ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Πασαγιάννης, Σπήλιος

Ποιος θα βαρέσει την καμπάνα

ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΒΑΡΕΣΕΙ ΤΗΝ ΚΑΜΠΑΝΑ

Ὁ γέρος μὲ τὰ θλιμμένα μάτια, ποὺ ἔστεκε κάτω ἀπὸ τὸ καμπαναριό, εἶταν νειὸς ὄμορφος μὲ ξανθὰ μαλλιὰ τότε. Πολὺ ξανθά. Γιὰ τοῦτο τὸ λόγο εἶταν τάχα ποὺ τὸν παρανόμαζαν Λιάρο στόν τόπο; Δὲν τὸ ξέρουμε. Κεῖνο ὅμως ποὺ μᾶς εἶναι γνωστό, εἶναι πὼς ἔψαιλνε γιὰ χρόνια στὴν παληὰ βυζαντινὴ ἐκκλησιά, ὁ γέρος ποὺ ἔστεκε κάτω ἀπὸ τὸ καμπαναριό. Καὶ ὁ Παπασπύρος βέβαια τὸν ἐπῆρε στὴν ἐνορία του, στὴν ἐκκλησιὰ τὴ Βυζαντινή, γιὰ ψάλτη, δεξιὸ ψάλτη.

Ὅταν διάβαινα ἀπὸ τὴν παληὰ Βυζαντινὴ ἐκκλησιὰ − καὶ περνοῦσα πάντα κατὰ τὰ δειλινὰ κεῖνο τὸ καλοκαίρι − τὸν ἔβλεπα καθισμένο κάτω ἀπὸ τὸ καμπαναριὸ τὸ γέρο μὲ τὰ θλιμμένα μάτια. Καὶ θυμᾶμαι καλὰ τώρα πὼς μὲ κοίταζε, μὲ κοίταζε παράξενα. Μὰ μοῦ φαίνεται πὼς τὸν χαιρετοῦσα κιόλας τὸ γέρο καὶ πὼς τον συλλογιζόμουν στὴ συμπαθητική μου στράτα, ποὺ ἔβγαινε στ' ἀμπέλια.

Πῶς ἔτυχε τάχα νὰ τὸν ἀπαντήσει τότε ὁ Παπασπύρος στὸ παλιὸ βορινὸ καφφενεδάκι τοῦ βράχου καὶ νὰ τοῦ μιλήσει νὰ γίνει δεξιὸς ψάλτης τῆς ἐνορίας του − τοῦτο δὲν τὸ ξέρουμε. Μόνο ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ πέρασε ψάλτης, δεξιός, ψάλτης, στὴν παλιὰ βυζαντινὴ ἐκκλησιὰ μὲ τὸ καμπαναριό, καὶ ποὺ στέκει τώρα πάντα ὁ γέρος μὲ τὰ θλιμμένα μάτια, μόνο ἀπὸ τότε τὴν ἔβλεπε στὸ γυναικωνίτη. Καὶ σὰν ἔψαιλνε το χερουβικό, καὶ σήκωνε καὶ ἀνεβοκατέβαζε τὴ φωνὴ σ' ἕνα γλυκύτατο πά, βού, γά, δί, τῆς ἔστελνε τὸ χαιρετισμό του.

Μιὰ μέρα ἐστάθη ἀπάνω ἀπὸ τὴν ὄχτη τοῦ ξεροπόταμου, στὸ δρόμο ποὺ γυρίζουν ἀπὸ τάμπέλια, καὶ τὴν περίμενε. Πῶς τὴν περίμενε, καὶ γιατί τάχα τὴν περίμενε, καὶ γιατί τάχα τὴν περίμενε στὴν ὄχτη τοῦ ξεροπόταμου; Ὅπως καὶ νὰ εἴταν τὴν περίμενε. Ἕνας ἀγωγιάτης ἐπέρασε. Ἐρχόταν βέβαια ἀπὸ τὸ δάσος μὲ τὴ μούλα του φορτωμένη δαδόξυλα. Ὕστερα διάβηκε ἕνας νειὸς χλωμὸς ὁδηγώντας δυὸ βόϊδα. Καὶ φώναξε δυνατά. Λιάρο! Λιάρο! Καὶ τὸ βόϊδι σὰν ἐπέρασε τὴν ὄχτη, μουκάνισε θλιβερὰ κοιτάζοντας καταπίσω, σὰν κάτι νὰ περίμενε. Καὶ ὁ γέρος ποὺ στέκει πάντα κάτω ἀπὸ τὸ καμπαναριὸ συλλογίστηκε. Τί ν' ἀποζητάει τάχα τὸ ἔρμο;

Καὶ σὰν κείνη δὲν ἐπέρασε − καὶ ὡς τώρα νὰ περίμενε δὲ θὰ περνοῦσε ἀλήθεια − ἀποφάσισε νὰ φύγει. Καὶ κατὰ τὸ σούρπωμα ἐπῆγε μέσα στὴν αὐλὴ τοῦ Παπασπύρου, στάθηκε πλάϊ στὸ μουλάρι ποὺ ἔτρωγε σανὸ σὲ μιὰ κοφφίνα, καὶ φώναξε κατὰ τὸ παραθύρι μὲ τὴ γλάστρα τῆς μαντζουράνας. «Μάρθα! Μάρθα!» Ἀπόκριση δὲν ἦρθε ἀπὸ τὸ παραθύρι μὲ τὴ γλάστρα τῆς μαντζουράνας. Τὸ μουλάρι γύρισε τὸ κεφάλι μασῶντας καὶ τὸν κοίταξε.

Μὰ στὴν ἄλλη φράχτη τοῦ γειτονικοῦ κήπου εἴταν μιὰ μυγδαλιὰ ἀνθισμένη, καὶ πλάϊ στὴ μυγδαλιὰ τὸ πηγάδι. Ἀπὸ ἐκεῖ ἦρθε ἡ φωνή. Τὸ κοριτσάκι βέβαια τὸν φώναξε, ποὺ εἴταν ἀκουμπισμένο στὸ γύρο τοῦ πηγαδιοῦ. «Μὲ λὲν καὶ μένα Μάρθα». Καὶ τὸ κοριτσάκι ἔσκυψε τότε μέσα στὸ πηγάδι καὶ ξαναφώναξε «Μάρθα!» Ἡ γυναίκα ποὺ μάζευε τἄσπρα ροῦχα τ' ἀπλωμένα στὴ φράχτη ἀπὸ τοὺς ἀσφαλαχτοὺς κάτι εἶπε στὸ κοριτσάκι. Καὶ κεῖνο τότε γέλασε δυνατά, κάτι γέλοια ποὺ τὰ θυμᾶται ἀκόμα ὁ γέρος ποὺ στέκει τώρα κάτω ἀπὸ τὸ καμπαναριό.

Ὁ Λιάρος, ποὺ τὸν ἔλεγαν ἔτσι στὸν τόπο − τάχα γιατί εἶχε ξανθὰ μαλλιά; − δὲν ξαναπῆγε νὰ φωνάξει κατὰ τὸ παραθύρι μὲ τὴ γλάστρα τῆς μαντζουράνας. Ὅλη τὴ νύχτα γύριζε μέσα στὶς ἐλιές.

Μόνο κατὰ τὸ χάραμα ἐπῆγε κι ἐστάθηκε κάτω ἀπὸ τὸ καμπαναριὸ τῆς παληᾶς Βυζαντινῆς ἐκκλησιᾶς, καὶ ἀκούστηκε νὰ λέει ἕνα τροπάρι, ἕνα πά, βού, γά, δί, σὰν τὸ Χερουβικό.

Καὶ σὰν ἐχάραξε καλά, ἐπῆγε κατὰ τὸ σπίτι, τοῦ Παπασπύρου κ' ἔλεγε πάλι νὰ φωνάξει: Μάρθα! Μάρθα! Μὰ μπαίνοντας ἀπὸ τὴν αὐλόπορτα εἶδε ἄνθρωπο στὴν αὐλή.

Καὶ ὁ μαστρογιάννης ποὺ τὴν ἔφτιασε, ὁ μαραγκός, μόλις τὴν ἐπίθωσε τὴν κάσσα χάμω στὴ γῆ, ἀναστέναξε καὶ εἶπε, σὰν μὲ τὸν ἑαυτό του: «Τὸ ἔλεγα γώ, τὸ εἶπα γώ». Κ' ἔβγαλε τὴν καπνοσακούλα του, ποὺ εἴταν μιὰ φούσκα ἀρνίσια, γιὰ νὰ στρίψει τσιγάρο. Ἔτσι εἶταν.

Μιὰ γρηούλα μ' ἕνα κεραμίδι λιβάνι ἀναμένο στὸ χέρι μπῆκε ἀπὸ τὴν αὐλόπορτα, καμπουριασμένη, μὲ μαύρη μαντήλα στὸ κεφάλι. Καὶ εἶπε στὸ Λιάρο: «Ζωὴ σὲ λόγου σου».

Καὶ ὁ μαστρογιάννης τότε, ἀνάβοντας μὲ τὸ τσακουμάκι τὴν ἴσκα, εἶπε. «Ποιός θὰ βαρέσει τὴν καμπάνα;»

Ἀπό τότε εἶναι ποὺ ὁ γέρος μὲ τὰ θλιμμένα μάτια βρίσκεται πάντα κάτω ἀπὸ τὸ καμπαναριό.