεῖον, εἰς τὴν Δημαρχίαν, εἰς τὴν Νομαρχίαν, εἰς τὴν Σύνοδον, εἰς τὸ Ὑπουργεῖον, παντοῦ διὰ τὸν μπιρμπάντην!

Ὁρμοῦν νὰ ἐξέλθουν ἐν θορύβῳ καὶ ὁπισθοδρομοῦν ἄφωνοι, εἰσερχομένου τοῦ Γαλόνη.

 

ΣΚΗΝΗ Ζ΄.

ΟΙ ΑΥΤΟΙ, ΓΑΛΟΝΗΣ.

ΓΑΛΟΝ. - Κύριοι! σᾶς παρακαλῶ νὰ μὴ ἀναχωρήσῃ κανείς σας!. (Προχωρῶν πρὸς τὸν Μπερούκαν)· Κύριε Μπερούκα!.

ΜΠΕΡ. (ἀνακύπτων ὡς ἐκ ληθάργου)· - Φίλε μου!.. υἱέ μου!… ὁ Θεὸς, φαίνεται, σὲ ἀπέστειλε!.. Mon très cher ami, ἐξηπατήθημεν καὶ ἐνεπαίχθημεν παρ' ἑνὸς οὐτιδανοῦ, ἐνῷ σὺ ἦσο le prédestiné époux τῆς δομνίτσας μου!. Ἐλθὲ, τέκνον μου! ἐλθὲ νὰ λάβῃς τὴν θέσιν τοῦ γαμβροῦ, διὰ νὰ σᾶς εὐλογήσῃ ὁ ἱερεύς!..

ΓΑΛΟΝ. - Φίλε Κύριε Μπερούκα! Αὐτὴ εἶνε καλοκαγαθία ἐδική σας, ἡ ὁποία μὲ περιποιεῖ τιμήν… Ἀλλ' ἐρωτήσατε καὶ τὴν νύμφην;

ΜΠΕΡ. - Πῶς! καὶ ἀμφιβάλλετε ὅτι σᾶς θέλει καὶ σᾶς προτιμᾷ παντὸς ἄλλου; (Πρὸς τὴν Ἑλενίτσαν, ἥτις μόλις ἀνακύψασα καὶ ἰδοῦσα τὸν Γαλόνην, κρύπτει πάλιν τὸ πρόσωπόν της, στηριζομένην εἰς τὸν βραχίονα τοῦ ἱερέως)· Δομνίτσα!.

ΡΑΛΛ. (θωπεύουσα αὐτήν)· - Δομνίτσα μου! τὸν θέλεις διὰ σύζυγον ce charmant monsieur Galoni?

ΕΛΕΝ. (μὲ κεκαλυμμένον πρόσωπον καὶ κεκομμένην φωνήν)· Τὸν θέλω..

ΓΑΛΟΝ. - Ὢ, Κυρία μου!. μὲ θέλετε τώρα, καὶ σᾶς εὐχαριστῶ διὰ τὴν τιμήν… Γνωρίζω τὰ πάντα, Κυρία, ἀλλὰ βεβαιωθῆτε ὅτι ἡ σύζυγος ἣν θὰ λάβῃ ὁ λοχαγὸς Γαλόνης, πρέπει νὰ ἦνε πολὺ ἁγνοτέρα ἀπὸ τὴν λάμψιν τοῦ ξίφους του… Ἔξω εἶνε οἱ ἄλλοι δέκα γνωστοὶ φίλοι σας. Ἂν θέλητε, τοὺς φωνάζομεν καὶ τοῦς ἐρωτᾶτε, τίς ἐξ αὐτῶν εὐαρεστεῖται νὰ δεχθῇ τὴν χεῖρά σας.

ΕΛΕΝ. (ἀνακύπτουσα μὲ κεκαλυμμένον διὰ τῆς μιᾶς χειρὸς πρόσωπον, καὶ διὰ τῆς ἄλλης ἁρπάζουσα τὴν χεῖρα τῆς μητρός της)· - Oh mon Dieu! Mon Dieu! νὰ φύγωμεν μῆτέρ μου!.

ΡΑΛ. - Νὰ φύγωμεν, ἀκριβή μου!.. (Φεύγουν ἐκ τῆς πλησίον θύρας, ἀκολουθοῦντος τοῦ Μπερούκα μὲ τὰς χεῖρας εἰς τὸ πρόσωπον).

ΓΑΛΟΝ. - Κύριε Πηρούνη! Νὰ μὴ ἀναχωρήσῃ ἡ μουσική· καὶ ὅσα φαγητὰ ἔχεις ἑτοιμάσει, νὰ στρωθοῦν εἰς μίαν τράπεζαν, διότι θὰ διασκεδάσωμεν ἀπόψε εἰς τὸ ξενοδοχεῖόν σου οἱ ἐρασταὶ τῆς Κυρίας Ἑλενίτσας. Τὰ ἔξοδα ὅλα, ὡς καὶ τὰ τοῦ Κυρίου Καραμέλα, θὰ σᾶς τὰ πληρώσω ἐγώ. (Πρὸς τοὺς ἄλλους)· Σεῖς, Κύριοι, ἠμπορεῖτε νὰ ἔλθητε αὔριον εἰς τὴν οἰκίαν μου καὶ νὰ λάβητε ὀπίσω σῶα, ἀνέπαφα καὶ ἀνελλειπῆ, ὅσα πράγματα ἐπήγετε σήμερον εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Κυρίου Χρυσοχέρη.

ΟΛΟΙ ΟΜΟΥ. - Ζήτω ὁ Κύριος Γαλόνης!. Ζήτω ὁ Κύριος Χρυσοχέρης!

ΡΗΓ. - Ἀμμ' ἐγὼ, ὁ ὁποῖος τὸν ἐδάνεισα σήμερον δεκαπέντε χιλιάδας δραχμὰς, ἀπὸ ποῖον θὰ τὰς λάβω;

ΓΑΛΟΝ. - (μὲ θυμόν)· - Εἶσαι ψεύστης! Δέκα μόνον χιλιάδας δραχμὰς τὸν ἔδωκες, καὶ θὰ ἔλθῃς καὶ σὺ νὰ τὰς λάβῃς ἀπὸ ἐμὲ αὔριον. (Πρὸς τὸν Πηρούνην)· Ἑτοίμασον τὰ τῆς τραπέζης ἀμέσως, καὶ εἰπὲ εἰς τὴν μουσικὴν νὰ παίξῃ τὸ ᾆσμα· «Ἔχε ὑγείαν!»

ΟΛΟΙ ΟΜΟΥ. (χαιρετῶντες τὸν Γαλόνην καὶ ἀπερχόμενοι)· - Ζήτω ὁ Κύριος Γαλόνης!. Ζήτω ὁ εὐγενὴς Χρυσοχέρης!

Τελευταῖος ἐξέρχεται ὁ Γαλόνης, στρέφων καὶ ἀποχαιρετῶν διὰ τῆς χειρὸς τὸν ἱερέα. Ὁ Φουρτούνης σπεύδει ἤδη καὶ ἀσφαλίζει ἔσωθεν τὰς θύρας, ὁ δὲ ἱερεὺς προχωρεῖ, καὶ ἀφαιρῶν τὸ καλυμμαύχιον ἐκ τῆς κεφαλῆς, τὰ πλαστὰ γένεια, τὰ ὁποῖα ἐφόρει καὶ τὸν ἱερατικὸν μανδύαν, ἀνακαλύπτεται ὅτι εἶνε ὁ Χρυσοχέρης.

ΧΡΥΣΟΧ. (βλέπων πέριξ αὑτοῦ καὶ προχωρῶν)· - Τὸ ἔργον μου ἐξετελέσθη τέλος πάντων… καὶ ἐξετελέσθη ἐνώπιον τῶν ἰδίων μου ὀφθαλμῶν!.. (Ὁ Φουρτούνης, λαβὼν τὰ ἱερατικὰ ἐνδύματα, ἀκούει ἔξω θόρυβον καὶ, πλησιάζων εἰς τὴν θύραν, παρατηρεῖ ἐκ τῆς ὀπῆς, θέτει ὕστερον τὸ οὖς, καὶ μετά τινας τοιαύτας ἐξετάσεις, ἐξέρχεται ἐκ τῆς ἄλλης θύρας χωρὶς νὰ τὸν ἴδῃ ὁ Χρυσοχέρης). Εἶδα τὴν κοινωνίαν καὶ πάλιν ἄστατον καὶ κοῦφον, ἐξαγριωθεῖσαν κατ' ἐμοῦ εἰς τὴν ἀποκάλυψιν τῆς ἀπάτης, καὶ πάλιν ταπεινωθεῖσαν ἐνώπιον τῶν λόγων τοῦ Κυρίου Γαλόνη! Δυστυχὴς ὁ πλούσιος, ὅστις καταντήσει πτωχὸς, καὶ δυστυχὴς ὁ πτωχὸς ὅστις ζῇ εἰς κοινωνίαν ἰδιοτελῆ καὶ ἄσπλαγχνον! Τὸ στρατήγημά μου θὰ ἦνε αὔριον τὸ θέμα τῆς ἡμέρας εἰς τὰ στόματα ὅλων, καὶ ἡ κοινωνία θὰ διασκεδάζῃ, ὡς ἐν θεάτρῳ, μὲ τὰ ἐλαττώματά της, ἀντὶ νὰ διδαχθῇ ἐξ ὅσων ἔπραξα καὶ νὰ κατασταθῇ σωφρονεστέρα… Αἱ δὲ νεάνιδες καὶ αἱ μητέρες θέλουν κατηγορεῖ τὴν παθοῦσαν, ἐνῷ εἰς τὸ πρόσωπον αὐτῆς θὰ βλέπουν τὰ ἴδιά των ἐλαττώματα!.. Ὠφεληθῆτε τοὐλάχιστον σεῖς οἱ ποιηταὶ καὶ συντάξατε Κωμῳδίας, ἐκ τῆς ἀφορμῆς ἣν σᾶς ἔδωκα, καὶ διασκεδάσατε τὴν κοινωνίαν μὲ τὰ ἴδιά της ἐλαττώματα!. Ἐγὼ ἀπέρχομαι πλέον εἰς κοινωνίαν ἄλλην, ὅπου ἴσως εὕρω νὰ τιμοῦν περισσότερον τὴν ἀρετὴν ἀπὸ τὸ χρυσίον. (Στρέφων πέριξ καὶ μὴ βλέπων τὸν ὑπηρέτην του)· Πῶς! τί ἔγινεν ὁ ὑπηρέτης μου!.. Ἔλαβε τὰ φορέματα καὶ ἀπῆλθε!. Μὲ ἠπάτησε λοιπὸν καὶ αὐτὸς, ὁ μόνος τίμιος ἄνθρωπος, ὃν ἐγνώρισα;

ΦΟΥΡΤ. (ἐπιστρέφων, ἀφ' ἧς ἐξῆλθε θύρας, ἐν σπουδῇ καὶ βίᾳ)· - Ἀφέντη!. γιὰ 'πές μου, ἔχεις κἀνέναν θεῖο πολὺ πλούσιο καὶ ἄκληρο 'ς τὴ Βλαχιά;

ΧΡΥΣΟΧ. - Ναὶ, ἔχω.. διατί;

ΦΟΥΡΤ. - Ζωὴ 'ςὲ λόγου σου, ἀφέντη!.. σοῦ ἄφησε χρόνους!.. (Τρέχων ἀνοίγει τὴν πρώτην θύραν καὶ εἰσέρχεται μελανοφόρος τις γυνή)· Ὁρίστε, Κυρία!.. Ἰδοὺ ὁ ἀνηψιός σας.

 

ΣΚΗΝΗ Η΄.

ΧΡΥΣΟΧΕΡΗΣ, ΦΟΥΡΤΟΥΝΗΣ, ΔΩΡΟΘΕΑ, εἶτα ΠΗΡΟΥΝΗΣ.

ΔΩΡΟΘ. (ῥιπτομένη εἰς τὰς ἀγκάλας του)· - Ἀνεψιέ μου!

ΧΡΥΣΟΧ. (ἐν ἐκπλήξει καὶ συγκινήσει)· - Θεία μου!..

ΔΩΡΟΘ. - Οἴμοι! ὁ θεῖός σου καὶ σύζυγός μου ἀπεβίωσε, καὶ ἀποθνήσκων ἄφησε κληρονόμον τῆς κολοσσαίας περιουσίας του, ὡς ἄκληρος, σὲ καὶ ἐμέ. Ἀπὸ τῆς στιγμῆς ταύτης σὲ υἱοθετῶ καὶ ἔστω ἡ περιουσία του ὅλη ἐδική σου, διὰ νὰ ζήσω πλησίον σου. Αὐτὴν τὴν ὥραν ἦλθε τὸ ἀτμόπλοιον, καὶ μὲ ὡδήγησαν εἰς τὸ ξενοδοχεῖον αὐτὸ, ὅπου ἔμαθον περὶ σοῦ… Λάβε ἤδη, ἀνεψιέ μου, καὶ τὰ ἔγγραφα τῆς διαθήκης καὶ παράλαβε αὔριον εἰς μετρητὰ ἐκ τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης ὅλην τὴν περιουσίαν. (Ἐνῷ τῷ ἐγχειρίζει τὰ ἔγγραφα, τῆς πίπτει ἓν χαρτίον κάτω, τὸ ὁποῖον κύπτει καὶ λαμβάνει ὁ Χρυσοχέρης, ὅπως τὸ ἀποδώσῃ εἰς τὴν Κυρίαν). Αὐτὸ τὸ χαρτὶ εἶνε, υἱέ μου, εἷς ἀριθμὸς τοῦ Λαχείου τῶν Φιλαρχαίων, τὸν ὁποῖον εἶχα ἀγοράσει ἐκεῖ εἰς τὴν Βλαχίαν, καὶ ἔμαθον χθὲς εἰς Σῦρον ὅτι ἡ ἐκκύβευσίς του ἐπρόκειτο νὰ γίνῃ σήμερον.

ΧΡΥΣΟΧ. (παρατηρῶν αὐτό)· - Οὐρανέ! 41,851! ὁ πρῶτος κερδήσας ἀριθμὸς, αὐτὸς ὅστις μ' ἐβοήθησε νὰ δείξω ποῖον θεὸν προσκυνεῖ ὡς ἀληθινὸν ἡ κοινωνία!

ΔΩΡΟΘ. (ἐν χαρᾷ)· - Εἶνε ὁ κερδήσας; Σὲ χαρίζω, υἱέ μου, τὸ κέρδος αὐτοῦ ὡς αἴσιον τοῦ μέλλοντος οἰωνόν.

ΧΡΥΣΟΧ. (προσφέρων τὸ γραμμάτιον εἰς τὸν Φουρτούνην)· - Τὸ χαρίζω καὶ ἐγὼ εἰς τοῦτον τὸν πιστὸν καὶ τίμιον ὑπηρέτην, ὅστις τῷ ἀξίζει νὰ γίνῃ εὐτυχὴς καὶ πλούσιος. (Πρὸς τὸν Φουρτούνην)· Τώρα δύνασαι νὰ φορέσῃς τὰ ὡραῖα ἐκεῖνα ἐνδύματα καὶ νὰ ἦσαι διὰ παντὸς γαλάντης.

ΦΟΥΡΤ. (ἐν ἐκπλήξει καὶ χαρᾷ)· - Ἀφέντη!.. ἐμένα!. ἐγώ!. 'ς ἐμένα χαρίζεις ἕνα τέτοιο βιός!.. Θὰ μοῦ φύγῃ ὁ νοῦς μου!..

ΧΡΥΣΟΧ. - Εἰς σὲ, διὰ τὴν ἀρετὴν καὶ τιμιότητά σου. (Πρὸς τὸν Πηρούνην παρουσιαζόμενον)· Σεῖς δὲ, Κύριε Πηρούνη, ἑτοιμάσατε τὰ ἀναγκαῖα δωμάτια δι' ἐμὲ, τὴν θείαν μου Κυρίαν Δωροθέαν, καὶ τὸν Φουρτούνην. (Ὑψῶν τοὺς ὀφθαλμούς)· Ὕψιστε Θεέ!. Σὲ εὐχαριστῶ, διότι δὲν ἠθέλησες νὰ μὲ ἀφήσῃς δυστυχῆ μέχρι τέλους!.. (Πρὸς τὴν Δωροθέαν)· Εἰς σᾶς δὲ, θεία μου, θέλω ἀφιερώσει ὅσην ἀγάπην καὶ σέβας ἔτρεφα πρὸς τὸν καλὸν θεῖόν μου.

ΦΟΥΡΤ. (παρατηρῶν τὸ γραμμάτιον)· - Θὰ τρελλαθῶ!. θὰ τρελλαθῶ ἀπὸ τὴ χαρά μου!.. Ἐγὼ, ὁ φτωχὸς ὁ Φουρτούνης, πλούσιος διὰ μιᾶς καὶ μὲ τόσαις χιλιάδες δραχμαῖς;.. Δοξασμένο νὰ ἦνε τ' ὄνομά σου, Παναγία μου! Τώρα, οὔτ' ἐγὼ δὲν τὴν πέρνω τὴ Φαναριώτισσα!. Μακρυὰ ἀπὸ τ' ἀρχοντόσπιτα!. Παποῦτσ' ἀπὸ τὸν τόπο σου κι' ἂς ἦν' καὶ 'μπαλωμένο… Ζήτω ὁ ἀφέντης μου! Ζήτω τὸ Λαχεῖο τῶν Φιλαρχαίων!.. Ζήτω κι' ὁ πεθαμένος ὁ θεῖός μας!.. (πετᾷ ὑψηλὰ τὸν πῖλόν του ἐν μέθῃ χαρᾶς καὶ πίπτει ἡ σκηνή).

 

ΣΚΗΝΗ Θ΄.

ΜΠΕΡΟΥΚΑΣ, ΡΑΛΛΟΥ, ΕΛΕΝΙΤΣΑ, ΑΜΑΞΗΛΑΤΗΣ.

Πρὸ τῆς αὐλαίας, ἐνῷ οἱ ἐν τῷ θεάτρῳ θὰ ζητοῦν, κατὰ τὸ σύνηθες, ν' ἀρθῇ τὸ παραπέτασμα.

ΑΜΑΞ. (προβαίνων, ἐν μέσῳ σκότους, μὲ φανάριον εἰς χεῖρας ἐκ τῆς γωνίας τοῦ προσκηνίου, ὡς ὁδηγὸς, πρὸς τὴν ἄλλην γωνίαν)· - Ἀπὸ 'δῶ, ἀφεντικά!. ἀπὸ 'δῶ δὲ μᾶς βλέπει κἀνένας.. τραβᾶτε.. Ἡ ἅμαξα εἶνε ἕτοιμη καὶ κλειστὴ, καὶ θὰ σᾶς 'πάγω 'ςὲ δυὼ λεπτὰ 'ς τ' ἀρχοντικό σας.

ΜΠΕΡ. (προτάττων τὴν κεφαλήν του ἐκ τῆς γωνίας, μὴ φαινομένων ἔτι τῶν ἄλλων)· - Δὲν εἶνε ἄνθρωποι αὐτοὶ ποῦ βλέπω;

ΑΜΑΞ. - Ὄχι, τσελεπῆ!. ἔτσι σοῦ φαίνεται.

Διέρχονται ἔμπροσθεν τοῦ προσκηνίου προπορευομένου τοῦ ἁμαξηλάτου, ὁ Μπερούκας, ἡ Ἑλενίτσα καὶ ἡ Ῥαλλοῦ, κεκαλυμμένοι ὅλοι καὶ ἐν σιγῇ, καὶ φθάνουν εἰς τὴν ἀπέναντι γωνίαν, ὅπου φαίνεται ὅτι εἰσέρχονται εἰς ἅμαξαν, ἀκούεται ὁ κτύπος μαστιγίου καὶ συγχρόνως ὁ κρότος φευγούσης ἁμάξης.

 

ΣΚΗΝΗ Ι΄.

ΓΑΛΟΝΗΣ, ΑΛΑΤΗΣ, ΠΙΠΕΡΗΣ, ΟΚΤΩ ΑΛΛΟΙ, εἶτα ΦΟΥΡΤΟΥΝΗΣ.

Αἴρεται αἴφνης τὸ παραπέτασμα, καὶ φαίνονται ἐν τῇ σκηνῇ κύκλῳ τραπέζης, καὶ παιανιζούσης τῆς μουσικῆς, εὐθυμοῦντες δέκα νέοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων διακρίνονται τὰ ἐν τῇ σκηνῇ ταύτῃ πρόσωπα.

ΓΑΛΟΝ. (ἐγειρόμενος μὲ τὸ ποτήριον εἰς χεῖρας)· - Εἰς ὑγείαν τοῦ Κυρίου Χρυσοχέρη! ἐβίβα του!.

ΑΛΑΤ. καὶ ΠΙΠΕΡ. (ἐγειρόμενοι ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ κρούοντες μετὰ τοῦ Γαλόνη τὰ ποτήρια)· - Εἰς ὑγείαν του!. εἰς ὑγείαν του!.

ΟΛΟΙ ΟΜΟΥ. (κρούοντες τὰ ποτήρια)· - Ἐβίβα τοῦ Κυρίου Χρυσοχέρη!..

ΦΟΥΡΤ. (παρουσιαζόμενος αἰφνιδίως καὶ παράφορος ἐκ χαρᾶς)· - Ἐβίβα τοῦ ἀφέντη μου! ἐβίβα!. Ἐβίβα κ' ἡ καινούρια του κληρονομιά!..

ΓΑΛΟΝ. - Κληρονομία!. τί τρέχει;

ΦΟΥΡΤ. (τρέχων ἄνω κάτω)· - Χρυσάφι τρέχει τῆς Βλαχιᾶς!.. κληρονομιὰ μᾶς ἦρθε ἀπὸ τὴ Βλαχιά!.. ὁ θειός του 'πέθανε 'ς τὴ Βλαχιά!.. ἡ θειά του ἦρθε ἀπὸ τὴ Βλαχιά!. ἐπῆρε τὸ μπουλιέτο 'ς τὴ Βλαχιά!.. μᾶς τὸ ἤφερ' ἀπὸ τὴ Βλαχιά!.. μοῦ τὸ 'χαρίσανε γιὰ τὴ Βλαχιά!.. καὶ φεύγουμε γιὰ τὴ Βλαχιά!.. γιὰ τὴ Βλαχιὰ, γιὰ τὴ Βλαχιὰ, νὰ 'πανδρευθῶ καὶ 'ς τὴ Βλαχιὰ, μὲ μιὰ μικροῦλα καὶ παχειά!

ΟΛΟΙ ΟΜΟΥ. (κρούοντες τὰ ποτήρια)· - Ἐβίβα τοῦ Κυρίου Φουρτούνη! ἐβίβα του!

ΦΟΥΡΤ. -Σᾶς εὐχαριστῶ, Κύριοι! σᾶς εὐχαριστῶ! κ' ὕστερ' ἀπὸ πέντε δέκα 'μέραις σᾶς δίνω κ' ἐγὼ τραπέζι 'ς τὴν ἐξοχὴ π' ἀνθοῦνε ᾑ καλλίτεραις πορτοκαλιαῖς τοῦ κόσμου!

ΓΑΛΟΝ. - Δηλαδὴ ποῦ;

ΦΟΥΡΤ. (ἐκβάλλων καὶ ἀνυψῶν τὸν πῖλόν του)· - 'Σ τὴ ζηλεμμένη Κρήτη!..

ΟΛΟΙ ΟΜΟΥ - Ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ!.. Ζήτω ἡ Κρήτη!.