ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Βουτιερίδης, Ηλίας

Ηλιογέννητη
(απόσπασμα)

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΩΤΗ

(Στὸν πύργο τοῦ ἄρχοντα Ἀντρόνικου. − Δωμάτιο τῆς Ἡλιογέννητης μὲ ψηλὰ πράθυρα καὶ πόρτες· μιὰ δεξιὰ κι' ἄλλη ἀριστερά· ἔπιπλα λογῆς λογῆς. Ντιβάνια, μικρὰ καθίσματα κ.τ.λ. Στὸ ἀπάνω μέρος τοῦ δωμάτιου καὶ πρὸς τὸν τοῖχο κάθεται σ' ἕνα θρονὶ ἡ Ἡλιογέννητη. Γύρω της οἱ σκλάβες της καθισμένες χαμηλότερα κεντοῦν ἕνα μεταξωτὸ φόρεμα. Ἀνάμεσα σ' αὐτὲς ξεχωρίζει ἡ Ἐλόπη, ἡ πρώτη σκλάβα της.)

ΣΚΗΝΗ 1η

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ − ΕΛΟΠΗ − ΣΚΛΑΒΕΣ

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Καλές μου, κουραστήκατε, κεντόντας· φτάνει τώρα.

ΕΛΟΠΗ

Μὰ πρέπει νὰ τελιώσουμε.

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Κανένας δὲ μᾶς βάζει.

ΕΛΟΠΗ

Ἀλήθεια; Κι' ὅμως φαίνεται, πὼς εἶναι κάποια βία.

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Καὶ ποῦ τὸ ξέρεις;

ΕΛΟΠΗ

Τ' ἄκουσα, ποὺ τὄλεγεν ὁ ἀφέντης…

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Δὲ θὰ κατάλαβες καλὰ τὶ ἔλεγε.

ΜΙΑ ΣΚΛΑΒΑ

Κι' ὅμως τὦπε.

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Σωπᾶτε!

ΤΡΙΤΗ ΣΚΛΑΒΑ

Αὐτὸ τὸ φόρεμα τὸ λὲν ὅλοι, πὼς εἶναι φόρεμα γάμου.

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Ψέμματα!

ΕΛΟΠΗ

Γιατὶ προξενητάδες ἦλθαν νὰ σὲ ζητήσουνε γιὰ ἕνα μεγάλο ἀφέντη.

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Ἴσως, ἂν τρελλαθήκανε…

Β΄ ΣΚΛΑΒΑ

Κ' ἔφεραν πλούσια δῶρα.

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Ὅμως ἐγὼ τοὺς ἔδιωξα, προτοῦ κὰν νὰ μιλήσουν.

ΕΛΟΠΗ

Αὐτοὶ ἤτανε τοῦ Χατζερῆ.

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Τί; μήπως ἦλθαν ἄλλοι;

Γ΄ ΣΚΛΑΒΑ

Ναί! τάχα δὲ σοῦ τὄπανε;

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Κανείς. Καὶ ποιὸς τοὺς στέλνει;

ΕΛΟΠΗ

Τ' ὄνομα δὲν τἀκούσαμε. Μὰ εἶν' ἄρχοντας μεγάλος.

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Ὅποιος κι' ἂν εἶναι, γλήγορα τὰ δῶρ' ἂς πάρῃ πίσω!
(Σηκόνεται.)
Σκλάβες καὶ φιλενάδες μου, κοπέλες τῆς μητρός μου!
πάψετε πιὰ τὸ κέντημα! Τὸ φόρεμα τοῦ γάμου
τῆς Ἡλιογέννητης πολὺν καιρὸ θὰ τὸ κεντᾶμε.
Δὲν εἶναι βασιλιᾶ παιδί, δὲν εἶναι ρήγα ἀγγόνι,
μεγάλος δὲν εἶν' ἄρχοντας στὴ γῆ, στὴν οἰκουμένη,
ποὺ θὰ μπορέσῃ νὰ τὸ εἰπῇ, πὼς μ' ἔκαμε δική του,
ἂν ἡ δική μου θέληση, δὲν τὸ θελήσῃ πρώτη.
Ὅλους αὐτούς, ποὺ στέλνουνε συχνὰ προξενητάδες,
ἐγὼ μήτε γιὰ σκλάβους μου τοὺς θέλω, οὔτε γιὰ δούλους.
Δὲν εἶναι ἡ περηφάνια μου, ποὺ ἔτσι μὲ συμβουλεύει.
Τὴν ὀμορφιά μου τὴ θαρρῶ καὶ τὴν τιμῶ σὰν κάτι
λιγώτερο ἀπ' τὸ τίποτε. Ζητιάνα, κουρελιάρα
καὶ πεινασμένη ἂς περπατῶ, ξενοδουλεύτρ' ἂς γίνω!
Τὸ ναὶ ποτέ μου δὲ θὰ εἰπῶ σὲ προξενιὲς ρηγάδων.
Θέλω μ' ἐλεύτερη ψυχὴ κ' ἐλεύτερη τὴ γνώμη
νὰ δώσω τὴν ἀγάπη μου κι' ὅλη τὴν ὕπαρξή μου
νὰ κάψω μὲ τὴ φλόγα της. Ἐγὼ ποθῶ τὸ πάθος,
κι' ὄχι νὰ γίνω ρήγισσα γιὰ νἆμαι σκλάβα μόνο.
Τὸ κεντημένο φόρεμα, ποὺ μὲ τὰ δάχτυλά σας
τ' ἀγαπημένα ἐκάματε νὰ μοιάζῃ μ' ἀνθισμένο
κάμπο καὶ νὰ τὸ λαχταρᾶ κάθε καρδιὰ παρθένας,
ἐγὼ τὸ σκίζω, τὸ πετῶ, σὰν βρωμερὸ κουρέλι!
(Ἁρπάζει τὸ φόρεμα, τὸ σκίζει καὶ τὸ πετάει)
Ἐπάνωθέ του πέρασεν ἴσκιος κακός.

ΕΛΟΠΗ

Τί κάνεις;

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Μὴ τὸ λυπόσαστε· ἔλαβε τὴν τύχη, ποὺ τοῦ ἀξίζει. Ἂν τόσο ἐσεῖς πονέσατε, ποὺ ἐσκίστη ἕνα κουρέλι, ποιὸς πρέπει νἆναι ὁ πόνος μας, ἂν ξεσκιστῇ ἡ καρδιά μας;

ΜΙΑ ΣΚΛΑΒΑ

Ἄχ! ἤτανε τόσ' ὄμορφο!

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Καὶ τί μ' αὐτό; Δὲν εἶνε
πράγματα πιὸ ὀμορφότερα, ποὺ χάνονται καὶ σβήνουν;
Μαζεῦτε το καὶ ρίχτε το σὲ μιᾶς φτωχιᾶς τὴν πόρτα
νὰ τόβρῃ καὶ νὰ τὸ χαρῇ… Μὰ κ' ἴσως τὸ πετάξῃ,
ἂν τύχῃ κ' ἔχῃ τὴν καρδιὰ κ' ἐκείνη πονεμένη.
(Οἱ σκλάβες περιμαζεύουν τὸ φόρεμα).
Καὶ τώρα εἴσαστε ἐλεύτερες νὰ παῖξτε, νὰ χορέψτε.
(Ἀπὸ τὴ δεξιὰ θύρα μπαίνουν ὁ Ἀντρόνικος καὶ ἡ Χρυσόνομη).

ΣΚΗΝΗ 2η

ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΣ−ΧΡΥΣΟΝΟΜΗ−κ' οἱ ΠΑΡΑΠΑΝΩ

ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΣ

Νά την ἡ ἀγαπημένη μας μὲ τὶς συντρόφισσές της χαρούμενη καὶ γελαστή.

ΧΡΥΣΟΝΟΜΗ

Στολίδι τοῦ σπιτιοῦ μας.

ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΣ

Τῶν γερατιῶν μας ἡ χαρά.

ΧΡΥΣΟΝΟΜΗ

Κ' ἡ ἐλπίδα τῆς ζωῆς μας.

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Τόσο πολλὰ γλυκόλογα ν' ἀκούω, νιώθω τὰ δάκρυα, πατέρα καὶ μητέρα μου, ποὺ εἶσαι ἆστρο τῶν μανάδων, ἀπὸ τὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς στὰ μάτια ν' ἀνεβαίνουν.

ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΣ

Αὐτός σου ὁ λόγος πιὸ πολὺ μᾶς κάνει ν' ἀγαποῦμε τώρα καὶ νὰ λατρεύουμε τὴν ἀκριβή μας κόρη.

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Μονάχα τώρα;

ΧΡΥΣΟΝΟΜΗ

Πάντοτε τὸ ξέρεις· ὅμως τώρα…

ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΣ

Κάπως ἀλλιώτικα χτυπᾶ γιὰ σὲ ἡ καρδιά μας.

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Τί εἶναι;

ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΣ

Θὰ τὸ θελήσῃ ἡ κόρη μας λίγη ὥρα ἐδῶ νὰ μείνῃ μαζί μας, νὰ μιλήσουμε;

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Καὶ πότε ὄχι σᾶς εἶπα;

ΧΡΥΣΟΝΟΜΗ

Οἱ τρεῖς μας μόνο.

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Οἱ σκλάβες μου πρέπει νὰ φύγουν ὅλες. Τ' ἀκούσατε;
(Φεύγουν οἱ σκλάβες ἀπὸ τὴν ἀριστερὴ θύρα).
Ποιὸ μυστικὸ στὴν κόρη σας θὰ εἰπῆτε;

ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΣ

Ἂς ποῦμε ἀκόμη μυστικὸ πὼς εἶναι, μὰ ποὺ πρέπει
σ' ὅλον τὸν κόσμον ν' ἀκουστῇ γιὰ νὰ χαρῇ κ' ἐκεῖνος
μὲ τὴ δική σου τὴ χαρά, ποὺ εἶναι χαρά δική μας.

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Ποιὸ καθαρὰ μιλῆστέ μου νὰ νιώσω τί μοῦ λέτε.

ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΣ

Χρυσόνομη, τραγούδησε στ' αὐτὶ τῆς θυγατρός μας
τὴν ἀναπάντεχη χαρά, ποὺ ἦλθε γιὰ νὰ στολίσῃ
τὴν ὀμορφιὰ τῆς νιότης της καὶ τὸ δικό μας σπίτι.

ΧΡΥΣΟΝΟΜΗ

Κόρη ἀκριβή, ποὺ οἱ χάρες σου σὰν ἥλιου χάρισμα εἶνε,
ἔτσ' ἡ ζωή σου νὰ περνᾷ στὴ μοναξιὰ δοσμένη,
γραφτὸ δὲν εἶναι, οὔτε σωστό· τὰ λαμπερά σου κάλλη,
ποὺ φλόγ' ἀνάβουν στὶς καρδιές, καιρὸς εἶναι νὰ γίνουν
καμάρι ἀντρός, ποὺ σύντροφον ἀξίζει νὰ τὸν ἔχῃς.
Νιὸς καὶ μεγάλος ἄρχοντας, ὁ Φιλητᾶς ὁ ὡραῖος,
σὲ ζήτησε γυναῖκα του… κ' ἐμεῖς δὲν εἴπαμε ὄχι.

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Κάθ' ἔπαινον ὁ Φιλητᾶς ἀξίζει· ὅμως, μητέρα, βιαστήκατε νὰ εἰπῆτε ναί.

ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΣ

Πῶς; ἔχεις ἄλλη γνώμη;

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Τὸ ξέρετε.

ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΣ

Τὸ ξέραμε πρίν· σήμερα ὅμως ὄχι.

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Καὶ σήμερα καὶ πάντοτε.

ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΣ

Σκέψου τί λες!

ΧΡΥΣΟΝΟΜΗ

Παιδί μου!…

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Σᾶς εἶπ' αὐτό, ποὺ πάντοτε μ' ἀκοῦτε νὰ τὸ λέω.

ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΣ

Τώρα ὅμως ὄχι.

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Δίβουλη μὲ ξέρεις;

ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΣ

Πεισματάρα!

ΧΡΥΣΟΝΟΜΗ

Θ' ἀλλάξῃ γνώμη ἡ κόρη μας.

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Μὴ τὸ νομίζῃς.

ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΣ

Σώπα!

ΧΡΥΣΟΝΟΜΗ

Μὰ ἐδόσαμε τὸ λόγο μας…

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Χωρὶς τὴ θέλησή μου.

ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΣ

Μὰ τὸ προστάζω ἐγώ, ὁ ἄρχοντας πατέρας σου, να θέλῃς!

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Ποτέ, κανένας ἀπ' αὐτούς, ποὺ μὲ προξενητάδες
ζητοῦν τὴν Ἡλιογέννητη, τρανὸς ὅσο κι' ἂν εἶναι,
δὲ θὰ μὲ κάμῃ ταῖρί του. Τέτια σκλαβιὰ δὲ στέκει
στὴ νιότη μου, ποὺ λαχταρᾶ τὴ λευτεριὰ τοῦ ἀγέρα,
καὶ στὴν ψυχή μου, ποὺ ποθεῖ μοσκοβολιὲς τ' Ἀπρίλη
νὰ σβήνουνται μέσα σ' αὐτὲς τοῦ λογισμοῦ μου οἱ σπίθες.
Ἔρμη ἡ ζωή μου κι' ἂν περνᾷ γιὰ σᾶς, γιὰ μένανε εἶναι
ἡ μοναξιά μου ὁλάκερος παραδεισένιος κόσμος,
κι' ὅλο κρυφὰ μοῦ τραγουδεῖ τὸν ἐρχομὸ τοῦ πόθου.
Δὲ θὰ μοῦ ζώσουν τὸ κορμὶ τοῦ ἀντρὸς τὰ σκληρὰ χέρια,
ἂν μόνη ἐγὼ τὸν ἔρωτα προξενητὴ δὲν κάμω.
Οἱ πόθοι μου ὅταν φτάσουνε στὴν πιὸ ψηλὴ κορφή τους
καὶ γίνουν φλόγ' ἀπέραντη νὰ καίῃ καὶ νὰ μὴ σβήνη,
σὰν ἀγκαλιάσῃ τὸ αἴσθημα καρδιὰ καὶ λογισμό μου,
τόσο, ποὺ μόνον αἴσθημα νὰ νιώθω τὴ ζωή μου,
τότε θὰ γίνω σκλάβ' ἀντρὸς κι' αὐτὸς δικός μου σκλάβος.
Ἀπ' τὸν ὡραῖο τὸ Φιλητᾶ πάρτε τὸ λόγο πίσω.

ΧΡΥΣΟΝΟΜΗ

Μὰ συλλογίσου· ἀπ' τὴ γενιὰ τῶν Ρωμανῶν κρατάει.

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Κι' ἂν ἤταν καὶ ρηγόπουλο, τώρα γιὰ μὲ δὲν κάνει.

ΧΡΥΣΟΝΟΜΗ

Τὴν τόση περιφρόνηση δὲ θὰ τὴ συχωρέσῃ.

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Ἄμυαλος ἂν γεννήθηκε, νὰ ἐκδικηθῇ ἂς ζητήσῃ.

ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΣ

Ἔ! φτάνει πιά! τὸ λόγο μου νὰ τὸν κρατήσω ξέρω.

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Σὰν δύσκολο μοῦ φαίνεται.

ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΣ

Κόρη ἄμυαλη! στ' αὐτιά μου
ἔφτασαν λόγια ἀπίστευτα. Δὲ θέλησα καθόλου
νὰ τὰ προσέξω. Φρόνιμη σὲ νόμιζα· μὰ τώρα
βλέπω, πὼς εἶναι ἀληθινὰ καὶ νιώθω τὴν αἰτία
τῆς ἀρνησιᾶς σου! Ὁ Χατζερῆς φουντόνει τὸ αἴσθημά σου!

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Ἡ κατηγόρια σου ἄδικη πὼς εἶναι, τὸ γνωρίζεις.
Μπροστά σου ἐγὼ τοὺς ἔδιωξα τοὺς φίλους του, ποὺ μοὔρθαν προξενητάδες ταπεινοί.

ΧΡΥΣΟΝΟΜΗ

Κι' αὐτούς, ὅπως τοὺς ἄλλους.

ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΣ

Ὑποκρισία! Τὄξερες, πὼς δὲν τὸν θέλω ἐκεῖνον,
τῆς νύχτας τὸν τριγυριστῆ καὶ τὸν κοριτσοπλάνο,
κι' ἀρνήθηκες γιὰ νὰ μπορῇς κρυφά μας νὰ τὸν σμίγῃς.

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

Γιὰ τὴν ἁγνὴ συνείδηση τὸ ψέμα μένει ψέμα.

ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΣ

Μὰ ἀλοίμονό σας καὶ τῶν δυό, μιὰ στάλ' ἂν εἶναι ἀλήθεια,
ἀπ' ὅσα λέν! Εἶμ' ἄρχοντας, ποὺ ξέρω νὰ παιδεύω!
Ὁ Χατζερῆς! τὸ δυνατὸ κι' ὄμορφο παλλικάρι
ξέρει γι' ἀγάπη νὰ μιλῇ, καρδιὲς νὰ ξεπλανεύῃ,
γι' αὐτὸ κ' οἱ κόρες οἱ ἄμυαλες τρελλαίνονται μαζί του.
Μὰ ἀλοίμονό του! σκότωσε τὸν Κίνναμο μπροστά σου
γιὰ χάρη τῆς ἀγάπης σου. Τὸν Κίνναμο τὸν ἄξιο
πολεμιστή, ποὺ συγγενῆ πολυακριβὸ τὸν εἶχα
καὶ μὲ λαχτάρα γι' ἄντρα σου τὸν κρυφονειρευόμουν.
Μὰ ἐσὲ σ' ἀρέσει ὁ Χατζερῆς! Ὁ Χατζερῆς ὁ πλάνος!
Ξέρε ὅμως, ὅτι ὁ τάφος σας εἶν' ἕτοιμος, ἀνίσως
ὥς στὸ πρωῒ τὴ γνώμη σου δὲν τὴν ἀλλάξῃς. Μόνη
σ' ἀφίνουμε γιὰ νὰ σκεφτῇς καὶ σκέψου ὅλη τὴ νύχτα.
(Φεύγει μὲ τὴ Χρυσόνομη ἀπὸ τὴ δεξιὰ θύρα)

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ

(Σὲ λίγο πηγαίνει πρὸς ἕνα ἀνοιχτὸ παράθυρο, ἀπ' ὅπου φαίνεται, πρὶν καλονυχτώση, νὰ προβαίνῃ τὸ φεγγάρι).
Τοῦ ἥλιου ἀδερφή, τῆς νύχτας φωτοδότρα,
μέσα μου ρίξε τ' ἁπαλὸ τὸ φῶς σου
νὰ ἰδῶ τοῦ ἐγώ μου τὰ κρυμένα βάθη,
νὰ νιώσω τί ποθῶ, τί θέλω, ποιὰ εἶμαι.
Μὲ ζώνει ἡ ἐπιθυμία κι' ὅλο μ' ἀδράχνει
τοῦ ἄγνωστου ὁ φόβος· κι' ὅμως πάντ' ἀκούω
νὰ φτάνῃ στὴ ζωή μου κάτι, ποὺ εἶναι
ὡσάν τραγούδι μακρινό και λέει
τοὺς κρυφοὺς πόθους, ποὺ ἄγρυπνοι φωλιάζουν
μὲς στὴν ψυχή. Μὰ τρέμω. Πέρ' ἀκόμη
ἀπὸ τῆς σάρκας τὴν ἀγάπη θέλω
τὸ λογισμὸ νὰ φέρνω. Ἡ τρικυμία
τοῦ πάθους δὲ μὲ φτάνει. Πιὸ μεγάλη
θάλασσ' ἀποζητῶ νὰ ταξιδεύουν
οἱ πόθοι, ποὺ ξυπνοῦνε ξαφνιασμένοι.
Χρυσοπηγὴν ὀνείρων τὴ ζωή μου
τὴ νιώθω καὶ τὸ νοῦν ὑψόνω πάντα
πρὸς τ' ἄγνωστο, ποὺ ὁ τρόμος του μὲ δένει.
Τοῦ ἥλιου ἀδερφή, τὸ φῶς σου ἂς λύσῃ
τὰ μάγια, ποὺ μὲ δένουν, κι' ἂς μοῦ δείξῃ
τὸ δρόμο γιὰ τὸ μέγα μου ταξίδι.
(Μπαίνει ἡ Ἐλόπη ἀπὸ τὴ δεξιὰ θύρα).