ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Κονδυλάκης, Ιωάννης

Ο Πατούχας (απόσπασμα)

Β΄.

Δύνασθε νὰ φαντασθῆτε τὴν ἔκπληξιν τῶν γονέων του, ὅταν τὸν εἶδαν μίαν ἑσπέραν νὰ φθάσῃ, χωρὶς νὰ προηγηθοῦν προσκλήσεις καὶ παρακλήσεις ἐκ μέρους των. Ἡ μητέρα του ἔκαμε τὸν σταυρόν της δοξάζουσα τὸν Θεὸν ποῦ τὸν ἐφώτισε. Βέβαια θαῦμα ἦτο αὐτὸ τὸ ἀνέλπιστο. Ὁ Σαϊτονικολῆς ὅμως ἐφοβήθη ὅτι συνέβη τίποτε κακόν, ὅτι ζῳοκλέπται ἴσως ἐπέδραμον εἰς τὴν μάνδραν, καὶ τὸν ἠρώτησε μὲ ἀνησυχίαν πῶς ἤτονε κἐκατέβηκε.

−Ἦρθα νὰ σᾶςε 'δῶ, ἀπήντησεν ἁπλῶς ὁ Μανώλης. Ἀλλ' ἀφοῦ ἐκάθησεν εἰς τὴν σκοτεινοτέραν γωνίαν τοῦ σπιτιοῦ, ὡς συνήθιζεν, εἶπε κάτι τι καταπληκτικόν:

−Θὰ κάτσω κἐγὼ στὸ χωριὸ δυὸ τρεῖς μέρες. Ὅλο στὰ βουνὰ θὰ ζῶ, σὰν ἀγρίμι;

Καὶ τὸ εἶπε μὲ τοιοῦτον πεῖσμα εἰς τὴν φωνὴν, ὡς νὰ τοῦ εἶχαν ἀπαγορεύσῃ οἱ γονεῖς του τὴν ἐπάνοδον εἰς τὸ χωριό.

Ὁ Σαϊτονικολῆς ἀντήλλαξε μὲ τὴ γυναῖκά του βλέμμα ἐκπλήξεως καὶ χαρᾶς.

−Νὰ κάτσῃς, παιδί μου, ὅσο θέλεις, εἶπεν ἡ μητέρα του. Καὶ πάντα νὰ θέλῃς νὰ μείνης, καλλίτερα· μεγάλη μας χαρά. Κἐμεῖς αὐτὸ θέμε, κανακάρη μου.

−Ἐμεῖς δὲ σὲ θέλαμε νὰ γενῇς βοσκός, μοναχὸς σου γίνηκες, εἶπε καὶ ὁ Σαϊτονικολῆς. Κιἄ θὲς ἐσὺ ἕνα νἆσαι κοντά μας, ἐμεῖς τὸ θέμε χίλια, παιδί μου.

Ἡ οἰκογένεια ὁλόκληρος ἑώρτασε τὴν ἑσπέραν ἐκείνην. Ὅλοι οἱ συγγενεῖς, θεῖοι καὶ θεῖαι, καὶ ἡ μεγάλη ἀδελφὴ τοῦ Μανώλη μετὰ τοῦ συζύγου της, ἦλθαν νὰ χαιρετήσουν τὸν ἐπανελθόντα ἀποστάτην· καὶ εἰς ὅλων τὰ πρόσωπα ἔλαμπεν ἡ χαρά, ὡς ἐὰν ὁ πρωτότοκος τοῦ Σαϊτονικολῆ ἦτο νεκρὸς καὶ ἀνέστη. Ἀπέφυγαν ὅμως τὰς συνήθεις θωπείας, διότι ἐγνώριζαν ὅτι τὰ φιλήματα τὸν ἐξηγρίωναν, σχεδὸν ὅπως οἱ ραβδισμοί. Ὁ Μανώλης ὅμως ἦτο σιωπηλὸς καὶ μόνον μὲ τὸν μικρόν του ἀδελφὸν ἀντήλλαξεν ὀλίγας φράσεις. Ὁ μικρὸς οὗτος ἐφοίτα εἰς τὸ σχολεῖον καὶ ὁ Σαϊτονικολῆς εἶχε μεγάλην ἰδέαν περὶ τῆς ἐπιδόσεώς του εἰς τὰ γράμματα, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπον μὲ τὸν ὁποῖον τὸ παιδίον παρετήρει τὴν ποιμενικὴν ἐνδυμασίαν τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ ἐκ τῶν ἐρωτήσεων τὰς ὁποίας τοῦ ἀπηύθυνεν ἐφαίνετο ὅτι εὐχαρίστως θ' ἀντήλλασσεν ὅλην τὴν σοφίαν μὲ τὸν ἐλεύθερον βίον τοῦ Μανώλη.

Ὁ δὲ Σαϊτονικολῆς, ὅστις διὰ γενναίων σπονδῶν ἑώρτασεν εἰς τὴν τράπεζαν τὸ εὐχάριστον γεγονὸς τοῦ οἴκου του, ὡμίλησεν εὐθύμως, θέλων νὰ ἐνθαρρύνῃ τὰς ἡμέρους διαθέσεις τοῦ ἡμιαγρίου υἱοῦ του, καὶ ἔκρινεν ἐπιεικῶς τὴν μέχρι τοῦδε ἀπειθειάν του. Δὲν ἦτο τίποτε· ὅλα τὰ παιδιὰ τέτοια εἶνε, μὰ σὰ μεγαλώσουν, συμμορφόνουνται κιἀκοῦνε τοὺς γονεῖς των. Δὲν μποροῦν νὰ γείνουν κιὅλοι γραμματισμένοι.

Ἔπειτα διηγήθη τὸ ἀνέκδοτον ἑνὸς βοσκοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ἤθελε καὶ αὐτὸς κατ' οὐδένα λόγον νὰ πλησιάσῃ ἄλλους ἀνθρώπους. Οὔτε γιὰ νὰ μεταλάβῃ δὲν ἔστεργε νὰ κατεβῇ στὸ χωριό. Μιὰ μέρα ποῦ τὸν εἶδε ἀπὸ μακρυὰ ὁ παπᾶς, τοὐφώναξε ὅτι ἔπρεπε νὰ κατεβῇ νὰ κοινωνήσῃ, ἀλλοιώτικα θὰ πήγαινε ἡ ψυχή του στὰ τάρταρα. Ἀλλὰ κι'ὁ βοσκὸς τοὐφώναξε: «Βάλε μού το στ' ἀραγοῦλι, πέψε μού το στοῦ Μαγούλη», κἔφυγε. «Καλὰ, εἶπε κιὁ παπᾶς, θὰ σοῦ δείξω 'γώ, ζωντόβολο!» Καὶ τὴν ἄλλη μέρα γεμίζει ἕναν ἀραγὸ ξύδι καὶ τοῦ τὸν στέλλει. Καὶ ὁ βοσκός, νομίζοντας ὅτι τὸ τουλουμάκι εἶχε κρασί, τὸ γύρισε κι' ἄρχισε νὰ πίνῃ νὰ πίνῃ, σὰν καταβόθρα, ὅσο ποῦ ἔνοιωσε τὸ ξύδι νὰ τοῦ θερίζῃ μέσα τὰ σωθικά.

Ὁ Μανώλης, ὅστις ἐξηκολούθει νὰ σιωπᾷ, κάτω νεύων, ἐγέλασε μὲ τὸ πάθημα τοῦ συναδέλφου του καὶ ἐξεθαρρεύθη ὀλίγον μὲ τὸν πατέρα του, ἀπὸ τὸν ὁποῖον τὸν ἐχώριζεν αἴσθημα ψυχρότητος καὶ φόβου.

Τὸ μικρὸν δ' ἐκεῖνο ξεθάρρευμα ἐπωφελήθη ὁ Σαϊτονικολῆς διὰ νὰ τοῦ παραστήσῃ ὅτι ἦτο καιρὸς πλέον νἀφήσῃ τὰ πρόβατα, διὰ νὰ ἔμβῃ κιαὐτὸς εἰς τὴν τάξιν τῶν ἀνθρώπων. Διὰ τὰ πρόβατα εἶχον τοὺς βοσκούς των· διὰ τὴν ἐπίβλεψιν ὅμως καὶ τὴν καλλιέργειαν τῶν κτημάτων δὲν ἤρκει μόνος ὁ γέρος· θὰ πῇς ὅτι δὲν ἦτο γέρος ἀκόμη, ἀλλὰ δὲν ἦτο καὶ νέος καὶ τὰ γεράματα ἐπλησίαζαν. Ἔπειτα ὁ Μανώλης ἔπρεπε νὰ φροντίσῃ καὶ γιὰ τὸ δικό του σπίτι. Ἦτο ἄνδρας πιά. Καὶ τὶ ἄνδρας! Ἄν ὅλοι οἱ νέοι σὰν κιαὐτὸν ἔπαιρναν τἀνάπλαγα νὰ ζοῦν σὰν ἀγριόγιδα, τὶ θὰ ἐγίνοντο ᾑ κοπελιές; καλόγρηες; Κεἶχε τώρα τώρα κάτι κορίτσια τὸ χωριό, κάτι νέα βλαστάρια, ποῦ δὲν ἤξερε κανεὶς νὰ διαλέξῃ.

−Αἴ, μωρὲ παιδί, ἀνεφώνησεν ὁ Σαϊτονικολῆς εὐθύμως, νὰ μὴν ἔχω 'γὼ τὴ νιότη σου!

−Ἔφαες τὸ κουλοῦρι σου κάτω τὴ μούρη σου! τοῦ εἶπε γελῶσα ἡ σύζυγός του, ἥτις ἱσταμένη πλησίον τοῦ υἱοῦ της, τὸν περιέβαλλε μὲ ἀκτινοβολίαν στοργῆς καὶ ἐγίνετο διερμηνεὺς τῆς σιωπῆς του. Ἐδὰ ν' ἄλλου ἀράδα.

Ἐπειδὴ δὲ ἴσως οἱ ὑπαινιγμοὶ τοῦ πατρὸς ἦσαν σκοτεινοὶ διὰ τὸν τραγίσιον ἐγκέφαλον τοῦ υἱοῦ της, ἔσκυψε καὶ τοῦ ἐψιθύρισε:

−Ἡ ἀράδα τοῦ Μανώλη μου, ποῦ θὰ τόνε παντρέψωμε μὲ μιὰ ὤμορφη κοπελιά.

Ὁ Μανώλης εἶχεν ἤδη ἐννοήσῃ ἀρκετά, ὡς ἐφανέρωσε τὸ ἐρύθημα τοῦ προσώπου του, ἀλλ' ὅταν ἤκουσε καὶ τὴν τελευταίαν ἐξήγησιν, εἰς τοιαύτην ἀμηχανίαν τὸν ἔφερεν ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἐντροπή, ὥστε ἀπώθησε τὴν μητέρα του λέγων:

−Δὲ θέλω παντριγιὲς κιἄφησέ με, ναί!

Ἀλλ' ἐνῷ ἤθελε νὰ φανῇ θυμωμένος, προδότης γέλως ἔλαμπεν εἰς τὸ πρόσωπόν του.

−Δὲ θέλεις λέει; ἀνεφώνησε γελῶν ὁ Σαϊτονικολῆς. Γιὰ ξαναπέ το, κατεργάρη!

Ὁ Μανώλης ἔκρυψε τὸ πρόσωπόν του καὶ εἶπε μὲ πεῖσμα, εἰς τὸ ὁποῖον ἐχόρευεν ἡ χαρά:

−Δὲ θέλω, δὲ θέλω, δὲ θέλω!

−Καλά, μὴ θές. Ἄφησε νὰ δῇς, τσὴ κοπελιὲς καὶ τότε τὰ λέμε πάλι.

Ὁ Σαϊτονικολῆς ἦτο κατευχαριστημένος, διότι εἶχε σχηματίσει πεποίθησιν ὅτι ὁ Μανώλης, καὶ νὰ τὸν ἔδιωχναν, δὲν θἄφευγε πλέον ἀπὸ τὸ χωριό. Καὶ ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸν του ἐφώναξε τὴν νοικοκυράν του νὰ φέρῃ κρασί, καρύδια, ἀμύγδαλα, ὅ,τι καλὸν εἶχαν στὰ πιθάρια. Ἐπειδὴ δὲ ἦτο θησαυρὸς ἀνεκδότων, ἐνίοτε παρατόλμων, διηγήθη καὶ τὸ ἁρμόζον εἰς τὴν προκειμένην περίστασιν. Κάποιος μιὰ φορὰ, διὰ νὰ σώσῃ τὸ γυιό του ἀπὸ κακὲς συναναστροφές, ἀποφάσισε νὰ τὸν ἀναθρέψῃ μακρὰν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους σἕνα ἔρημο πύργο. Ὁ νέος ἐμεγάλωσε, ἔγεινε ἄνδρας, χωρὶς νὰ δῇ ποτὲ γυναῖκες. Τότε τὸν ἐπῆρε ὁ πατέρας του κἐπῆγαν στὴν πολιτεία καὶ τὸν ἐγύρισε δεξιὰ κιἀριστερὰ. Ὁ νέος, σὰ μικρὸ παιδὶ ἀκάτεχο, ἐρωτοῦσε τὸν πατέρα του γιὰ κάθε πρᾶμμα ποὔβλεπε τεἶνε τοῦτο καὶ τεἶνε κεῖνο. Ὅταν εἶδε καὶ τὶς γυναῖκες, ἐξεστάθηκε κιἀρώτησε τὸν πατέρα του τὶ ἦσαν. «Αὐτοί, παιδί μου, εἶν' οἱ δαιμόνοι», τοὖπε ὁ πατέρας του, γιὰ νὰ τὸν φοβίσῃ, γιατ' εἶδε πῶς τοὔκαμαν μεγάλην ἐντύπωσιν. Ὅταν ἐγύρισαν πίσω στὸν πύργον των, ὁ πατέρας τοῦ εἶπε: «Ἀπ' ὅλα τὰ πράμματα ποῦ εἶδες στὴν πολιτεία, γυιέ μου, ποιὰ σοῦ ἄρεσαν καλλίτερα, γιὰ νὰ σοῦ τὰ φέρω;» −«Οἱ δαιμόνοι», ἀποκρίθηκε ὁ νέος ἀμέσως.

Ὅλοι ἐγέλασαν μὲ τὸ ἀνέκδοτον, διέφυγε δὲ μιὰ ἔκρηξις γέλωτος καὶ ἐκ τοῦ στόματος τοῦ Μανώλη καὶ ἐπειδὴ ὅλων τὰ βλέμματα εἶχον στραφῆ πρὸς αὐτόν, ἡ ἀμηχανία του ἐκορυφώθη καὶ συνεστρέφετο ἐπὶ τῆς καθέκλας, ὡς θέλων νὰ τρυπήσῃ τὴν γῆν, διὰ νὰ κρυβῇ μετὰ τῆς ἐντροπῆς του. Τοῦτο ὅμως δὲν ἠμπόδιζε ν' ἀναγνωρίζῃ ἐνδομύχως ὅτι εἶχε πολὺ δίκαιον ὁ νέος ἐκεῖνος. Μήπως καὶ αὐτὸς δὲν θὰ ἐπροτίμα ἕνα δαίμονα ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου; Καὶ ὅμως αὐτὸς καὶ τὸ θάρρος δὲν εἶχε νὰ τὸ ὁμολογήσῃ καί, ὅταν οἱ ἄλλοι τὸν ἐνθάρρυναν, ἔχανεν ἔτι μᾶλλον τὸ θάρρος του.

−Τὸ ἴδιο κιὁ Μανωλιός, συνεπέρανεν ὁ Σαϊτονικολῆς. Μᾶς ἐπεθύμησε λέει κἦρθε νὰ μᾶςε δῇ. Μὴν τὸν ἀκοῦτε. Ἦρθε νὰ βρῇ τὸν δαίμονά του. Θέλει κιαὐτὸς ἕνα δαίμονα.

Αἴ! αὐτὸ πλέον ἦτο πάρα πολύ. Ὁ Μανώλης ὅταν ἤκουσε τὸ συμπέρασμα καὶ τοὺς γέλωτας οἵτινες τὸ ἐπεδοκίμασαν, ὑπὸ τοιούτου πανικοῦ ἐντροπῆς κατελήφθη, ὥστε ἀνατιναχθεὶς ὥρμησεν, ὡς ἐκπτοηθεὶς τράγος, εἰς τὸ «μέσα σπίτι», συναντήσας δὲ τὴν μητέρα του ἐπανερχομένην μὲ τὸ κρασί, τὴν ἀνέτρεψε καὶ προχωρήσας ἐτρύπωσεν εἰς τὸ βάθος μεταξὺ τῶν πίθων.

Ἐπὶ μίαν στιγμὴν ὅλοι ἔμειναν κατάπληκτοι διὰ τὴν αἰφνιδίαν ἐκείνην φυγήν. Ἔπειτα ὁ Σαϊτονικολῆς, ὅστις δὲν ἠδυνήθη νὰ μὴ γελάσῃ ὅταν εἶδε τὴν σύζυγόν του ἐγειρομένην ἐπιπόνως, μορφάζουσαν καὶ κρατοῦσαν ἔτι τὴν λαβὴν τοῦ θραυσθέντος δοχείου, ἐπλησίασε πρὸς τὴν μεσόθυραν κἐφώναξε πρὸς τὸν Μανώλην:

−Ἐδαιμονίστηκες, μωρέ;

−Μὲ τσοὶ δαιμόνους ποῦ κάθεσαι καὶ τοῦ λές!… εἶπεν ἡ σύζυγός του.

Ὁ δὲ Μανώλης, ὅστις εἰς τὴν φωνὴν τοῦ πατρός του διέκρινεν ἀπειλήν, ἀπήντησεν ἐκ τῆς κρύπτης του μὲ παράπονον, ὡς νὰ ἦτο ἕτοιμος νὰ κλαύση:

−Δὲ θέλω νὰ μοῦ λὲς τέτοια πράμματα, ἀλλοιῶς…

Ἀλλὰ δὲν συνεπλήρωσε τὴν ἀπειλήν, μὴ τολμῶν πλέον οὔτε νὰ διανοηθῇ ὅτι θὰ ἐπανήρχετο εἰς τὰ βουνὰ διὰ νὰ ἐξακολουθήσῃ τὸν πρότερον βίον.

Ὁ Σαϊτονικολῆς τοῦ ὑπεσχέθη ὅτι δὲν θὰ τοῦ ἔλεγε πλέον τίποτε περὶ δαιμόνων τοῦ ὡρκίσθη μάλιστα εἰς τὰ κόκκαλα τοῦ σκύλου, μὲ τὰ ὁποῖα, χάριν εὐφημισμοῦ, εἶχεν ἀντικαταστήσῃ εἰς τοὺς ὅρκους του τὰ «κόκκαλα τοῦ κυροῦ του».

Ἐνῷ δὲ ἡ Σαϊτονικολίνα ἐπέπληττε χαμηλοφώνως τὸν ἄνδρα της, διότι τὸ παράκαμε κιαὐτὸς μὲ τοὺς χωρατάδες του κιἀγρίεψε τὸ κοπέλι, ὁ Μανώλης ἐξῆλθε μὲ ἦθος διστακτικὸν καὶ φοβισμένον κἐκάθησεν εἰς μίαν ἄκραν κατὰ γῆς, ὅπως ἦτο συνειθισμένος. Κἐκείνη ἡ καθέκλα εἶχε πολὺ συντελέσῃ εἰς τὴν ἀμηχανίαν του ἐπ' αὐτῆς ἡ ἐντροπή του ἦτο περισσότερον ἐκτεθειμένη εἰς τὰ βλέμματα.

−Καλὰ ποῦ δὲν ἐκάθουντονε πρὸς τὴν ὄξω πόρτα, ἐψιθύρισεν ἐκ νέου ἡ Σαϊτονικολίνα πρὸς τὸν σύζυγόν της, ἀλλοιῶς θἄπαιρνε πάλι τὰ ὄρη κὕστερα τρέχε νὰ τόνε κυνηγᾷς.

Ὁ Σαϊτονικολῆς ἐμειδία μὲ τὴν ἁπλότητα τῆς γυναικός του. Μωρέ, δὲ φεύγει δὲν ἦρθ' αὐτὸς γιὰ νὰ φύγῃ. Τὸ πρᾶμμα ποῦ τὸν εἶχε τραβήξῃ αὐτὴ τὴ φορὰ στὸ χωριὸ ἤτονε πολὺ δυνατό, παντοδύναμο. Καὶ ἄλλο ἀνέκδοτο ἀνέβαινεν εἰς τὰ χείλη του ἡ ἱστορία ἄλλου ἀφελοῦς βοσκοῦ, ὅστις κατέφυγεν εἰς ἰατρὸν διὰ νὰ τοῦ θεραπεύσῃ παράδοξον καὶ ὀχληρὸν νόσημα. Καὶ ἄν δὲν τὸν ἠμπόδιζεν ἡ παρουσία τῆς θυγατρός του, θὰ τὸ ἔλεγεν, ἀδιαφορῶν ἄν θὰ κατελαμβάνετο ὑπὸ νέου πανικοῦ ὁ υἱός του. Τόσον τὸ ἐπίκαιρον τῆς ἱστορίας τὸν ἐγαργάλιζεν.

Ἀλλὰ μὴ δυνάμενος νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴν ἐπιθυμίαν του, ἤρχισε νὰ διαγράφῃ κατὰ διάνοιαν τὸ σχέδιον τοῦ ἐξανθρωπισμοῦ τοῦ υἱοῦ του, ἐνῷ ὁ Μανώλης, ἀναθαρρήσας ὀλίγον, ὡμίλει πρὸς τὸν ἀδελφόν του καὶ μεταξὺ ἄλλων τὸν ἠρώτα ἄν ὁ δάσκαλος τὸν εἶχε βάλῃ κιαὐτὸν στὸν φάλαγγα. Ὁ Σαϊτονικολῆς ἐμελέτα σειρὰν ὅλην ἐξημερωτικῶν μέσων, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ πρῶτον ἦτο νὰ τὸν ἀντικαταστήσῃ ὁ Μανώλης, ὡς ἀνάδοχος, εἰς ἕν βάπτισμα, διὰ τὸ ὁποῖον εἶχε δώσῃ ὑπόσχεσιν.

Τὸ πρωῒ τῆς ἐπιούσης, μετὰ τὴν λειτουργίαν, δὲν ἐχρειάσθησαν πολλαὶ προσπάθειαι διὰ νὰ πεισθῇ ὁ Μανώλης νὰ κάμῃ μετὰ τοῦ πατρός του ἕναν γῦρον εἰς τὸ χωριὸ μέχρι τῆς ἀγορᾶς. Ὁ νέος εἶχεν ἀποβάλῃ τὴν μαλλίνην ποιμενικὴν ἐνδυμασίαν· διὰ νὰ τὸν καλοπιάσῃ δὲ ἡ μητέρα του τὸν ἐνέδυσε μὲ τὰ καλλίτερα ἐνδύματα τοῦ πατρός του, τὰ ὁποῖα ὅμως τοῦ ἤρχοντο ὀλίγον στενόχωρα, καίτοι ὁ Σαϊτονικολῆς ἦτο ὑψηλὸς καὶ εὔρωστος.

Οὕτω ἔκαμε τὴν ἐπίσημον ἐμφάνισίν του εἰς τὸ χωριό. Καὶ εἴδαμεν ὁποία ὑπῆρξεν ἡ πρώτη ἐντύπωσις καὶ πῶς ἀπὸ θαυμασμοῦ ἡ Σπυριδολενιὰ τὴν ἔτρεψεν εἰς χλεύην. Τότε ἐκεῖνοι οἵτινες πρὸ μικροῦ εἶδον μόνον τὸν πλήρη ζωῆς ἔφηβον, εἰς τὸν ὁποῖον τὰ βουνὰ εἶχον δώσει τὸ ψήλωμα καὶ τὸν ἀέρα τῆς ἐλάτης, διέκριναν παντοῖα κωμικὰ ἐλαττώματα. Ἦτο παρὰ πολὺ ψηλός, τόσον πολύ, ὥστε νὰ ἐνθυμίζῃ τοὺς Σαρακηνούς, κάτι φαντάσματα φοβερὰ τῶν ἐρειπίων. Καὶ εἰς τὸ ὕψος ἐκεῖνο ἐνόμιζες ὅτι ἡ κεφαλή του ἐζαλίζετο καὶ δὲν ἐστέκετο καλά. Ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν φωνὴν δὲν εἶχε, καλέ, κάτι τι ἀπὸ τὸ βέλασμα τοῦ τράγου; Ἔπειτα ἦτο κακοζωσμένος, ἀσυστύλωτος καὶ δὲν ἤξευρε νὰ περιπατήσῃ στὸ ἴσωμα, ἀλλὰ συνεκρούοντο τὰ σφυρά του καὶ οἱ πόδες του παρέσυρον καὶ κατεκύλιον τοὺς λίθους τῆς ὁδοῦ, καὶ ἐγίνετο χαλασμὸς κόσμου. Τί πατούχας! Μέχρι τῆς ἑσπέρας τὸν ἐγνώριζον ὅλοι σχεδὸν οἱ χωριανοὶ μὲ τὸ ὄνομα τοῦτο καὶ ὅσοι τὸν εἶχαν ἴδει κατὰ τὴν ἡμέραν ὡμολόγησαν γελῶντες τὴν ἐπιτυχίαν. Αἴ, τὴ διαολολενιά, ποῦ τὰ βρίσκει! Ὅπως τῶν μεγάλων καλλιτεχνῶν τὰ ἔργα, καὶ τῆς Σπυριδολενιᾶς τὰ ἔργα εὐκόλως ἀνεγνωρίζοντο.

Ὁ Μανώλης πράγματι, ὡς νὰ ἐμάντευσε τὴν ἐντύπωσιν τὴν ὁποίαν ἔκαμεν εἰς τὰς γυναῖκας τὰς καθημένας ὑπὸ τὴν μεγάλην πλάτανον, ἦτο κατασαστισμένος καὶ ἐφαίνετο προσπαθῶν νὰ σμικρύνῃ τὸ πελώριον ἀνάστημά του καὶ νὰ κρυφθῇ εἰς τὸν πατέρα του δίπλα. Πρώτην φορὰν ἐξετίθετο εἰς τόσα βλέμματα, διότι ἕνεκα τῆς ἑορτῆς καὶ τοῦ ὡραίου ἐαρινοῦ καιροῦ, ὅλοι οἱ χωριανοὶ εὑρίσκοντο ἔξω, εἰς τὰ πρόθυρα καὶ ἐπὶ τῶν δωμάτων, καὶ ἐφαίνοντο ὡς νὰ εἶχον παραταχθῆ ἑκατέρωθεν τῆς ὁδοῦ ἐπίτηδες δι' αὐτόν. Τῳόντι δὲ ἡ ἐμφάνισίς του ἐπροκάλει κίνησιν περιεργείας καὶ ὅσαι γυναῖκες εὑρίσκοντο ἐντὸς τῶν οἰκιῶν προσέτρεχον καὶ αὐταὶ νὰ τὸν ἴδουν. Τὰ βλέμματα δὲ πρὸ πάντων τῶν γυναικῶν ἐστενοχώρουν τὸν Μανώλην, διότι εἰς αὐτὰς κυρίως ἐπεθύμει νὰ κάμῃ καλὴν ἐντύπωσιν, καὶ εἶχεν ἐλπίσει τοιοῦτον θρίαμβον ὅταν τὸ πρωῒ εἶδε τὸν ἑαυτόν του στολισμένον μὲ τὸ τσόχινον μεϊτανογέλεκον καὶ τὴν κόκκινην ζώνην· τώρα ὅμως ἐνόμιζεν ἐξ ἐναντίας ὅτι ἔκανεν ἀθλίαν ἐντύπωσιν καὶ ὅτι ὅλα τὰ βλέμματα τὰ ὁποῖα προσηλοῦντο ἐπάνω του τὸν ἔσκωπτον· ὁ φόβος δὲ οὗτος, ἀντὶ νὰ ἐντείνῃ τὰς προσπαθείας του διὰ νὰ φανῇ εὐπρόσωπος, τοὐναντίον τὰς παρέλυεν.

Ἐν τοσούτῳ πανταχόθεν τοὺς ὑπεδέχοντο φιλικοὶ χαιρετισμοί.

−Καλῶς τὰ δέχτηκες! καλῶς τὰ δέχτηκες! ἐφώναζαν πρὸς τὸν πατέρα του ἄνδρες καὶ γυναῖκες.

Ἀπηύθυναν δὲ καὶ πρὸς αὐτὸν διάφορα φιλοφρονήματα:

−Εἶντα κάνεις, Μανωλιό; Κά, τουλόγουσου γίνηκες κοντζὰ ντελικανὴς! Πότε τὤσυρες τοσονὰ μπόϊ;

Περισσότερον ἀπὸ τὸν Μανώλην σαστισμένος ἦτο ὁ σκύλος του, ὅστις τὸν ἠκολούθει ἀπὸ κοντά, μὲ τὴν οὐρὰν εἰς τὰ σκέλη, περιδεὴς προσβλέπων τοὺς σκύλους τοῦ χωριοῦ, οἵτινες προσέτρεχον πανταχόθεν, ὄχι διὰ νὰ χαιρετήσουν, ἀλλὰ διὰ νὰ ἐπιτεθοῦν κατὰ τοῦ αὐθάδους ξένου, ὅστις εἰσῆλθεν εἰς τὸ κράτος των, χωρὶς νὰ ζητήσῃ τὴν ἄδειάν των. Καὶ τόσον αἱ λυσσώδεις ἐπιθέσεις των ἐστενοχώρησαν τὸ ταλαίπωρον ζῷον, ὥστε, ἀναγκασθὲν ἔξαφνα νὰ ζητήσῃ σωτηρίαν μεταξὺ τῶν κνημῶν του κυρίου του, παρ' ὀλίγον νὰ τὸν ἀνατρέψῃ. Ὁ Σαϊτονικολῆς τοὺς ἀπεδίωκε διὰ λίθων, ἀναγκαζόμενος νὰ διακόπτῃ τὰς ὁμιλίας, τὰς ὁποίας συνῇπτε μὲ τοὺς συναντωμένους· ἀλλὰ μετ' ὀλίγον ἐνεφανίζοντο ἐξ ἄλλων παρόδων, ἀπὸ τὰς θύρας καὶ τὰ δώματα, ἀενάως πληθυνόμενοι διὰ νέων ἐπικουριῶν. Οὕτω δὲ τὴν πορείαν πατρὸς καὶ υἱοῦ διὰ τοῦ χωρίου συνώδευεν ἡ βοὴ ἐκείνη τῶν ὑλακῶν καὶ ἐπηύξανε τὴν σύγχυσιν τοῦ Μανώλη, ὅστις ἁρπάσας πέτραν μεγάλην, τὴν ἔρριψεν ὡς ὠργισμένος Τιτὰν κατὰ τῶν σκύλων. Τἀποθαμένα σας! νὰ μᾶςε φᾶτε θέτε; Ἀλλ' ἀντὶ τῶν σκύλων, ὀλίγον ἔλειψε νὰ φονεύσῃ ἕνα γέροντα, θερμαίνοντα εἰς τὸν ἥλιον τοὺς ρευματισμούς του.

Τὸν δρόμον διέκοπτε, μεταξὺ δύο θορυβωδῶν νερομύλων, ὑψηλὸν μυλαύλακον, τοῦ ὁποίου τοὺς τοίχους ἐκάλυπτον βρύα καὶ θάμνοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸ νερὸν κατέρρεε μὲ κελαρυσμὸν ἀπειρόφωνον. Ὁ Σαϊτονικολῆς, ἀκολουθούμενος ὑπὸ τοῦ υἱοῦ του, διῆλθε τρέχων ὑπὸ τὴν βροχὴν τῆς ἁψῖδος τοῦ μυλαυλάκου. Ὅταν δ' ἐπέρασαν, εἶδαν ὅτι πέντε ἤ ἕξ χανούμισες, ποῦ ἔπλυναν σκυμμέναι πλησίον τοῦ μύλου, εἶχον σταθῆ καὶ τοὺς παρετήρουν, ὅπως ἦσαν εἰς τὸ νερόν, μὲ τὰς ἐσθῆτας ἀνασυρμένας ἄνω τῶν γυμνῶν κνημῶν, μὲ τοὺς λευκοὺς πέπλους ριμμένους ἐπὶ τῶν νώτων καὶ κρατουμένους εἰς τὴν ὀσφύν. Μία μόνον εἶχε σύρει τὸ γιασμάκι πρὸς τὸ πρόσωπον διὰ νὰ καλυφθῇ τάχα.

Μία δὲ ἄλλη, μεσόκοπη, μὲ γιασμάκι δαμασκωτόν, εὑρίσκετο πέραν, εἰς τὸ «πηγάδι», ἁπλώνουσα τὰ πλυμένα της κατὰ σειρὰν ἐπὶ τῶν θάμνων τοῦ μυλαυλάκου· καὶ ἐκεῖθεν ἐφώναξε πρὸς τὸν Σαϊτονικολῆν κάτω:

−Καλῶς τὰ δέχτηκες, γείτονα! Γυιός σου δὲν εἶνε ὁ ντεληκανής;

−Γυιός μου, Ἀϊσὲ χανούμη, ἀπήντησεν ὁ Σαϊτονικολῆς.

−Νὰ τόνε χαίρεσαι.

−Καὶ τουλόγουσου νὰ χαίρεσαι τὰ δικά σου.

Ὁ Μανώλης ὅμως ὀλίγον ἐπρόσεξεν εἰς τὴν φιλόφρονα ἀλλ' ἡλικιωμένην χανούμισαν. Τὰ βλέμματά του, εἰς τὰ ὁποῖα ἔδιδε θάρρος ἡ ἀπόστασις, ἐστρέφοντο, κατὰ προτίμησιν, πρὸς τὸ ἄλλο μέρος τοῦ μυλαυλάκου, ὅπου διέκρινε νεαρὰ καὶ εὐειδῆ πρόσωπα καὶ ὅπου αἱ ἀνασυρμέναι ἐσθῆτες ἤσαν ἀποκαλυπτικώτεραι διὰ τὴν περιέργειάν του. Ἐτόλμησε μάλιστα, ἐνῷ ἀπεμακρύνοντο, νὰ στραφῇ καὶ νὰ παρατηρήσῃ ἐκ νέου. Δι' αὐτὸν ἄλλως αἱ γυναῖκες ἐκεῖναι δὲν ἦσαν ὅπως αἱ ἄλλαι, διότι ἦσαν τούρκισσες.

Ἀλλὰ καὶ τὰ λαθραῖα βλέμματα τὰ ὁποῖα ἔρριπτε πρὸς τὰς ὁμοθρήσκους του γυναῖκας δὲν ἦσαν ὀλιγώτερον φλογερὰ καὶ ἀχόρταγα. Καὶ μιὰ χήρα ὥριμος, ἥτις ἐδέχθη κατάστηθα ἕνα τοιοῦτον πιστολισμόν, ἀνετινάχθη:

−Πῶς ξανοίγει! φωτιὲς βγάνουνε τὰ μάτια του!

Ἰδὼν αὐτὴν ὁ Σαϊτονικολῆς, μεταξὺ ἄλλων γυναικῶν, τὴν ἐχαιρέτησε φαιδρῶς μακρόθεν καὶ τὴν ἠρώτησε τί ἤθελε στὴν ξένη γειτονιά, διότι τὸ σπίτι της ἦτο στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ. Καὶ τί μαθαίνει ἀπὸ τὴ θυγατέρα της τὸ Μαροῦλι, ποῦ ἦτο στὴ χώρα. Νὰ μὴ τύχῃ καὶ τὴν κρατήσουν ἐκεῖ μέσα. Δόξα σοι ὁ Θεὸς τὸ χωριὸ εἶχε γαμπροὺς καλλίτερους κιἀπὸ τὴ χώρα. Καὶ διὰ νεύματος ἔδειξε τὸν Μανώλην, ὑπομειδιῶν.

Ἐνῷ δὲ ἀπεμακρύνονο, ἐπληροφόρει τὸν υἱόν του ὅτι ἦτο ἡ χήρα ἡ Ζερβούδαινα, μιὰ ὀλίγον ἐλαφρόμυαλη, «παρακούζουλη», ὅπως τὴν ἔλεγε, τῆς ὁποίας ἡ κόρη εὑρίσκετο ἀπό τινος καιροῦ εἰς τὸ Κάστρο, πλησίον μιᾶς θείας της. Ὁ Σαϊτονικολῆς ἠγάπα νὰ τὴν πειράζῃ, καί, ἄν τὴν συνήντα εἰς τὸν δρόμον, θἄλεγε τοῦ Μανώλη νὰ τῆς φιλήσῃ τὸ χέρι, ὡς σεβασμίας τάχα γραίας, διότι φοβερὰ ἐπειράζετο ὅταν ἔβλεπεν ἀμφισβητουμένην τὴν ἄλλως λίαν ἀμφισβητήσιμον νεότητά της.

Μετά τινας ἀκόμη ἐφόδους τῶν σκύλων, εἰς τὰς ὁποίας ὁ μὲν Μανώλης ἔχασε μέρος τῆς βράκας του ἀποσχισθέν, ὁ δὲ σκύλος του μέρος τοῦ αὐτιοῦ του, ἔφθασαν εἰς τὸ Τσαρσί, τὴν ἀγορὰν τοῦ χωριοῦ, μικρὰν ὁδὸν λιθόστρωτον, εἰς τὸ κέντρον τῆς τουρκικῆς συνοικίας, μὲ μαγαζιὰ ἑκατέρωθεν, τὰ ὁποῖα σχεδὸν ὅλα ἦσαν κυριολεκτικῶς παντοπωλεῖα, δηλαδὴ καφενεῖα, καπηλεῖα, μαγειρεῖα, μπακάλικα καὶ ὑφασματοπωλεῖα ἐν ταὐτῷ.

Ἡ κίνησις ἐδῶ ἦτο τόσον ζωηρὰ καὶ τόσος ὁ θόρυβος, ὥστε τὰ ἔχασεν ἐντελῶς ὁ Μανώλης, οὗτινος αἱ γεωγραφικαὶ γνώσεις ἦσαν τόσον περιωρισμέναι, ὥστε δὲν ἐγνώριζε πολλὰ μέρη τοῦ χωριοῦ καὶ μεταξὺ αὐτῶν τὸ Τσαρσί, ἀλλ' εἶχε μίαν ἀόριστον ἰδέαν ὅτι ἐκεῖ ἦσαν τὰ θαυμάσια τοῦ ἀγνώστου πολιτισμοῦ, τὸν ὁποῖον περιελάμβανε μία ἄλλη ἰδέα, ἀκόμη περισσότερον ἀόριστος καὶ περισσότερον θαυμασία, ἡ «χώρα». Τόσον δὲ ἦτο παρασκευασμένος ὑπὸ τῆς φαντασίας του νὰ ἴδῃ καταπληκτικὰ πράγματα, ὥστε ὅλα τοῦ ἐφαίνοντο μεγάλα καὶ θαυμάσια· καὶ οἱ ἑκατὸν ἤ τὸ πολὺ διακόσιοι ἄνθρωποι, οἵτινες ἐκινοῦντο εἰς τὸν χῶρον ἐκεῖνον, τοῦ ἔκαμαν ἐντύπωσιν χιλιάδων. Εἰς τοῦτο δὲ συνετέλει καὶ ἡ ποικιλία ἥν ἔδιδεν εἰς τὸ θέαμα ἡ ἀνάμιξις τῶν Τούρκων, γερόντων μὲ σαρίκια μεγάλα, τσιμπούκια καὶ παπούτσια κόκκινα ἤ μαῦρα, ἀφίνοντα γυμνὰς τὰς κνήμας, καὶ νεωτέρων μὲ φέσια τυνησιακά, τὰ ὁποῖα κατὰ τὸ πλεῖστον περιέβαλλε λεπτὸν στρόφιον, συγκρατοῦν τὴν ὀγκώδη κυανῆν φούνταν. Οἱ πλεῖστοι ἐκ τῶν τελευταίων εἶχον τὴν αὐτὴν μὲ τοὺς χριστιανοὺς ὑπόδησιν, στιβάνια ἁπλᾶ ἤ τσαρδίνια σχιστά, σφιγγόμενα δι' ἱμάντων, ὥστε νὰ προσαρμόζωνται τελείως εἰς τὴν κνήμην. Τὰ διακρίνοντα κυρίως τοὺς Τούρκους ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἦσαν τὰ ζωηρὰ καὶ ἀντίθετα χρώματα τοῦ ἱματισμοῦ. Καὶ ἐκ τῶν Χριστιανῶν πολλοὶ περιέβαλλον τὸ φέσι μὲ μανδῆλι, ἀλλὰ σκοτεινοῦ μᾶλλον χρωματισμοῦ. Ἐκ τῶν γερόντων ὅμως ἱκανοὶ ἐφόρουν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς «πετσέταν» λευκήν, ἥτις μόνον κατὰ τὸ δέσιμον διέφερεν ἀπὸ τὸ σαρίκι. Ὁ Μανώλης μάλιστα, ἐνθυμεῖτο μίαν λεπτομέρειαν περίεργον, τὴν ὁποίαν εἶχε παρατηρήσει εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Κάμποσοι ἐκ των γεροντοτέρων τούτων εἶχον, ὅπως καὶ ἐκ τῶν Τούρκων πολλοί, ξυρισμένην τὴν κεφαλήν, ἀφίνοντες εἰς τὴν κορυφὴν μικρὸν θύσανον. Καὶ φαίνεται ὅτι εἰς παλαιοτέρους χρόνους ἦτο πολὺ γενικωτέρα ἡ κόμμωσις αὕτη.

Ἀλλ' ἐκτὸς τῆς διακρίσεως τοῦ ἱματισμοῦ, ὑπῆρχε καὶ ἄλλη διαφορὰ μεταξὺ Χριστιανῶν καὶ Τούρκων, βαθυτέρα αὕτη, συνισταμένη εἰς τὸ ἦθος, τὸ ὁποῖον ἔδιδεν εἰς τοὺς Τούρκους τὸ συναίσθημα ὅτι ἦσαν οἱ κύριοι, ὄχι μὲν ἀπόλυτοι καὶ ἀχαλίνωτοι, ὅπως πρὸ τοῦ 21, ἀλλὰ πάντοτε διατηροῦντες τὴν ὑπεροχὴν ἥν ἔδιδεν εἰς αὐτοὺς ἡ ἐξουσία καὶ τὴν ὑπερηφάνειαν ἥν εἶχον ἐκ παραδόσεως.

Οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἦσαν μὲν οἱ πρὸ τοῦ 21 ραγιάδες, εἶχον ὅμως ἀκόμη ὁπωσδήπτε τὸ συναίσθημα τοῦ θέσει ὑποδεεστέρου, και τοῦ συναισθήματος τούτου ἡ ἀντανάκλασις ἐφαίνετο εἰς τὴν φυσιογνωμίαν αὐτῶν ὅσον καὶ ἄν ἤθελον νὰ τὴν κρύψουν. Ἐκ τῆς γενεᾶς, ἥτις εἶχε γνωρίσει τοὺς «μαύρους χρόνους τῆς σκλαβιᾶς», ἔζων ἀκόμη τόσον πολλοί, ὥστε νὰ μεταδίδουν καὶ εἰς τὴν φυσιογνωμίαν τῆς νεωτέρας γενεᾶς κάτι τι ἀπὸ τὴν κατήφειαν καὶ τὴν συστολὴν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, μολονότι αὐτοὶ πάλιν ἦσαν οἱ πρῶτοι τολμήσαντες νὰ ἐξεγερθῶσι κατὰ τοῦ φοβεροῦ δεσπότου καὶ παρασκευάσωσιν εἰς τοὺς νεωτέρους τὴν σχετικὴν ἄνεσιν τὴν ὁποίαν εἶχον. Χάρις εἰς τὸ θάρρος τῶν ραγιάδων ἐκείνων, οἱ νεώτεροι ἐγνώρισαν ὅτι οἱ Τοῦρκοι δὲν ἦσαν ἀήττητοι, ὅπως ἐξ ἄλλου, χάρις εἰς τὴν αὐταπάρνησιν καὶ τὸν ἡρωϊσμὸν αὐτῶν, ὁ Τοῦρκος ἔμαθε νὰ λαμβάνῃ ὑπ' ὄψιν καὶ νὰ φοβῆται τὸν Ραγιᾶν. Καὶ ὅμως δύο ἤ τρεῖς ἐκ τῆς γενεᾶς ἐκείνης ἐξηκολούθουν ἀκόμη μὲ παράδοξον ἐπιμονὴν νὰ φοροῦν τὴν μαύρην πετσέταν, τὴν ὁποίαν οἱ χριστιανοὶ ἦσαν ὑποχρεωμένοι πρὸ τοῦ 21 νὰ φέρουν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς των εἰς ἔνδειξιν δουλικῆς ὑποταγῆς καὶ ταπεινώσεως. Ἴσως ὅμως ἤθελον οὕτω νὰ δίδουν εἰς τοὺς νεωτέρους ζωηροτέραν τὴν εἰκόνα τῆς ἐποχῆς των, ἵνα καὶ τὸ μῖσος κατὰ τῶν Τούρκων μεταδίδωσιν εἰς αὐτοὺς ἀσπονδότερον καί, ὅπως ἦτο εἰς τὴν ἰδικήν των ψυχήν, ἀκοίμητον.

Πράγματι δὲ ὁ Σαϊτονικολῆς, δείξας εἰς τὸν υἱόν του ἕνα ἐκ τῶν γερόντων ἐκείνων, ὅστις διήρχετο στηριζόμενος ἐπὶ βακτηρίας, τοῦ ἐψιθύρισε μὲ φωνὴν σοβαράν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐπάλλετο ἡ ἐκδίκησις:

−Θωρεῖς πῶς ἤσανε ντυμένοι στὰ μαῦρα οἱ Χριστιανοὶ τὸν καιρὸ τῆς γιανιτσαριᾶς, γιὰ νὰ μὴ τσοὶ σκοτώνουν οἱ Τούρκοι;

Ὁ Μανώλης, ἄν ἐγνώριζεν ἀπὸ τὴν θρησκείαν ἐλάχιστα πράγματα, ἀπὸ τὴν ἱστορίαν ὅμως ἐγνώριζεν ἀρκετά, ὥστε νὰ ἐννοῇ αὐτὰ τὰ αἰσθήματα, τὰ ὁποῖα ἄλλως ἦσαν εἰς τὸ αἷμα του, ὅπως ἦσαν εἰς τὸ αἷμα ὅλων τῶν Κρητῶν.Μὲ τὸ γάλα τῆς μητρός του εἶχε θηλάσει τὸ μῖσος καὶ τὴν ἐκδίκησιν κατὰ τῶν Τούρκων. Ἀλλὰ τόση ἦτο ἡ συγκίνησις καὶ ἡ ἐκθάμβωσίς του, ὥστε δὲν ἤκουε. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἄλλως προσείλκυσε τὴν προσοχὴν αὐτοῦ καὶ τῶν ἄλλων ἡ ἐμφάνισις ἑνὸς Τούρκου, ὅστις πρωῒ πρωῒ εἶχε παραβῆ τὴν ἐντολὴν τοῦ Μωάμεθ, καὶ κλονούμενος διήρχετο τὴν ἀγοράν, προσπαθῶν ἐκ διαλειμμάτων νὰ λάβῃ στάσιν ἡρωϊκήν. Εἰς ἑκάστην δὲ τοιαύτην ἀπόπειραν, ἀνεφώνει μὲ ὑποτραυλίζουσαν φωνήν:

−Εἶμαι ἄντρας ἐγώ, μωρέ!… παλληκάρι!… Μὰ τὸ νοῦρι τοῦ Μουχαμέτη, εἶμαι καὶ φαίνομαι.

−Πρᾶμμα ποῦ φαίνεται, κολαούζη δὲ θέλει. Εἶσαι ὁ καλλίτερος ἄντρας τοῦ χωριοῦ, Δερβὶς ἀγᾶ, τοῦ ἔλεγον ἑκατέρωθεν γελῶντες οἱ χωριανοί, οἵτινες ἦσαν συνειθισμένοι νὰ τὸν βλέπουν σχεδὸν καθ' ἑκάστην εἰς αὐτὴν τὴν κατάστασιν, ἐγνώριζον δὲ ὅτι ἦτο ὁ ἀβλαβέστερος τῶν μεθύσων.

−Ἕνα χωριὸ τὸ μαρτυρᾷ, Ρωμῃοὶ καὶ Τοῦρκοι… πῶς εἶμαι παλληκάρι, εἶπεν ὁ Δερβὶς ἀγᾶς· και ἐνθουσιασθεὶς ἐπροχώρησε, προσπαθῶν νὰ τραγουδήσῃ:

Ἡ μπόμπερη κιὁ κουμπαρᾶς νὰ φάῃ τὸν περτσέ μου,

Ἄν ἴσως καὶ σ' ἀπαρνηστῶ, σγουρὲ βασιλικέ μου.

Ἔσυρε δὲ πρὸς τὸν ὦμον τὴν πλατεῖαν χειρίδα τοῦ ὑποκαμίσου του καὶ ἀπεκάλυπτε τὸν βραχίονά του, διὰ νὰ φαίνεται ἀρειμανιώτερος.

Εἰς τὸ κάτω μέρος τῆς ἀγορᾶς ἐσχηματίζετο μικρὰ πλατεῖα, ὅπου ἦσαν τὰ ἰδιαίτερα καφενεῖα τῶν Τούρκων, τὸ τζαμὶ μὲ μιναρὲν ἡμιτελῆ, καὶ ἀπέναντι αὐτοῦ κρήνη μεγάλη μὲ τουρκικὴν ἐπιγραφὴν καὶ καυκία σιδηρᾶ, κρεμασμένα δι' ἁλυσίδων, διὰ νὰ πίνουν οἱ διαβάται. Ἀλλ' οἱ Χριστιανοὶ ἀπέφευγον νὰ πίνουν μὲ τὰ τάσια ἐκεῖνα τῶν Τούρκων «γιὰ νὰ μὴ μαγαρίσουν».

Ὁ Σαϊτονικολῆς ἐπληροφόρησε χαμηλοφώνως τὸν υἱόν του ὅτι τὸ τζαμὶ ἦτον ἄλλοτε ναὸς τοῦ Μιχαὴλ Ἀρχαγγέλου, τὸν ὁποῖον, ὅπως καὶ πολλὰς ἄλλας ἐκκλησίας, κατέλαβον διὰ τῆς βίας οἱ Τοῦρκοι, ὅταν ἐκυρίευσαν τὴν Κρήτην. Ἔπειτα τοῦ ἔδειξε τὸν Μουδίρην, ὅστις συνεκέντρωνεν εἰς ἑαυτὸν ὅλην τὴν ἐξουσίαν διοικητικὴν καὶ δικαστικὴν τῆς ἐπαρχίας καὶ δι' ὀλίγων ζαπτιέδων ἤ γραμμένων, μωαμεθανῶν καὶ χριστιανῶν, ἐτήρει τὴν τάξιν. Ὁ Μουδίρης ἦτο Τουρκαλβανὸς ἐκ τῶν ἀπομεινάντων ἐν Κρήτῃ ἀπὸ τῆς αἰγυπτιακῆς κυριαρχίας καὶ διὰ τῶν ὁποίων ἡ σιδηρᾶ διοίκησις τοῦ Μουσταφᾶ πασᾶ κατώρθωσε τότε νὰ δαμάσῃ τοὺς Τουρκοκρητικοὺς καὶ ἀποκαταστήσῃ τὴν τάξιν ἐν Κρήτῃ. Καὶ κατ' ἀρχὰς μὲν ἦτο δίκαιος ἄνθρωπος· ὑπὸ τὴν τουρκικὴν κυβέρνησιν ὅμως καὶ ἐκ τοῦ συγχρωτισμοῦ του μετὰ τῶν Τούρκων τῆς Κρήτης ἔγεινε φανατικὸς καὶ διώκτης τῶν Χριστιανῶν. Ἀλλ' εἰς τοῦτο ἐφαίνετο ἀκολουθῶν καὶ τὴν πολιτικὴν τῆς κυβερνήσεώς του, ἥτις, ἀφοῦ ἠναγκάσθη νὰ δώσῃ εἰς τοὺς Χριστιανοὺς προνόμια κατὰ τὸ 1858, ἐφρόντιζε τώρα νὰ τὰ ἐκμηδενίσῃ.

Ὁ Μουδίρης ἐκάθητο εἰς τὴν μικρὰν ὑπόστεγον αὐλὴν τοῦ τζαμιοῦ μετὰ τοῦ Ἰμάμη κἐκάπνιζον τὰ μακρά των τσιμπούκια, ὁμιλοῦντες εἰς γλῶσσαν ἑλληνικήν, τὴν ὁποίαν ἐκαρύκευον μὲ τουρκικὰς λέξεις.

Ἀπὸ τῆς θέσεως ἐκείνης ὁ Μουδίρης ἠδύνατο νὰ περιλάβῃ δι' ἑνὸς βλέμματος σχεδὸν ὁλόκληρον τὸ χωριό, τὸ ὁποῖον ἐκεῖθεν ἀρχόμενον καὶ ἁπλούμενον εἰς τὸ ἐπίπεδον τῆς ἀγορᾶς καὶ τῆς τουρκικῆς συνοικίας, ἐξετείνετο ἔπειτα ἀμφιθεατρκῶς ἐπὶ τῶν κλιτύων τοῦ βουνοῦ, εὐρὺ καὶ φαιδρόν, ὡς γελαστὸν πρόσωπον, ἐν μέσῳ πλαισίου ἐξ ἐλαιώνων καὶ δασῶν καταρρύτων. Σειρὰ δένδρων ὑψηλῶν, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο ὡς ἀναβαίνοντα πρὸς τὰ ὄρη, ἠκολούθει τὸν μαίανδρον τὸν ὁποῖον διέγραφε καταρρέων διὰ τοῦ χωρίου ὁ «ποταμός», ρύαξ ἀστείρευτος, δίδων τὴν κίνησιν εἰς πέντε νερομύλους. Ἐπὶ τῶν δωμάτων ἐφαίνοντο ὅμιλοι ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, φαιδροὶ εἰς τὸ ἱλαρὸν φεγγοβόλημα τοῦ ἐαρινοῦ ἡλίου, περιάγοντες τὸ βλέμμα εἰς τὴν εὐδαίμονα κοιλάδα τὴν ἀνοιγομένην κάτω πρὸ τοῦ χωριοῦ, ὅπου τοὺς συσκίους κήπους καὶ τοὺς βαθεῖς ἐλαιῶνας διεδέχετο σμαραγδίνη θάλασσα σπαρτῶν, σχηματιζομένη εἰς ἄβακα θαυμάσιον ὑπὸ τῶν διασταυρουμένων διωρύγων, δι' ὧν ἔφευγον, ὡς ἀργυροὶ ὄφεις διολισθαίνοντες εἰς τὴν πρασινάδα, τὰ ὕδατα τῶν ρυάκων καὶ τῶν ἀμετρήτων πηγῶν. Ἐκεῖθεν τὸ βλέμμα, ἀκολουθοῦν σειρὰν διαδοχικὴν λόφων καὶ κοιλάδων ὀρεινῶν, ἔφθανε κάτω μακράν, ὅπου παραπέτασμα βουνῶν ὑψηλότερον ἐσχίζετο, σχηματίζον τὸ Φαράγγι, εἰς τὸ στόμα τοῦ ὁποίου διεγέλα μία ἰδέα θαλάσσης, μία λεπτοτάτη ταινία τοῦ Λυβικοῦ πελάγους. Πρὸς δυσμάς, εἰς τὸ ὄπισθεν τῶν βουνῶν κενόν, τὸ ὄμμα ἐμάντευε τὴν εὐρεῖαν πεδιάδα τῆς Μεσσαρᾶς, ἀπὸ τὴν ὁποίαν μεμονωμένος ἀνυψοῦτο, εἰς τὴν ἀοριστίαν ἐλαφρᾶς ὀμίχλης ὁ Κόφινας, βουνὸ μονοκόρυφον, ὅπου κατά τινα προφητείαν, ἀποδιδομένην εἰς κάποιον «γέροντα Δανιὴλ», ἔμελλε νὰ κολυμβήσῃ μοσχάρι στὸ αἷμα, κατὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς Κρήτης.

Ἀπὸ τὴν κοιλάδα καὶ ἀπὸ τὸ χωριό, ἀπὸ ὅλον ἐκεῖνο τὸν περίκλειστον, ὡς καλιάν, χῶρον ἀνεδίδετο εἰς τὴν φωτοπλήμμυραν τοῦ ἡλίου καὶ εἰς τὴν ἁρμονίαν τοῦ βόμβου τῶν ὑδάτων καὶ τῶν ἐντόμων μία χαρὰ ζωῆς, μὲ τὸν θόρυβον τῶν ἀνθρώπων συνδιαλεγομένων ἀπὸ δώματος εἰς δῶμα, μὲ τὰς φωνὰς τῶν γυναικῶν αἵτινες ἐκάλουν τὰ τέκνα των ἀπὸ τὰ ὕψη τοῦ χωριοῦ, μὲ τὰ ᾄσματα, μὲ τοὺς μυκηθμοὺς τῶν βοῶν καὶ τῶν δραγατῶν τὸ βυκάνισμα, μὲ τοὺς συριγμοὺς τῶν κοσσύφων καὶ τῶν ἀηδόνων τὸ κελάδημα. Ἀδύνατον νὰ φαντασθῇ ἄνθρωπος ὅτι εἰς τὸ εἰδύλλιον ἐκεῖνο ἐνήδρευε μῖσος θανάσιμον μεταξὺ δύο λαῶν, τοὺς ὁποίους ἐχώριζεν ἡ θρησκεία, ἀλλ' ὄχι καὶ ἡ καταγωγὴ, καὶ οἵτινες εὐκαιρίαν ἐζήτουν ν' ἀλληλοφαγωθοῦν.