ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Καμπούρογλου, Δημήτριος

Η ΝΕΡΑΪΔΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ
(απόσπασμα)

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

ΠΡΑΞΙΣ Α'

ΠρόσωπαΟι πρώτοι εκτελεσταί
Μιχαήλ, Άρχων Αθηναίος και Δημογέρων ετών 30Διονύσιος Ταβουλάρης
Αλέξανδρος, πατέρας του, ετών 70Σπυρίδων Ταβουλάρης
Όρσα, μητέρα του, ηλικιωμένη και αυτήΣοφία Δ. Ταβουλάρη
Καρυά (Η Νεράιδα του Κάστερου)Μ. Κωνσταντινοπούλου
Μαξούτ, Ο αράπης του Βόιβοδα ΑθηνώνΕ. Παντόπουλος

Η ΝΕΡΑΪΔΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ

ΠΡΑΞΙΣ Α'

Εἶναι νύχτα βαθειὰ καὶ κατασκότεινη.

Ὅλοι κοιμοῦνται. Ὁ Μιχαήλ ἀγρυπνεῖ. Ὁ πόνος γιὰ τὸν τόπο του διώχνει τὸν ὕπνο ἀπ' τὰ βλέφαρά του. Μαῦροι λογισμοὶ τοῦ σφίγγουν τὴν καρδιά. Κἄποια μεγάλην ἀπόφασι εἶναι ἀνάγκη νὰ πάρῃ. Δὲν ξεχνάει πὼς εἶναι Ἀρχοντόπουλο καὶ Δημογέροντας τῆς Ἀθήνας. Στέκεται ὁλόρθος κυττάζοντας πρὸς τὰ ἔξω, κοντὰ σ' ἕνα παραθύρι τοῦ μεγάλου δωματίου τοῦ σπιτιοῦ του − τοῦ ξενῶνα.

Κάθε τόσο ἀστράφτει καὶ τότες, ἀπὸ τὰ δυὸ παράθυρα ποὺ βλέπουν κατὰ τὴν Ἀκρόπολι, φαίνεται αὐτὴ καὶ πάλι χάνεται.

Ὁ Μιχαὴλ φορεῖ τὴ φορεσιὰ τῆς ἡμέρας ἐξὸν ἀπ' τὸ μαῦρο ἐπανωφόρι του, ποὺ εἶναι τὸ γνώρισμα τῆς Δημογεροντίας, καὶ τὸ Ἀρχοντικό του καλπάκι.

Αὐτὰ εἶναι ῥιγμένα παράμερα, ἀπάνω σ' ἕνα Βενετσάνικο κάθισμα.

Στὴ μέση τοῦ δωματίου εἶναι ἕνα τραπέζι στρογγυλὸ μὲ μάρμαρο μαῦρο. Ἀπάνω σ' αὐτὸ βρίσκεται ἕνα ψηλὸ τρίφωτο λυχνάρι ἀναμμένο, ἕνα παλαιὸ βιβλίο κ' ἕνα μεγάλο ῥολόϊ τῆς τσέπης ἐκείνου τοῦ καιροῦ. Κοντὰ στὸ τραπέζι εἶναι μιὰ ἄλλη καρέκλα Βενετσάνικη.

Ἕνα μακρὺ ντιβάνι πιάνει ὅλη τὴ γραμμὴ τοῦ τοίχου. Δίπλα του εἶναι ἕνα μεγάλο τζάκι. Κοντὰ σ' αὐτὸ μιὰ πόρτα ποὺ φέρνει στὸ δωμάτιο τοῦ Μιχαήλ. Στὸν ἀντικρυνὸ τοῖχο μιὰ ἄλλη πόρτα, ποὺ φέρνει στὸ δωμάτιο τῶν γερόντων − τοῦ πατέρα καὶ τῆς μητέρας του.

Μιχαήλ. − Ὁ οὐρανὸς ἀστράφτει ὁλοένα καὶ φωτίζει τὴ χώρα σὲ διπλὸ βυθισμένη σκοτάδι. Κι' ἂν τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι τὸ σκορπίσῃ ὁ ἥλιος, ποὺ τὴν αὐγὴ λαμποκοπῶντας θὰ προβάλῃ, τὸ δικό σου τὸ σκοτάδι, σκλαβιά, ποιός ἥλιος θὰν τὸ σκορπίσῃ;! Δυστυχισμένη Ἀθήνα καὶ δυστυχισμένος ἐκεῖνος, ποὺ μπορεῖ νὰ διαβάζῃ στὰ χαλάσματά σου ἀπάνω, τὴ μεγάλη σου δόξα, τὴ μεγάλη σου συμφορά. Ἐρείπια εἶνα τὰ μνημεῖά σου, ἐρείπια εἶναι κ' οἱ ἄνθρωποί σου…

Γιὰ ποιὰ νὰ πρωτοκλάψω; Γιὰ σᾶς ῥαγιάδες, ποὺ ὁ Πασᾶς ἀχόρταστος, χυμάει κάθε τόσο ἀπ' τὴν Ἔγριπο καὶ σᾶς ῥημάζει, ἢ γιὰ σᾶς μάρμαρα, ποὺ ὁ Φράγκος ἀναίσθητος, πληρώνει ὁλοένα καὶ σᾶς ἁρπάζει; (Κάνει λίγα βήματα καὶ πάλι πλησιάζει στὸ παράθυρο). Τὴν ὥρ' αὐτή, ποὺ βάρβαρες φωνὲς δὲ χτυποῦν τὸν ὡραῖον αἰθέρα, μέσα ςτὸν ὕπνο σου, μέσα ςτὸ λήθαργό σου, ὦ ἀγαπημένη μου γῆ, θαρρῶ πὼς ἀκούω τοῦ πόνου σου τὸν ἀντίλαλο νἄρχεται σὰν ἕνα σιγαλὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου καὶ νὰ ξεχύνῃ ἀπάνω μου τοὺς κρυφούς του ἀναστεναγμούς…

Φώτισε κἂν ἐσὺ λίγο τὴ σκοτεινιὰ τῆς ψυχῆς μου, μικρὸ καντηλάκι τῆς Χρυσοκαστριώτισσας! Μονάχα ἐσὺ μπορεῖς νὰ μοῦ δώσῃς λίγη παρηγοριά.

Ἡ καρδιά μου βαριοχτυπᾶ καὶ μισανοίγουν ἄθελα τὰ χείλη μου μουρμουρίζοντας στίχους ταιριαστοὺς μὲ τὰ χτυπήματά της. (Στέκεται λίγο, κἄπως σκυφτὸς, καὶ συγκινημένος, σὰ νὰ προσεύχεται· μὰ στὴ στιγμὴ ὀρθόνεται πάλι καὶ λέει κυττάζοντας ἔξω καὶ μακριά).

Καντῆλι θαμπερὸ τῆς Ἐκκλησίας
ποὺ μέσ' 'ςτὴ σκοτεινιὰ τὸ φῶς σου χύνεις,
φῶς ἅγιο, γλυκὸ τῆς Παναγίας,
φῶς ποὺ παρηγοριὰ ςτοὺς σκλάβους δίνεις,
καντῆλι θαμπερό, μικρὸ καὶ μόνο,
γιατί μαζὶ σκορπᾷς καὶ μαῦρον πόνο;

Σ' ὅλη τὴ γῆ καντῆλι δὲν εἶν' ἄλλο,
ἆ, ὄχι! τὴ δική σου νἄχῃ χάρι.
Ἀπὸ τὸ λύχνο ἐκεῖνο τὸν μεγάλο
τῆς Ἀθηνᾶς, τὸ φῶς σου ἔχεις πάρει.
Ἀπὸ τὸ λύχνο, ποὺ δὲν εἶχε σβύσει
ὁποῦ τόν κόσμον ὅλο εἶχε φωτίσει.

Μὰ ἦρθε ἡ ὥρα ἡ καταραμένη
καὶ μαύρη ἡ γῆ τῆς δόξας ἀπομένει.
Κι' αὐτοί… τὸ λύχνο ποὺ ποδοπατοῦσαν…
ἕνα Σταυρὸ στὸ χέρι τους κρατοῦσαν!
Καντῆλι θαμπερὸ μικρὸ καὶ μόνο
γι' αὐτὸ μαζὶ σκορπᾷς καὶ μαῦρον πόνο.

Ἆ! ὄχι, ὄχι!… Οἱ στίχοι μου δὲ φτάνουν τὸν πόνο μου, πόνο καρδιᾶς βαριὰ πληγωμένης… Τέτοιος πόνος πρέπει νὰ μένῃ βαθιὰ καὶ βουβὰ κρυμμένος… (Προχωρεῖ πρὸς τὴν πόρτα τοῦ δωματίου του). Ἂς ἡσυχάσω. Τι τ' ὄφελος ν' ἀγρυπνῶ; Ἡ ἀγρύπνια τρώει τὸ κορμί. Κ' ἐγὼ πρέπει νὰ τὄχω κι' αὐτὸ δυνατό. (Στέκεται λίγο καὶ πλησιάζει πάλι ςτὸ παραθύρι. Μὲ ἀπόφασι). Θὰ δώσω ὅ,τι ἔχω καὶ δὲν ἔχω· θὰ βάλω τὸ πόδι μου ςτὸν τάφο μου μέσα, ἀλλὰ τὸ ἅγιο χῶμα τῆς Ἀθήνας δὲν θὰν τὸ ξαναπατήσῃ πιὰ τοῦ Πασᾶ τὸ ποδάρι. Κάθε φορὰ ἔρχεσαι καὶ χειρότερος, βάρβαρε, μὰ θὰ διώξω καὶ σένα καὶ τοὺς ὅμοιους σου, μιὰ γιὰ πάντα ἐγώ!!

(Ἀκούεται κούφια βουή, σὰν ἀπὸ φύσημα ἐλαφροῦ ἀνέμου, μαζὶ μὲ σιγανοὺς καὶ μονότονους ἤχους, σὰν ἀπὸ φλογέρα. Ὁ Μιχαὴλ προσέχει).

Λὲς νὰ εἶχε ἀκούσει ἡ ψυχή μου πρῶτα, ὅ,τι τώρα στἀλήθεια ἀκούω; ἢ μήπως εἶναι τῆς ἔννοιας μου παραπλάνημα; (προσέχει πάλι). Ὄχι. Κἄτι σὰ θρῆνος γυναικῶν… πρῶτα σὰ μιὰ φωνή… ὕστερα σὰν πιὸ πολλὲς… Μήπως ἅρπαξαν Ἑλληνοποῦλες οἱ Τοῦρκοι;… (ἀποφασιστικά). Πρέπει νἄβγω ἔξω· πρέπει νὰ τρέξω! Γνωρίζω τί μπορεῖ νὰ μ' εὕρη, ἐδῶ μάλιστα στὴν Τούρκικη σφηκοφωλιὰ… (προσέχει· ἀκούεται πάλιν ὁ ἦχος). Ὅ,τι θέλῃ ὁ Θεός, ἂς γίνῃ! Ὁ τόπος δὲ μ' ἔκαμε Δημογέροντα μόνο γιὰ νὰ τιμήσῃ τὴ γενιά μου. (Παίρνει τὸ καφτάνι του καὶ τὸ φορεῖ, παίρνει καὶ κρατεῖ στὸ χέρι του καὶ τὸ καλπάκι καὶ σβύνει τὸ λύχνο).

(Τῆν ἴδια στιγμὴ ὅμως μισανοίγει ἀριστερὰ ἡ πόρτα καὶ προβάλλει τὸ χέρι τῆς μητέρας του μ' ἕνα μικρὸ λυχνάρι ἀναμμένο, ὕστερα βγαίνει τὸ κάτασπρο γεροντικὸ κεφάλι της καὶ ἔπειτα φαίνεται ὁλόκληρη, ποὺ προχωρεῖ στὴ σκηνή.

ΣΚΗΝΗ Β'

Ὄρσα. − Παγώνα!… Σταμάτα!… Κοπέλλες μου!! κοιμᾶστε, καλέ, ἀκόμα; βί! βί! ντροπή σας! Τὸ ὀρνίθι ἐλάλησε καὶ σεῖς ψοφολογᾶτε; (Προχωρεῖ λίγο, βλέπει μπροστά της τὸ Μιχαὴλ καὶ κάνει δυὸ βήματα πίσω). Ἔλα Χριστὲ καὶ Παναγιά! Παιδάκι μου; τέτοιαν ὥρα ξυπνός! Τί τρέχει; Μὴν εἶσαι ἄρρωστος; Κ' ἐγὼ ἡ δόλια ἡ μάννα σου κοιμᾶμαι! (σηκώνει τὸ λυχνάρι). Μὰ σὲ βλέπω 'ντυμένον γιὰ καλά, μὲ τὸ καλπάκι στὸ χέρι, φορεῖς καὶ τὸ καφτάνι τοῦ Κοτζάμπαση!… Τώρα ἔρχεσαι ἢ τώρα βγαίνεις ὄξω; Καὶ τὸ ἕνα κακὸ καὶ τὸ ἄλλο ψυχρό· κ' ἐγὼ φοβήθηκα μὴν εἶσαι ἄρρωστος! κ' ἐσὺ εἶσαι, 'γέμου, λύκος, δράκος… Δὲ μιλᾷς καλέ; Ὁλόρθος τέτοιαν ὥρα μές στὴ μέση τοῦ σπιτιοῦ σὰν τὸ σκιάζαρο!;… Κάμε σταυρὸ ἀπάνω σου!… (Ὁ Μιχαὴλ γνέφει τῆς μητέρας του νὰ ἡσυχάσῃ καὶ προσέχει ν' ἀκούσῃ). Καλέ, πιανοῦ μιλῶ καὶ δὲ μοῦ δίνει ἀπάντησι! Σύρε 'γδύσου καὶ κοιμήσου γρήγορα· οἱ καλοὶ ἀνθρῶποι ὕστερ' ἀπ' τὰ μεσάνυχα δὲν τριγυρίζουν στὰ σκοτάδια!

Μιχαήλ. − Μά, μητέρα, σῶπα πιά! (ἀφουγκράζεται).

Ὄρσα. − Νὰ σωπάσω λέει! Ἀκοῦς ἐκεῖ νὰ σωπάσω;! Θὰ φωνάζω, θὰ σηκώσω ὅλους στὸ ποδάρι, νὰ ἰδοῦμε τί τρέχει. (Κάνει νὰ φύγῃ).

Μιχαήλ. − (Τὴν πιάνει ἐλαφρὰ ἀπ' τὸ χέρι καὶ τὴν χαϊδεύει στὸν ὦμο).

Μὴ συγχίζεσαι, μητέρα, μὴ φωνάζῃς καὶ ξυπνήσῃς τὸν πατέρα. Θὰ 'βγῶ ἔξω καὶ σὲ λίγο θὰ γυρίσω πίσω.

Ὄρσα. − Ὄξω θἄβγῃς τέτοιαν ὥρα!… Καὶ γιὰ ποιὰν αἰτία;! Σὲ τρώει τὸ κεφάλι σου, φαίνεται· δὲν ξέρεις τὶ ὀχτρούς ἔχομε; δὲν τοὺς ξέρεις τοὺς Τούρκους;! Θὰ σὲ σκοτώσουν −ἂς φάω τὴ γλῶσσα μου− θὰ σὲ πετάξουν σὲ κἀνένα ξεροπήγαδο, καὶ αὔριο θὰ κάνουν τὸν ἀνήξερο…

Μιχαήλ. − Μά, μητέρα… πρέπει νἄβγω ἔξω… (κάνει νὰ φύγῃ. − Ἡ μητέρα του τὸν κρατεῖ ἀπ' τὸ ροῦχο).

Ὄρσα. − Μεῖνε, σοῦ λέω· ἡ μάννα σου μιλάει· λυπήσου τὰ νειᾶτά σου, λυπήσου κἄνε τὰ γεράματά μου· ἄκουσέ με!

Μιχαήλ. − Σ' ἀκούω, μητέρα, μά… ἀκούω ἔξω καὶ μιὰ γυναίκεια φωνή, σὰ νὰ ζητάῃ βοήθεια!… Ἄφησέ με! (φεύγει βιαστικά).

Ὄρσα. − (Πλησιάζει στὰ παρασκήνια). Ἀλέξανδρε, Ἀλέξανδρε, τρέξε! πρόφτασε!…

ΣΚΗΝΗ Γ'

Ἀλέξανδρος. (Μπαίνει ἀπὸ τ' ἀριστερά. Εἶναι ντυμένος ὅπως − ὅπως, ξεσκούφωτος, μὲ τὸ ἐπανωφόρι του, τὸ μπινίσι, ριγμένο ἀπάνω του. Τὰ μακρυὰ ἄσπρα μαλλιά του εἶναι χυμένα στοὺς ὤμους του). Τί τρέχει, Ὄρσα!… Λοιπὸν σώνει καὶ καλὰ θέλεις νὰ μᾶς σηκώνῃς στὸ πόδι ὅλους ἀπ' τὰ μεσάνυχτα!;

Ὄρσα. − (Μιλεῖ σχεδὸν μαζί του).

Πρόβαλε! φώναξ' τὸν γρήγορα, νὰ γυρίσῃ πίσω…

Ἀλέξανδρος. −Ποιόν, καλέ;!

Ὄρσα. − Τὸ παιδί μας!…

Ἀλέξανδρος. − Καὶ ποῦ πάει τέτοια ὥρα;

Ὄρσα. − Ὥς ποὺ νᾶ σοῦ 'πῶ ποὺ πάει, καὶ γιατὶ πάει, ὁ Θεὸς ξέρει τί συφορὰ θὰ μᾶς εὕρῃ. (Παρακαλεστικά). Φώναξέ τον γρήγορα γιὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ!…

Ἀλέξανδρος. − Σύχασε, Ὄρσα μου! Μὴν κάνῃς ἔτσι! Γιὰ νὰ 'βγῇ τέτοιαν ὥρα ἔξω, θὰ ἔπρεπε. Τὸν ξέρω καλὰ ἐγώ.

Ὄρσα. − (Θυμωμένη). Ἀπὸ ἕνα πανὶ εἴσαστε κομμένοι κ' οἱ δυό σας! Ὁ ἕνας ἀκούω, λέει, γυναίκεια κλάμματα στὸ δρόμο καὶ μπρούφ! μιὰ κι' ὄξω, κι' ἂς εἶναι ἄγρια μεσάνυχτα· ὁ ἄλλος − πιὸ φρόνιμος σἂ νὰ ποῦμε − χωρὶς νὰ ξέρῃ τί τρέχει… «Δίκῃο θἄχῃ. Καλὰ ἔκαμε!…»

Ἀλέξανδρος. − Κλάμματα γυναίκεια ἄκουσε τέτοιαν ὥρα στὸ δρόμο! κλάμματα καμμιᾶς δυστυχισμένης χριστιανῆς, καὶ δὲν πετάχτηκε ἀπ' τὸ παραθῦρι;! Ποιὸς ξέρει πόσην ὥρα νὰν τὸν κράτησες ἐδῶ, ἄπονη γυναῖκα!… Ὁ Μιχαλάκης εἶναι ἄνθρωπος τοῦ τόπου καὶ ὄχι τοῦ σπιτιοῦ του. Γνωρίζω τί μπορεῖ νὰν τὸν εὕρῃ, μὰ ὁ τόπος δὲν τὸν ἔκαμε δημογέροντα μόνο γιὰ νὰ τὸν τιμήσῃ. Ἀκοῦς ἐκεῖ νὰ χαλάσῃς τὸν κόσμο γιατὶ βγῆκ' ἔξω! Καὶ τί θὰ κάνῃς ἂν φύγῃ αὔριο − μεθαύριο γιὰ τὴν Πόλι, νὰ πάρῃ τὸ νέο φιρμάνι!;

Ὄρσα. −Ποιό φιρμάνι;

Ἀλέξανδρος. − Τὸ φιρμάνι, ποὺ νὰ μῆν 'μπορῇ ὁ Πασᾶς ἀπ' τὴν Ἔγριπο νἄρχεται κάθε λίγο καὶ λιγάκι νὰ μᾶς γδύνῃ. Τὸ φιρμάνι ποὖχαν οἱ παπποῦδες μας.

Ὄρσα. − Καὶ τὸν Μιχαλάκη θὰ στείλετε νὰ βγάλῃ τὸ φεῖδι ἀπ' τὴν τρύπα! Αὐτὰ μαγειρεύετε τόσον καιρὸ ποὺ ἀκούω ὅλο καὶ μισόλογα; Αὐτὸ δὲ θὰ γίνῃ ποτές! Δὲν τὤχω 'γὼ τὸ παιδί μου γιὰ πέταμα.

Ἀλέξανδρος. − Θὰ γίνῃ καὶ θὰ παραγίνῃ· θὰ γλυτώσῃ τὸν τόπο κι' ἂς πάθῃ ὅ,τι πάθῃ. Ἀπ' τὴ γενιά μου δὲν ἦτον ὁ Λίμπονας;

Ὄρσα. − Ἄλλος ἄμυαλος κι' αὐτός! Κι' αὐτὸς τὴ γλῶσσά σας θὰ εἶχε καὶ τὴν ξιππασιά σας. Ἡ σκλαβιὰ θέλει ταπεινοσύνη…

Ἀλέξανδρος. − (Σὰ νὰ μὴν ἀκούῃ ἐξακολουθεῖ). Μιχαήλ, σἂν τὸ παιδί μας λεγότανε κι' ὁ Λίμπονας. Δημογέροντας τῶν Ἀθηνῶν κι' αὐτός. Τὸ φιρμάνι μὲ τὰ καταπατημένα δίκῃα τοῦ τόπου ἔφερε κι' αὐτός· ὅπως θὰν τὸ φέρῃ κι' ὁ γυιός μας!…

Ὄρσα. − Καὶ 'μπορεῖς νὰ μοῦ πῇς ποῦ βρίσκονται τὰ κόκκαλα τοῦ Λίμπονα; Χάθηκε κι' αὐτός, ξεκλήρισε κι' ὅλο του τὸ σόϊ. Τί κατάλαβε;

Ἀλέξανδρος. − Σὺ κ' ἐγώ, Ὄρσα μου, σἂν πεθάνωμε θὰ μᾶς 'ποῦν: «Θιὸς 'σχωρέσ' τους;»

Ὄρσα. − Βέβαια καὶ θὰ μᾶς ποῦν· τί κακὸ ἐκάμαμε;

Ἀλέξανδρος. − Θὰ μᾶς κάνουν σαράντα, τρίμηνα, ξάμηνα, χρόνο ἔ;…

Ὄρσα. − Ἂν ζῇ τὸ παιδί μας, βέβαια καὶ θὰ μᾶς κάνῃ!…

(Ἀστράφτει).

Ἀλέξανδρος. − Ὕστερα θὰ μᾶς πλύνουν τὰ κόκκαλά μας μὲ κρασί;

(Βροντάει).

Ὄρσα. − (Σταυροκοπιέται). Ὤ, ἀναθεματισμένε! ξορκισμένος νἆσαι! Κουβέντες ποὺ τὴς κάνεις τέτοιαν ὥρα, μὲ τέτοιο σκοτάδι, μὲ τέτοιο μπουμπουνητὸ καὶ μὲ τέτοια λαχτάρα ποὔχω στὴν καρδιά!!…

Ἀλέξανδρος. − (Ἐξακολουθεῖ). Θὰ περάσουν τέσσερα, ἕξη, ὀχτώ, δέκα χρόνια καὶ ὕστερις; Ποιὸς θὰ μᾶς θυμᾶται, κυρὰ Ὄρσα; Ποιός θὰ 'ξέρῃ σὲ καμπόσα χρόνια, ἂν ζήσαμε καὶ μεῖς στὸν κόσμο; Τὸ Λίμπονα ὅμως ποιὸς δὲν τὸν θυμᾶται καὶ δὲν τὸν μνημονεύει; (Παρατηρεῖ στὸ τραπέζι). Νά, κι' ὁ «Θρῆνος τοῦ Λίμπονα». Ὁ Μιχαλάκης πάντα δίπλα του τὸν ἔχει. (Παίρνει τὸ βιβλίο στὸ χέρι).

Ὄρσα. − Αὐτὰ κι' αὐτὰ τοῦ σήκωσαν τὰ μυαλά. Ἐσεῖς φταῖτε· πρῶτα ἐλλόγου σου, ὁ πρωτοφρονίμακας, καὶ ὕστερις ἐκεῖνος ὁ κοκκινομούρης ὁ φράγκος, ὁ γκαρδιακός του φίλος, ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ πῆγε στὸν ἀγύριστο. Πίς, πίς, πίς… ὅλο καὶ τὸν δασκάλευε… Τὸν παρακίνησε κι' ὅλας νὰ κάνῃ καὶ τραγουδάκια, σἂ νὰ εἶναι βιολιτζῆς.

Ἀλέξανδρος. − Ὅ,τι θέλεις λές. Βιολιτζῆς εἶναι αὐτὸς πού 'γραψε τὸ θρῆνο τοῦ Λίμπονα, ἢ παππᾶς; (δείχνει τὸ βιβλίο ποὺ κρατεῖ).

Ὄρσα. − Ἔννοια σου, καὶ θὰ σοῦ τὴ συγυρίσω ἐγὼ καμμιὰ 'μέρα αὐτὴν τὴ φυλλάδα.

Ἀλέξανδρος. − Δὲν κάνεις τίποτις, Ὄρσα, τὴν 'ξέρομε ἀπ' ὄξω, ἄκου:

(Ὁ Ἀλέξανδρος ἀπαγγέλλει. Ἡ Ὄρσα παρατηρεῖ ἀπ' τὸ παράθυρο δεξιὰ καὶ ἀριστερά, χωρὶς νὰ προσέχῃ σ' αὐτόν).

Μὲ τί θυμὸν οἱ Ἀγαρινοὶ τὸν Μιχαὴλ ἁρποῦνε,
κι' ὡς λύκοι ἀγριώτατοι, λιοντάρια θυμωμένα
τὸν ἐκαταξεσχίσανε, κ' ἐκείνος ὁλοένα
τοὺς ἔλεγε: «Βαρεῖτέ με, σκληρὰ φονεύσετέ με
καὶ διὰ τὴν πατρίδα μου κομμάτια κάμετέ με!!!…»
Πολλοὶ τὸν σφάζουν μὲ σπαθιά, πολλοὶ καὶ
μὲ μαχαίρια…
Ὁ κόσμος ἐσυνάχτηκε, τὸν Λίμπονα θρηνοῦσαν,
μὲ δάκρυα καὶ στεναγμοὺς τὸν ἐμοιρολογοῦσαν.»

Ὄρσα. − Οὔφ! Βαρέθηκα πιὰ αὐτὸν τὸν ἑξάψαλμο! Ὅλο τὰ ἴδια, καὶ τὰ ἴδια, σαράντα τώρα χρόνια ποὔμαστε παντρεμένοι! (ζυγόνει πάλι στὸ παράθυρο ἀνήσυχη).

Ἀλέξανδρος. (Ζυγόνει κι' αὐτός. Ἡ βουὴ ἀκούεται πάλι. Ἡ Ὄρσα ἔχει τραβηχθῇ λίγο κατὰ τὴ θύρα τοῦ δωματίου της).

Ὄρσα! Ὄρσα!

Ὄρσα. −Τι θέλεις πάλι; Μήπως 'ξέχασες τίποτις ἀπ' τὴ φυλλάδα τοῦ Λίμπονα; ἢ μήπως ζήλεψες καὶ σὺ θέλεις νὰ ξεπορτίσῃς;

Ἀλέξανδρος. Τὴν φέρνει κατὰ τὸ παράθυρο). Πρόσεξε!… Ἄκουσε καλά!… (ἀκούεται ὁλοένα ἡ βουή).

Ὄρσα. − (Προσέχει). Καλέ! σἂ νὰ ἀκούω κἄτι!… (Σταυροκοπιέται). Βοήθεια Χριστὲ καὶ Παναγιά! βόηθα τὸ παιδὶ μας!… Βόηθα τὸ σπίτι μας!…

Ἀλέξανδρος. − Καὶ κάθε χριστιανό!… Μά, σῶπα λοιπὸν καὶ ἄκουε!… (Ἡ βουὴ ἀκούεται πάλι).

Ὄρσα. −(Προσέχει πολύ). Σούτ!! αὐτὲς εἶναι!… αὐτὲς εἶναι!… Παναγία βόηθα!… (Πηγαίνει πίσω−πίσω καὶ κάθεται στὴν καρέκλα τρομαγμένη).

Ἀλέξανδρος. − Τί τρέχει;τί ἔπαθες; ποιές αὐτές;!

Ὄρσα. − (Σηκώνεται καὶ μιλεῖ μὲ μισὴ φωνή). ᾙ Καλοκιουράδες τοῦ Κάστρου!!!…

Ἀλέξανδρος. − (Προσέχει ν' ἀκούσῃ). Θυμᾶμαι πὼς γι' αὐτὲς, ἔχω ἀκουστὰ κάτι κ' ἐγώ.

Ὄρσα. − (Ταραγμένη). Ἡ γρηὰ ἡ μαμμίτσα μου −Θεὸς σχωρέστηνε, πεθαμένη τώρα καὶ πενῆντα χρόνια− ποὺ ἤξερε καλὰ ἀπὸ 'ξωτικὰ καὶ ἀερικὰ − ἔξω ἀπ' τὸ σπίτι μας− (σταυροκοπιέται), μοὔλεγε, πὼς εἶχε ἀκουστὰ ἀπ' τὴν προμμάμη της, πὼς τὸν καιρὸ ποὺ ἔπεσε τὸ μεγάλο Τζαμὶ τοῦ Κάστρου…

Ἀλέξανδρος. − Ὁ Παρθενών;

Ὄρσα. − Τζαμὶ τοῦ Κάστρου τὸ 'ξέρω 'γώ· νά· αὐτὸ ποὺ κατεβάζει τώρα τὰ μάρμαρα ὁ Ἐγγλέζος… Ὅταν λοιπὸν οἱ Βενετσάνοι γκρεμίκανε τὸ μεγάλο τζαμὶ (μὲ μισὴ φωνὴ) ἀκούστηκαν τὰ μεσάνυχτα γυναίκεια κλάμματα στὸ Κάστρο… Κλαίγανε γιὰ τὸ Παλάτι ποὺ εἶχαν τὰ γονικά τους ᾑ μαρμαρωμένες βασιλοποῦλες, ποὺ βρίσκονται πίσω ἀπ' τὸ τζαμί, σ' αὐτὸ τὸ ἄλλο μαρμαρόσπιτο…

Ἀλέξανδρος. − Τὸ Ἐρεχθεῖον;

Ὄρσα. − Αὐτὸ ντέ, ποὺ εἶναι ᾑ μαρμαρωμενες κοπέλλες καὶ βαστοῦν μὲ τὸ κεφάλι τους τὸ ταβάνι… Αὐτὲς λοιπὸν, κατὰ πὼς 'μολογοῦσαν ᾑ γρῃές. (Ἀστράφτει καὶ βροντᾷ. − Βαθὺ σκοτάδι). Αὐτὲς (μὲ φωνὴ ἀπόκοσμη) ἤτανε ἀθάνατες βασιλοποῦλες καὶ κἄποιο στοιχειὸ τὴς 'μαρμάρωσε καὶ τὴς ἔβαλε σἂ μαρμαροκολῶνες στὸ παλάτι τους. Ἡ ψυχή τους, οὔτε κόλασι βρίσκει οὔτε παράδεισο, καὶ στοίχειωσαν κι' ὅλας, καὶ γινήκαν ἀερικά, Καλοκιουράδες, καὶ τριγυρίζουν νύχτα−μέρα, γιούρου γιούρου στὰ μαρμαρωμένα τὰ κορμιά τους σἂ σίφουνας, καὶ χορεύουνε κι' ὅλας, καὶ μήτε φαίνονται, μήτε ἀκούονται, μόνο κἄπου−κἄπου γελοῦν σἂν τὸν ὄξ' ἀπὸ 'δῶ, καὶ ἀλλοίμονο σ' αὐτὸν ποὺ θὰν τὴς ζυγώσῃ.

Ἀλέξανδρος. − (Προσέχει πολὺ ἔξω). Μά… παράξενο πρᾶμμα ὡς τόσο. ᾙ φωνὲς αὐτὲς ποὺ ἀκούονται δὲν εἶναι σἂν κάθε φωνές. Εἶναι σἂ βουὴ καὶ σἂν κλάμμα μαζί, σἂν τραγοῦδι καὶ σἂ μοιρολόϊ μαζί, ὅλα σιγανὰ καὶ γλυκὰ καὶ παραπονιάρικα… Καλά· μὰ ἡ μιὰ φωνὴ ποὺ μοιάζει μὲ τὴς πολλές, καὶ ἀκούεται κάτω, σἂν πιὸ κοντά, τί νἆναι;

Ὄρσα. − (Ταραγμένη). Νὰ μὴ σήκωσαν καὶ καμμιὰ ἀπὸ δαύταις, καὶ τὴν κατέβασαν κάτω;

Ἀλέξανδρος. − Βέβαια· σήμερα, μάλιστα· καὶ τὴν ἔχουν ἀκουμπισμένα ἐδῶ στὸ Ῥιζόκαστρο, ὄχι καὶ πολὺ μακρυὰ ἀπ' τὸ σπίτι μας, γιατί δὲν πρόφτασαν νὰν τὴ στείλουν στὸ Δράκο.

Ὄρσα. − Αὐτὸ εἶναι! αὐτὸ εἶναι! Κλαῖνε ᾑ Καλοκιουράδες τοῦ Κάστρου γιὰ τὴν ἀδερφή τους, κι' αὐτὴ τοὺς ἀποκρίνεται ἀπὸ κάτω! Ἄχ! δυστυχία μας, δυστυχία μας! κι' ἂν δώσῃ κανένα μπάτσο στὸ παιδί μας καὶ πάθῃ τὸ φῶς του!!…

Ἀλέξανδρος. − Μὴ φοβᾶσαι!…

Ὄρσα. − Πῶς νὰ μὴ φοβᾶμαι!… Δὲ θυμᾶσαι τί ἔπαθε ὁ Γιάννης τοῦ Πουλημένου; καὶ ἡ Κλίνω τῆς Σερέταινας, ποὺ τὴν 'κράτησαν ᾑ Καλοκιουράδες μιὰ 'βδομάδα καὶ τὴν πῆγαν ὕστερις καὶ τὴν ἄφησαν στὸν Τεκέ, στοὺς Ἀέρηδες;! Κι' ὁ Παπασεραφείμης; κι' ὁ πτωχὸς ὁ Ἀρδάνης;!…

Ἀλέξανδρος. − ᾙ Καλοκυράδες τοῦ Κάστρου δὲν εἶναι κακές. ᾙ κακὲς βρίσκονται στὴς σπηλῃές, στὰ ψηλὰ τὰ ἁλώνια, στὰ βαθειὰ ξερορρέματα. Αὐτὲς εἶναι Νεράϊδες… Μάλιστα νἄχαμε τὴν τύχη…

Ὄρσα. − Τι τύχη νἄχαμε!… Νἄρπαζε τἄχατες ὁ Μιχαλάκης μας τὸ μαγνάδι της καὶ νὰ τὴν κάναμε νύμφη; Ἂς μᾶς λείψῃ τέτοια τύχη· − ἔρχεται ἀπὸ Νεράϊδα ὠμορφιὰ στὸ σόϊ, μὰ ἔρχονται καὶ συφοραίς· δὲν ξέρω τί ἀπόλαψαν οἱ Βρετοί, ποὺ κρατοῦν ἀπὸ Νεράϊδα!… Κοντὰ στἆλλα… Δὲν τἄχομε 'μιλημένα μὲ τοὺς Χειλάδες γιὰ τὸ κορίτσι τους;… δὲν τοὺς ξέρεις τί φείδια κολωβὰ εἶναι;…

Ἀλέξανδρος. − (Συνερχόμενος). Ναί! Τὴν κάναμε, βλέπεις, τὴ Νεράϊδα νύφη μας, μονάχ' ἀρχίσαμε νὰ φοβόμαστε καὶ τοὺς Χειλάδες!…

Ὄρσα. −(Ζυγώνει πάλι στὸ παραθύρι μὲ πεῖσμα). Ὥς τόσο ἐγὼ ἐδῶ θὰ ξημερωθῶ.

Ἀλέξανδρος. − (Γλυκά). Ἔλα Ὄρσα, πᾶμε νὰ ἡσυχάσῃς· ἀρκετὰ ταράχτηκες. Ὁ Μιχαλάκης ὥραν τὴν ὥρα θὰ γυρίσῃ πίσω. (Ἡ Ὄρσα δὲν προσέχει σ' αὐτὸν, μὰ γυρισμένη ἀλλοῦ σφουγγίζει τὰ δάκρυά της. Ὁ Ἀλέξανδρος κυττάζοντας αὐτὴν λέγει μόνος του). Ἔχει καὶ δίκῃο ἡ καϋμένη ἡ Ὄρσα· ἕνα παιδὶ μᾶς ἔμεινε. Ἡ γενιά μας σ' αὐτὸ κρέμεται· μητέρα εἶναι, γυναῖκα, γρῃά. Τὴν λυπᾶμαι στ' ἀλήθεια. Τὰ δάκρυά της μοῦ τάραξαν βαθειὰ τὴν καρδιά. (Τῆν παρατηρεῖ λυπημένος).

Ὄρσα. − (Ἔρχεται κοντά του· − στέκεται μιὰ στιγμὴ συλλογισμένη, ἔπειτα κτυπᾷ μὲ τὸ χέρι της ἐλαφρὰ τὸ κεφάλι της). Τόσην ὥρα καὶ νὰ μὴν τὸ θυμηθῶ; τί νὰ σοῦ κάνω· ἕνα κεφάλι τὤχω κι' αὐτὸ μοῦ τὸ κουρκούτιασες μὲ τὴς ρίμες τοῦ Λίμπονα. (Προχωρεῖ πρὸς τὰ δεξιὰ) θὰ στείλω τὸ Σιδέρη μὲ τὸ φανάρι γιὰ τὸ Μιχαλάκη.

Ἀλέξανδρος. − Κι' ἂν τὸν σκοτώσουν οἱ Τοῦρκοι;

Ὄρσα. − (Ἐνῷ φεύγει). Ναί, βλέπεις, θὰ χάσῃ ἡ Βενετιὰ βελόνι…

Ἀλέξανδρος. − Ὄρσα! ἔχει κι' ὁ Σιδέρης μάννα!…

(Ἐνῷ ἐκείνη φεύγει τὴν παρατηρεῖ λυπημένος καὶ ἀποσύρεται καὶ αὐτὸς μὲ βῆμα ἀργό).