ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Εφταλιώτης, Αργύρης

Φυλλάδες του Γεροδήμου (αποσπάσματα, δημοσιευμένα στην εφ. Νουμάς)

ΦΥΛΛΑΔΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΔΗΜΟΥ

Αριθμός 352, 12/7/1909 σσ.1−3

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥ

Ταξίδευα, τώρα καὶ τρία χρόνια, στ' Ἅγιο Ὄρος, καὶ γιὰ διασκέδαση καὶ γιὰ νὰ κοιτάξω κάτι χερόγραφα. Καὶ σκαλίζοντας μιὰ μέρα στὴ Βιβλιοθήκη, πῆρε τὸ μάτι μου δεμάτι χαρτιὰ τυλιγμένα σὲ κεντημένο μαντίλι, μὲ σταυρὸ ἀπ' ἔξω, κι ἀπὸ κάτω μεγάλα γράμματα, «Φυλλάδες τοῦ Γεροδήμου».

−Τί χαρτιὰ εἶν' αὐτά; ῥωτῶ τὸν Καλόγερο ποῦ μὲ συνόδευε.

−Κ' ἐγὼ δὲν καλοξέρω, ἀποκρίνεται ὁ Καλόγερος. Πέρασε πρόπερσι ἕνας γέρος ἀπὸ δῶ καὶ τ' ἀφῆκε. Δὲν ἤθελε νὰ πῇ μήτε ποῦθε ἦρθε μήτε ποῦ πήγαινε. Εἶταν ἀμίλητος κι ἀκόντευτος. Ξήγησε μόνο στὸν Ἡγούμενο πῶς αὐτὰ εἶναι τὰ χερόγραφά του, κι ὅποιος περαστικὸς ἐπιθυμεῖ ἄς τὰ διαβάσῃ, κι ὅποιος τὰ διαβάσῃ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος καὶ τοῦ ἀρέσουν, μπορεῖ καὶ νὰ τὰ πάρη μαζί του.

−Καὶ δὲν τὰ διάβασε κανένας ὡς τώρα;

−Κανένας. Τἄρριξε ὁ Ἡγούμενος μιὰ ματιὰ, καὶ μᾶς εἶπε πῶς εἶναι γραμμένα σὲ βάρβαρη γλῶσσα. Τὰ κοίταξε κ' ἕνας καθηγητὴς ποῦ ταξίδευε στὰ μέρη μας τὶς προάλλες, καὶ σούφρωσε τὰ φρύδια του καὶ τὰ χείλη του σὰν τὸ χορτᾶτο ποῦ βλέπει ξερὸ ψωμί.

−Εἶμαι περίεργος νὰ τὰ δῶ κ' ἐγὼ, εἶπα τοῦ Καλόγερου.

Καὶ κάθισα κι ἄρχισα νὰ διαβάζω. Καὶ βλέποντας ὁ Καλόγερος πῶς δὲ μ' ἔπιανε ἀναγοῦλα κ' ἐμένα, μόνο διάβαζα κι ὅλο διάβαζα, μὲ καλονύχτισε (εἴτανε βράδυ), καὶ μοῦ εἶπε, σὰν ἀποτελειώσω, νὰ κλειδώσω καὶ νὰ φέρω τὸ κλειδὶ στὸ κελλί του.

Πρέπει νὰ κοντεύανε χαράματα σὰν ξανάδεσα τὰ χαρτιὰ στὸ πανί. Τὰ πῆρα στὴν ἀμασκάλη μου, ἔσβυσα τὸ καντήλι, βγῆκα καὶ κλείδωσα τὴν πόρτα. Τρέχω στὸ κελλὶ καὶ ξυπνῶ τὸν Καλόγερο καὶ τοῦ δίνω τὸ κλειδί.

−Τὰ διάβασα ὅλα, τοῦ εἶπα, κ' εἶναι δικά μου. Ὁρίστε αὐτὸ τὸ τάλλαρο γιὰ τὴν καλωσύνη σου. Πηγαίνω τώρα στὸν ἀγωγιάτη μου, νὰ ξεκινήσω μὲ τὴ δροσιά. Ἔχε γειὰ, καὶ προσκυνήματα στὸν Ἡγούμενο.

Κ' ἔφυγα μὲ τὰ χαρτιὰ τοῦ Γεροδήμου μαζί μου. Εἴτανε χτῆμα μου, καὶ δὲν μποροῦσε κανένας νὰ μοῦ τὰ πάρῃ. Μὰ οἱ Καλογέροι εἶναι παράξενοι κάποτες, καὶ δὲν ἤθελα ν' ἀρχίσω λογομαχητὰ μαζί τους, ἀνίσως καὶ τοὺς περνοῦσε ὑποψία πῶς κάτι ἀξίζουν αὐτὰ τὰ χαρτιά. Καβαλίκεψα λοιπὸν τἄλογο κ' ἔφυγα.

Σὰν ἦρθα στὴν Ἀθήνα καὶ τὰ ξαναδιάβασα, καὶ μοναχός μου καὶ μὲ τοὺς φίλους μου, ἀποφάσισα νὰ τὰ δώσω καὶ στὸ κοινό. Μηγαρὴ δὲν εἶχα καὶ τοῦ Γεροδήμου τὴν ἄδεια; Ὁρίστε τί ἔγραφε ἐπάνω στὸ ξώφυλλο:

«Αὐτὸ τὸ χερόγραφο δὲν εἶναι μήτε ἀληθινὲς ἱστορίες μήτε παραμύθια. Εἶναι καὶ τὰ δυό. Ὅποιος τὸ πρωτοδιαβάσῃ ὡς τὸ τέλος, εἶται ὁ κληρονόμος μου. Ἄς τὸ κάμῃ ὅ,τι θέλει. Ὅποιος τὸ μισοδιαβάσῃ καὶ πῇ πῶς δὲ βρίσκει μερικὲς ἀλήθειες μέσα σ' αὐτὸ τὸ παραμυθολόγι, καὶ πῶς μερικὰ παραμύθια δὲν εἶναι κι ἀπὸ ἀληθινὲς ἱστορίες ἀληθινώτερα, ἄς ἔχῃ τὸ ἀνάθεμα, ἀμήν».

Α.Ε.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΔΗΜΟΥ

Πρὶ διαβάσῃς τὶς φυλλάδες μου, Χριστιανὲ ποῦ μὲ πῆρες στὰ χέρια σου, ἴσως θέλεις νὰ ξέρῃς ποιός εἶταν ὁ Γεροδῆμος. Ἄς σοῦ δηγηθῶ λοιπὸ μὲ λίγα λόγια τὰ πρῶτα μου χρόνια, πρὶν κατοπιαστῶ τὶς ἄλλες φυλλάδες. Ὅσο γιὰ τὰ κατόπι τὰ χρόνια, μπορεῖς καὶ νὰ τὰ μαντέψῃς ὡς ἕνα βαθμό. Τὸ παιδὶ θὰ σοῦ δείξῃ τὸν ἄντρα. Δὲ γνώρισα, καὶ πιστεύω μήτε τοῦ λόγου σου δὲ γνώρισες ἄνθρωπο ποῦ τοῦ ἄλλαξε τὰ καύκαλα ὁ καιρός.

ΠΡΩΤΗ ΦΥΛΛΑΔΑ

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ

Α΄.

ΜΑΝΝΑΣ ΓΥΙΟΣ

Γεννήθηκα στὸ σπίτι τῆς μάννας μου, σὲ νησὶ τῆς Τουρκιᾶς. Εἴταν αὐγὴ, πρῶτο λάλημα πετεινοῦ. Τὸ δικό μου εἴταν τὸ δεύτερο λάλημα τὴν αὐγὴ ἐκείνη. Ἄκουσα πῶς σὰ μὲ φάσκιωσε καὶ μὲ κρατοῦσε στὰ χέρια της ἡ μαμμῆ, ἔβλεπα τὸ λυχνάρι καὶ στήλωνα τὰ μάτια μου κατὰ τὸ φῶς. Αὐτὸ δὲ μοῦ φαίνεται καὶ παράξενο. Τὸ παράξενο εἶναι ποῦ σὰ μεγαλώσουμε δὲν ἔχουμε τόση γνώση. Χρόνια καὶ χρόνια μπορεῖ νὰ μένῃ λαὸς στὸ σκοτάδι, καὶ σπίθα νὰ δῇ, σφαλνᾶ τὰ μάτια του. Κι ἀλλοί στον ποῦ τίναξε τὴ σπίθα στὴ μέση!

Ὁ πατέρας μου συχωρέθηκε πρὶ νὰ γεννηθῶ… Εἴμουνα λοιπὸν τῆς μάννας μου γυιὸς, καὶ μ' ἐκείνην ἀρχίζω αὐτὰ τὰ πρῶτα μου χρόνια.

Καὶ τ' ἀρχίζω μὲ λίγα λόγια. Σκοπός μου, καθὼς εἶπα, εἶναι νὰ γνωριστῶ μὲ τὴν ἀφεντειά σου, ἀγνώριστε πατριώτη καὶ κληρονόμε μου. Νὰ ξέρῃς ποιός εἶναι ποῦ σοῦ ἀφίνει αὐτὴ τὴν παράξενη σερμαγιά. Ἄ σοῦ πῶ πῶς εἶμαι ὁ Γεροδῆμος, τίποτις δὲ θὰ καταλάβῃς. Ἄ σοῦ πῶ πῶς εἴμαι λιγνὸς, μαυριδερὸς, ἄσκημος, καὶ λίγο κουτσὸς, τότες ἴσως μὲ ξανατυλίξῃς καὶ στὸ μαντίλι, καὶ Θεὸς πιὰ τὸ ξέρει πότε θὰ διαβαστοῦν αὐτὲς οἱ φυλλάδες! Ἴσως ὅταν χίλια χρόνια καὶ δῶ γυρεύουνε χερόγραφα ν' ἀποδείξουν πῶς καὶ πρὸ χίλια χρόνια βρισκότανε Ῥωμιοὶ ποῦ πασκίζανε νὰ γράφουν τὴ γλῶσσα τους.

Ἐκεῖνο ποῦ ἴσως πρέπει νὰ ξέρῃς εἶναι τί λογῆς γυναίκα εἶταν ἡ μάννα μου, καὶ μὲ τί λογῆς μάτια μ' ἔμαθε νὰ βλέπω τὸν κόσμο. Καὶ τότες μὲ καλὸ ἀρχίζουμε τὴ δουλειά μας.

Πρώτη φορὰ ποῦ φύλαξα τὴν εἰκόνα τῆς μάννας στὸ νοῦ μου μέσα, εἴτανε σὰ μ' ἔνιβε μιὰ Κεριακὴ πρωῒ καὶ μὲ συγύριζε νὰ μὲ πάῃ στὴ Ἐκκλησιά. Πρέπει νὰ εἴμουν ὡς τεσσάρω χρονῶν. Πῶς πέρασαν αὐτὰ τὰ τέσσερα χρόνια, ἀπὸ τὴν ὥρα ποῦ πρωτάνοιξα τὰ μάτια μου, ὡς τὴν Κεριακὴ ἐκείνη ποῦ μ' ἔνιψε ἡ μάννα μου στῆς αὐλῆς τὴ βρυσοῦλα, εἶναι ἄγραφη ἱστορία. Στὸ νοῦ μου δὲ γράφηκε. Τί νὰ τὴ λέω; Δανεισμένα λόγια θὰ λέω. Τὸ πολὺ νὰ πῶ πῶς δὲν ὑπόφερε τὸ σπίτι μας ἀπὸ μεγάλο κακὸ, δὲν ἦρθε κανένας σεισμὸς νὰ τὸ πλακώσῃ, κανένας δανειστὴς νὰ βουλώσῃ τὶς πόρτες του, δὲν ἦρθε πιὰ κι ὁ χάρος νὰ τὸ ῥημάξῃ. Τί θέλαμε ἄλλο; Τώρα ποῦ εἴτανε χήρα, τύλιξε ἡ δύστυχη ἡ μάννα μου τὸ κεφάλι της μὲ τὴ μαύρη τὴ μαγουλίκα, δούλευε στὸν ἀργαλειὸ, κ' ἔτσι ζούσαμε. Ἡ ἀδερφή μου ἡ Ἀννοῦλα, ἕξη χρόνια μεγαλήτερή μου, κοίταζε τὶς μικροδουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ, μοῦ ἔκανε καὶ τὴν παραμάννα. Βλέπεις τώρα πῶς εἶχα κι ἀδερφή. Τὴ ζωγραφιά της θὰ τηνε δῇς κατόπι. Τὴ φυλάγω σὲ ξεχωριστὴ γωνιὰ τῆς καρδιᾶς μου, μὲ καντηλάκι ἀναμμένο μπροστά της ποῦ δὲ σβύνει ποτές.

Πήγαμε λοιπὸ στὴν ἐκκλησιὰ ἐκείνη τὴν Κεριακή. Ἐκεῖ, μέσα στὸ γυναικίτη, μπροστὰ στὸ καφάσι, καθὼς ποῦ ἔκανε τὸ σταυρό της, ἐκεῖ ἀνασήκωσα τὸ πρόσωπό μου καὶ τὴν καλοεῖδα πρώτη φορὰ τὴ μάννα μου, μὲ μάτια ποῦ ἀφίνουν εἰκόνες μέσα στὸ νοῦ. Εἴτανε μαῦρα ντυμένη. Τὰ μάγουλά της κατάχλωμα. Ἀπὸ τὴ χαμηλωμένη ματιά της ἔσταζε τέτοια λύπη, ποῦ κοίταζες τὰ χείλη νὰ δῇς τί τρέχει, καὶ κεῖ ἔβρισκες τὴν πίκρα ζωγραφισμένη. Αὐτὰ ὅλα τὰ μάζευα τότες καὶ τἄκρυβα στὴν καρδιά μου, νὰ τἀ ἀνιστορῶ καὶ νὰ τὰ νοιώθω τώρα ποῦ μήτε κείνη πηγαίνει πιὰ στὴν ἐκκλησιὰ, μήτ' ἐγὼ ἔχω τὴ δύναμη ποῦ μαζεύει λουλούδια τῆς νιότης γιὰ τὴν ἐρημιὰ ποῦ τὴ λένε γεράματα. Ἄν εἶσαι καὶ σὺ ἑξηντάρης, ἀγνώριστε πατριώτη, πές μου, ἄν μπορῇς, πῶς δὲ βγάζεις καὶ σὺ τέτοιες εἰκόνες ἀπὸ τὸ θυμητικό σου, ὅταν καθίζης στὸν ἴσκιο τῶν χρόνων σου ἀδυνατισμένος κι ἀποσταμένος, νὰ ξεκουραστῇς καὶ νὰ δυναμώσῃς. Πές μου ἄ δὲ βρίσκῃς παρηγοριὰ στὰ γλυκά τους τὰ χρώματα, μὰ ἄς εἶσαι καὶ φονιᾶς, κι ἀβοκάτος, καὶ − δάσκαλος! Πές μου ἄ δὲ φωνάζῃ τότες κρυφὴ φωνὴ μέσα σου «Μάννα μου», κι ἄς ἔμαθες νὰ κλίνῃς τὸ «μήτηρ», μὲ τὸ δυϊκό του μαζί!

Τί παράξενο ὅμως, τίποτες ἄλλο νὰ μὴ θυμοῦμαι σ' ἐκείνη τὴ λειτουργία! Μήτε τὸν παπᾶ, μήτε τοὺς ψαλτάδες, μήτε πολυέλαιους, μήτε μανάλια! Τίποτις ἄλλο, παρὰ τὴ μάννα μονάχα! Τὴ μαυροφόρα τὴ μάννα, καὶ σύννεφα ὁλοτρόγυρα! Ξεχάστηκαν ὅλα τἄλλα, γιὰ τὴν καλή σου τὴν τύχη…

ΣΗΜ. Ἐδῶ ἀφίνουμε μερικὰ ποῦ δὲν φαίνονται χρειαζούμενα γιὰ τὸ σκοπὸ τοῦ βιβλίου.

… Ὅσες μαννάδες μποροῦνε νὰ φανταστοῦν τί σημάδια μᾶς ἀφίνουν τὰ λόγια καὶ τὰ καμώματά τους, τί φυλαχτήρια καταθέτουνε στὴν καρδιά μας, ἔπρεπε κι ἀπὸ βασίλισσες νὰ γίνουνται πιὸ περήφανες. Νὰ ξέρουνε μόνο πῶς σὰν ἀναπαύουνται στὸ μνῆμα θὰ σπαρταράῃ ζωντανὴ μιά τους πράξη, ἕνα τους χάδεμα στὸ νοῦ τοῦ παιδιοῦ τους, − τί ἄλλο θέλουν! Ποιός μεγάλος τοῦ κόσμου τεχνίτης ἀφίνει τέτοια σημάδια ἀθάνατα! Ποιός ποιητὴς, ἤ φιλόσοφος, ἤ καὶ − δάσκαλος!

Ἄλλα δυὸ χρόνια πρέπει νὰ κολυμποῦσα στὰ παιδιακήσια μου χρόνια σὰν ψάρι στὰ γαλανά του νερὰ, καὶ κόσμο δὲν ἔβλεπα παρὰ σὰν πηδοῦσα κάποτες ἀπάνω στὸ κῦμα καὶ κοίταζα στὸν ἀέρα πότε ἀχτίδες, πότε σκοτάδι.

ΣΗΜ. Κ' ἐδῶ ἀφίνουμε μερικὲς σελίδες.

Β΄

ΠΡΩΤΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΙ ΠΟΝΟΙ

Περνοῦσαν ὡς τόσο τὰ χρόνια. Τὸν ἔννοιωθα πιὰ τώρα τὸν ἑαυτό μου. Ἤξερα πῶς εἴμαστε φτωχοὶ, πὼς ἔπρεπε νὰ δουλεύῃ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ζήσῃ, πῶς γι' αὐτὸ δούλευε ἡ μάννα μου, καὶ πῶς σὰ μεγαλώσω θὰ δουλεύω κ' ἐγώ. Δηλαδὴ τὄξερα καθὼς ἤξερα πῶς κάθε βράδυ βασιλεύει ὁ ἥλιος καὶ βουτάει στὸ πέλαγο. Το γιατί τους δὲν τὸ ἀπείκαζα· τὸ γιατί γλυκοχαράζει κατόπι, κι αὐτὸ ὄχι πάντα. Στὰ παιδιακήσια τὰ χρόνια τὰ παίρνουμε καθὼς φαίνουνται ὅλα. Ζουγραφιὲς μαζεύουμε καὶ τίποτις ἄλλο. Μὰ αὐτὸ δὲν πάει νὰ πῇ καὶ πῶς δὲ νοιώθουμε κόσμο. Παιδὶ δὲν εἶναι ποῦ δὲ σκαρώνει ἕνα μικρόκοσμο γύρω του, μὲ τοὺς φίλους του, μὲ τοῦς ἐχτρούς του, ἄλλους νὰ τοῦ ζητοῦνε δανεικὰ, ἄλλους νὰ τονε ζηλεύουν, ἄλλους νὰ τὸν κατατρέχουν, κι ἄλλους νὰ τονε διαφεντεύουν. Παιδὶ δὲν εἶναι ποῦ δὲν ἔχει τίς συλλογές του, τὶς πίκρες, τὶς στενοχώριες. Ποιός δὲ θυμᾶται σπάσιμο παιχνιδιοῦ, φταίξιμο ποῦ δὲν κρύβεται, ποιός δὲν ἔννοιωσε κοφτερὸ μαχαιράκι στὴν καρδιὰ του σὰν ἔφευγε κανένας ἀγαπημένος ἀπὸ τὸ σπίτι, ἤ κι ἀπὸ τὴ γειτονιά; Ἐγὼ τονε θυμοῦμαι ἀκόμη τὸ φίλο μου τὸ Ζανούλη σὰν ταξίδευε γιὰ τὴν Ἴμπρο μὲ τὸν πατέρα του. Ράγιζε ἡ καρδιά μου. Εἴτανε βράδυ ὅτα μὲ πλάκωσε ἡ θλίψη αὐτή. Ἡ Ἀννοῦλα συγύριζε τὸ τραπέζι καὶ τραγουδοῦσε τὸ καινούριο τραγούδι τῆς Λενιὼς τοῦ Καλαφάτη. Κ' ἡ μάννα, γιὰ νὰ μὲ κάμῃ νὰ λησμονήσω τὸν πόνο μου, ἄρχισε νὰ μοῦ δηγᾶται τὴν ἱστορία τοῦ τραγουδιοῦ. Μοῦ παράστηνε κάτι Τούρκους ποῦ ἔρχουνται ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ φέρνουνε χαλασμό. Πατοῦνε σπίτια καὶ πύργους, σκοτώνουνε χριστιανοὺς, κλέβουν τὰ παιδιά τους, καὶ τὰ παίρνουνε στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὰ τουρκέβουν. Σὰν πέτρες ἔπεφταν αὐτὰ τὰ λόγια στὸ μικρό μου κεφάλι. Ξεχνῶ τὴν ἱστορία τῆς Λενιὼς, κι ἀρχίζω καὶ ρωτῶ χίλια ἄλλα πράματα. Γιατί τοὺς ἀφίνουμε τοὺς Τούρκους καὶ τὰ κάμνουν αὐτά; Πῶς δὲ λέμε τοῦ Δεσπότη νὰ τοὺς παιδέψῃ; Καὶ σὰν τουρκέψουν, τί γίνουνται τὰ παιδιά; Κ' ἡ μακαρίτισσα μοῦ τὰ ξηγοῦσε ὅλα μὲ ὑπομονὴ, πῶς αὐτοὶ εἶναι πιώτεροι ἀπὸ μᾶς, πῶς εἶναι ἀφεντάδες αὐτοὶ, πῶς ἐμεῖς ἄλλο φίλο δὲν ἔχουμε παρὰ τὸ Θεὸ, κι ὁ Θεὸς θὰ μᾶς γλυτώσῃ μιὰ μέρα ἀπὸ τοὺς Τούρκους, καθὼς μᾶς γλύτωσε ἀπὸ τὸ θανατικὸ πρόπερσι.

Μὲ θεράπεψε ἡ προφητεία αυτή. Ὁ Θεὸς θὰ μᾶς γλυτώσῃ. Ἕνα φύσημα, καὶ θὰ τοὺς πετάξῃ ὅλους στὴ θάλασσα. Ἐμεῖς θὰ καθούμαστε στὰ μιντέρια, κι αὐτοὶ θὰ πετοῦν καὶ θὰ φεύγουν.

− Ὡς τόσο τί τὴν ἔκαμαν τὴ Λενιώ; ρωτῶ ἄξαφνα.

Ἐκείνη τὴν ὥρα, νά καὶ μπαίνει ὁ γερο−Βασίλης. Ὁ γερο−Βασίλης εἶχε παρμένο ἀποκοπὴ τὸ χτῆμα μας στὴν ἀγαπημένη αὐτὴ τὴν ἐξοχὴ ποῦ περνῶ τώρα τὰ γερατειά μου, καὶ ποῦ τὴ λένε Μεσοβούνι. Ἐρχότανε συχνὰ τὸ βράδυ, καὶ δειπνοῦσε μαζί μας. Πρόσχαρος γέρος, λίγα λόγια μὲ ξένους, πολλὰ μὲ δικούς. Μποροῦσε νὰ πηδήξῃ σὲ πηγάδι γιὰ νὰ γλυτώσῃ σκυλὶ, μὰ εἶταν καλὸς καὶ νὰ ξαντερώσῃ κλέφτη, ἄν τὸν ἔπιανε στἀμπέλι. Κατοικοῦσε στὸ χτῆμα, στὸ ἴδιο μέσα τὸ καλύβι ποῦ γράφουνται αὐτὲς οἱ φυλλάδες, χτισμένο σὲ χρόνους ποῦ δὲν τοὺς ἔφταξε μήτε κεῖνος. Καὶ τώρα ποῦ εἴτανε χειμῶνας, ἀνέβαινε στὸ χωριό. Ἔτρωγε, κουβέντιαζε, κ' ὕστερα πλάγιαζε. Καὶ τὸ πρωῒ, πρὶ νὰ φέξῃ, εἴτανε φευγᾶτος μὲ τὸ ζεμπίλι του.

Ἔμπαινε λοιπὸν ὁ Βασίλης ἐκείνη τὴ βραδιὰ, κι ἀπὸ τὸ συνηθισμένο του πιὸ γελαζούμενος. Εἶταν καλὸς ψαρᾶς, καὶ θαρρέψαμε πῶς ἐμᾶς ἔφερνε μεγάλη ἀρμαθιὰ σαργούς. Μὰ τὸ ζεμπίλι ἄλλο ἀπὸ μαῦρες ἐλιὲς δὲν εἶχε.

−Τί τρέχει, γέρο, καὶ μᾶς ἔρχεσαι ἀπὸψε τόσο χαρούμενος; ρωτάει ἡ μάννα.

−Τηνὲ βρῆκα τὴ Λενιῶ καὶ τὴν ἔφερα πίσω ἄρρωστη καὶ χλωμὴ, ἀδυνατισμένη, μὰ ἀπείραχτη καὶ τιμημένη σὰν τὴ δροσιὰ πὰς στὸ φύλλο. Ὁ Θεὸς τῆς ἔστειλε τὴν ἀρρώστια καί τηνε γλύτωσε ἀπὸ τὰ καταραμένα τους νύχια. Δέκα μέρες βασανιζότανε στοῦ Καρὰ Μεχμέτη τὴν κούλα, ποῦ τηνε φύλαγαν κρυμμένη ὥσπου νὰ γιάνῃ, μὰ πήγαινε ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χερότερο. Ἔτρεμε μερονυχτὶς σὰ νὰ εἴτανε μαγεμένη. Μὰ ἐγὼ θαρρῶ πῶς εἶχε τὴν Παναγιὰ μέσα της καὶ τηνε βοηθοῦσε. Εἴπανε νὰ τὴν ξεκάνουνε, μὰ τὸ εἶχαν προσταγὴ ἀπὸ τὸν ἀφέντη τους νὰ μὴν τὴν ἀγγίξουν ὥσπουν νἄρθῃ στὸ δικό του χαρέμι. Φωνάζουνε λοιπὸν τὸν ἅγιο τους τὸν Ντεντὲ νὰ τὴ διαβάσῃ καὶ νὰ τὴ γιατρέψῃ. Τὴ βλέπει ὁ Ντεντὲς καὶ λέει πῶς αὐτὴ γιατρεμὸ δὲν ἔχει, γιατὶ κρατάει Τιμίο Ξύλο ἀπάνω της, ποῦ θὰ τὴ φυλάῃ μισοζώντανη ὥσπου νὰ γυρίσῃ σπίτι της. Αὐτὸς δὲν τολμοῦσε νὰ τἀγγίξῃ τὸ Τιμίο Ξύλο, κ' εἶπε καὶ τοὺς ἄλλους νὰ μὴν τἀγγίξουνε, γιατὶ θὰ γίνουνε σκόνη ἐκεῖ ποῦ στέκουν. Τὴν παίρνουνε λοιπὸν τὴ Λενιὼ βράδυ βράδυ καὶ τὴ βγάζουν ὄξω, καὶ τὴν ἀφίνουν ἴσια ἴσια κοντὰ στ' ἀμπέλι μας, στὴν ἀκρογιαλιά. Ἐγὼ τότες ἀκούγω κλάματα, καὶ πάω νὰ δῶ τί τρέχει. Χώνουμαι ἀνάμεσ' ἀπὸ τὶς καλαμιὲς, σκύβω, καὶ τί νὰ δῶ! Τὴ Λενιὼ τοῦ Καλαφάτη! Τὴν ἀνέβασ' ἀπὸ τὸν τοῖχο κρυφὰ κρυφὰ. Δὲν ἤξερ' ἀκόμα τὶ ἔτρεχε. Θάρρεψα πῶς τοὺς ξέφυγε ἡ μικρή. Τὴν πῆρα στὸ καλύβι, καὶ ρωτῶντας την ἔμαθ' αὐτὰ ποῦ σᾶς εἶπα. Μοῦ τἄλεγε κλαίγοντας. Δὲν τὸ καλοπίστευα πῶς ἔβλεπα τὴ Λενιώ. Καὶ σὰ συλλογιούμουν ἀπὸ τὶ Κόλαση γλύτωσε, ἀνέβαινε μεγάλος κόμπος ἐδῶ στὸ λαιμό μου καὶ μ' ἔπνιγε. Ὡς τόσο σκοτείνιασε, κ' εἶταν ὥρα νὰ τηνε φέρω καὶ στὸ χωριό. Τράβηξα ἀγάλι' ἀγάλια, μὲ τὴ Λενιὼ στὸν ὧμο, δώδεκα χρονῶ μαραμένο λουλούδι. Ἀκόμα ἔτρεμε, μὰ ὄχι πολύ. Τῆς εἶχα δώσει καὶ μιὰν ἀλισφακιὰ στὸ καλύβι. Νά! ἀκοῦτε; ἀνοῖξτε τὸ παράθυρο ν' ἀκοῦστε.

Κι ἄνοιξε ἡ μακαρίτισσα τὸ παράθυρο, καὶ τρέξαμε ἡ Ἀννοῦλα καὶ γὼ κατόπι της, κι ὁ γέρο−Βασίλης μαζί μας, καὶ σκύψαμε, κι ἀκούσαμε στὸ βαθὺ σκοτάδι φωνές, τσιριχτὰ, κλάματα, γέλοια, κάθε λογῆς ταβατούρι κατὰ τὸ σπίτι τοῦ Καλαφάτη. Κλείσαμε τὸ παράθυρο καὶ καθίσαμε πάλι μέσα. Ἡ μάννα μου εἶταν κατάχλωμη. Ἡ Ἀννοῦλα ἀναρρουφοῦσε. Ὁ γέρος μὲ πῆρε στὰ γόνατά του καὶ μοῦ ἄρχισε ἄλλα λόγια. Κάτι πρέπει νὰ κατάλαβε ἀπὸ τὴ θωριά μου ὁ γέρος. Στρεφογύριζε ὁ νοῦς μου, θαρροῦσα πῶς σηκώθηκαν οἱ πεθαμμένοι, καὶ πέθαναν οἱ ζωντανοί. Οἱ φωνὲς ἐκεῖνες ἀπὸ μακριὰ, μὲς στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, ὕστερ' ἀπὸ τέτοια δήγηση τὸ κόψανε σὰ γάλα στὸ αἷμα μου. Τίποτις ἄλλο δὲ θυμοῦμαι τῆς βραδιᾶς ἐκείνης παρὰ πῶς μὲ σήκωσαν καὶ μὲ βάλανε στὸ κρεββάτι.

ΦΥΛΛΑΔΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΔΗΜΟΥ

Αριθμός 353, 19/7/1909 σσ.1−2

Γ΄

ΠΡΩΤΗ ΛΑΧΤΑΡΑ

Εἴπαμε πῶς εἴτανε χειμῶνας, καὶ χειμῶνας βαρύς. Ξύπνησα τὴν αὐγὴ καὶ τουρτούριζα. Ἔτσι θἄτρεμε κ' ἡ Λενιὼ, εἶπα στὸ νοῦ μου. Σφύριζε ὁ βοριᾶς στὰ παράθυρα. Εἴταν ἀκόμα σκοτάδι, μὰ ἡ καντήλα μισόφεγγε μπροστὰ στὰ κονίσματα. Ἀκούγοντας θόρυβο κάτω, σηκώθηκα καὶ κατέβηκα. Τὸ γέρο ζητοῦσα νὰ μοῦ τὴν ἀποσώσῃ τὴν τρομερὴ τὴν ἱστορία, μὰ εἴτανε φευγᾶτος ὁ γέρος. Ἄλλον τρόπο δὲν εἶχε παρὰ νὰ καταφέρω τὴ μάννα νὰ μοῦ τὸ δηγηθῇ τὸ κλέψιμο τῆς Λενιώς. Καὶ σὰν ἔστρωσε ἡ Ἀννοῦλα τὸ τραπέζι, καὶ καθίσαμε, τὴν παρακάλεσα τὴ μακαρίτισσα νὰ μοῦ τᾶ ξηγήσῃ.

−Ἄ μοῦ τὸ τάξῃς πῶς δὲ θὰ φοβηθῇς πάλι, σοῦ τὰ λέω, μοῦ κάνει. Ἦρθαν τὶς προάλλες μιὰ βαρκιὰ ζεϊμπέκια ἀπὸ πέρα σ' ἕνα τούρκικο γάμο. Χορεύανε μιὰ βραδιὰ γύρω στὸ μασαλᾶ. Πῆγαν ὅλοι νὰ τοὺς δοῦν, πῆγε καὶ ὁ Καλαφάτης, μὲ τὴν κόρη του. Τὸ εἶδαν οἱ ζεϊμπέκοι τὸ κορίτσι, καὶ βαλθήκανε νὰ τὸ κλέψουν καὶ νὰ τὸ πάρουνε στὴν Ἀνατολή. Τέλειωσε ὁ γάμος, ἔφυγαν τὰ ζεϊμπέκια, ἔμειναν πίσω δυὸ τρεῖς τους· καὶ μιὰ μέρα, καθὼς πήγαινε ἡ Λενιὼ στὸ Σκολειὸ, τὴν πιάνουνε σ' ἕνα παράμερο σοκάκι, τὴν παίρνουν καὶ φεύγουνε. Δέκα μέρες δὲν ἀκούστηκε ἡ Λενιώ. Τὴν ἔκλαιγαν οἱ δικοί της, τὴν τραγουδοῦσε ὁ κόσμος. Τἄλλα τἄκουσες ἀπὸ τὸ γέρο Βασίλη. Τρῶγε τώρα τὶς τηγανῆτες σου.

Ποῦ ὅμως τηγανῆτες, ποῦ τοὺς ἔβλεπα τοὺς Τούρκους νὰ βάζουν τὴ Λενιὼ στὸ σακκούλι τους καὶ νὰ φεύγουν!

Ξημέρωσε ὡς τόσο, καὶ τοιμάστηκε ἡ μάννα μου νὰ πάῃ νὰ δῇ καὶ κείνη τὴν Καλαφάταινα. Τοῦ κάκου τὴν παρακάλεσα νὰ μὲ πάρῃ κ' ἐμένα. Μ' ἄφησε κλαμμένο κι ἀπαρηγόρητο, ποῦ δὲν μποροῦσα νὰ τὴ δῶ τὴ Λενιώ.

ΣΗΜ. Ἐδῶ δηγᾶται κι ἄλλα ὁ Γεροδῆμος, ποῦ δὲ φαίνουνται καὶ πολὺ σπουδαῖα, ὥστε τἀφίνουμε.

.. Θαρρῶ πῶς πιώτερο θὲς νὰ δῇς τὴ μικρὴ παρὰ τὸ Σκολειὸ, μοῦ λέει ἡ μακαρίτισσα, σὰν εἶδε πῶς ἤθελα καὶ καλὰ νἀρχίσω Σκολειό. Περίμενα πρῶτα νὰ γυρίση ὁ χρόνος. Μὰ ἄς εἶναι κι ἀπ' αὔριο. Νά ὁ φύλακάς σου.

Κι ἀνοίγει σερτάρι, καὶ βγάζει μαῦρο τσόχινο φύλακα μὲ χρυσᾶ γράμματα κολλημένα ἀπάνω. Τὸν πῆρα τὸ φύλακα, καὶ κοιμήθηκα μαζί του ἐκείνη τὴ νύχτα.

Δ΄

ΣΚΟΛΕΙΟ

Κι ἀπὸ τώρα ἀρχινάει τὸ Βασανιστήριο ποῦ μιὰ καὶ γιὰ πάντα στρεβλώνει κάθε ρωμιόπουλο, ἡ κόλαση ποῦ στεγνώνει και ζαρώνει τὸ νοῦ του ὥσπου γίνεται μούμια, μούμια ποῦ βγαίνει κατόπι στὸν κόσμο φασκιωμένη μὲ τὸν πάπυρο τοῦ Δασκαλισμοῦ, καὶ στολισμένη μὲ τὰ κουδούνια κορακίστικης γλώσσας, ποῦ πρὶ νὰ πατήσῃ μέσα στὸ Σκολειὸ δὲν τὴν ἤξερε, ποῦ τέλεια ποτὲς δὲν τὴ μαθαίνει, ἐπειδὴ κανένας δὲν ξέρει ποῦθε ἀρχινάει καὶ ποῦ τελειώνει αὐτὴ ἡ γλῶσσα· ἀγκαλὰ κι ἄν μποροῦσε νὰ τὴ μάθῃ, δὲ θὰ τοῦ χρησίμευε καὶ πολὺ, ἀφοῦ τίποτις δικό του δὲν ἔχει νὰ πῇ καὶ νὰ γράψῃ, δὲ διδάχτηκε νὰ συλλογιέται ἀπατός του, μόνο πηγαίνει κατὰ τὰ γραμμένα τὰ βιβλία.

Κ' ἔτσι βγαίνει τὸ παλικάρι στὸν κόσμο, κι ἀπὸ τὴν πολλὴ τὴν «παιδεία» σκοντάβει στὸ παραμικρὸ πετραδάκι ποῦ βρεθῇ ἀπάνω στὸ δρόμο του. Δὲ νοιώθει καλὰ ποῦ πατᾶ, −τὴ γεωλογία τὴν ξέρει μοναχὰ ἀπὸ τὸ λεξικὸ πῶς ὑπάρχει. Δὲν πολυαξίζει τὸ ψωμὶ ποῦ τρώει, −τὴ γεωργία τὴν ἔχει γιὰ πρόστυχη τέχνη. Μιὰ σφυρίχρα δὲν εἶναι ἄξιος νὰ φυσήξῃ. Μιὰ κουκουβάγια δὲν ξέρει νὰ ζουγραφήσῃ. Μιὰ γροθιὰ δὲν μπορεῖ νὰ δώσῃ. Ἕνα πρᾶμα ἔμαθε μοναχὰ, πῶς «Ἀρχὴ Σοφίας φόβος Κυρίου». Δηλαδὴ ξέρει πῶς ἐδῶ ὑπονοεῖται τὸ «ἐστί». Αὐτὸ ξέρει, κι αὐτὸ ὄχι κάντα.

Ἄς τἀφήσουμε ὅμως αὐτὰ τὰ λυπητερὰ γιὰ τὴν ὥρα, κι ἄς γυρίσουμε πάλι στὴν ἱστορία μας.

Εἴτανε Δεκέμβρης μῆνας, τὰ κρούσταλλα κρεμιοῦνταν ἀπὸ τὶς στέγες τῶν σπιτιῶν σὰ χταπόδια, ὁ βοριᾶς ξύριζε καὶ σπανοὺς, τὴν ἀναπνοή σου τὴν ἔβλεπες μιὰ πήχη μακριὰ μπροστά σου, οἱ πουλητάδες φωνάζανε στοὺς δρόμους κι' ἀπὸ τὸ συνηθισμένο τους πιὸ μεγαλόφωνα, ἴσως νὰ ζεσταθοῦν, κ' ἐγὼ ἔβγαινα μαζὶ μὲ τὴν Ἀννοῦλα καὶ μὲ τὸ φύλακα στὴ μασκάλη νὰ πάω Σκολειό. Συμμαζεμὸ δὲν εἶχα ἀπὸ τὴν πολλὴ τὴ χαρά.

Γυρίσαμε μερικοὺς δρόμους, περάσαμε κοντὰ ἀπὸ τὰ Τούρκικα, εἴδαμε τὸ σοκάκι ποῦ κλέψανε τὴ Λενιὼ, ἀνεβήκαμε τὸν ἀνήφορο, μπήκαμε σὲ μιὰ κόκκινη πόρτα, καὶ βρεθήκαμε στὴν αὐλὴ τοῦ Σκολειοῦ.

ΣΗΜ. Ἐδῶ δηγᾶται τὰ πρῶτα του μαθήματα καὶ παθήματα ὁ Γεροδῆμος, ποῦ τὸν κακομεταχειρίστηκε ὁ δάσκαλος, κ' ἔφυγε. Τὰ ἴδια περίπου καὶ στὸ πέμπτο κεφάλαιο. Δὲν εἶναι μεγάλη ἀνάγκη νὰ ξαναγραφοῦν αὐτὲς οἱ σελίδες, καὶ τὶς ἀφίνουμε.

ς΄

ΚΑΡΑ ΚΟΛ, ΧΑΖΙΡ ΟΛ!

Ὡςτόσο δὲν ἀργήσανε νἀρθοῦν τὰ Χριστούγεννα. Τὰ φορέματα ποῦ μοῦ τοίμαζε τώρα καὶ δυὸ βδομάδες ἡ ἀδερφή μου εἴτανε βαλμένα κοντὰ στὸ προσκέφαλό μου, νὰ τὰ βρῶ τὴν αὐγὴ σὰ μὲ ξυπνήσουνε νὰ μὲ πὰρουνε στὴν ἐκκλησιά. Σηκωθήκαμε τρεῖς ὥρες πρὶ νὰ ξημερώσῃ. Τὸ «κόλι» ἀκόμα φώναζε ἀπὸ τὸ κάστρο, καὶ τἄγρια λόγια του ἀντιλαλούσανε στὸν ἀέρα: «Καρὰ Κόλ, Χαζὶρ ὄλ!» Μούγκριζε τὸ κόλι σὰ θεριὸ ποῦ ξυπνάει τὴ νύχτα γιὰ νὰ τρομάζῃ τὸν κόσμο· μουγρκητὸ κι ἀπὸ τοῦ λιονταριοῦ τρομερώτερο.

Μὰ ὄχι, δὲν εἶναι τὸ Κόλι θεριό. Εἶναι ἀναστημένος Προφήτης ποῦ βγαίνει ἀπὸ τὸ μνημούρι του, κι ἀνεβαίνει στὴν Τάμπια, καὶ φωνάζει πῶς ἐδῶ, ἐδῶ εἶναι ἡ Κόλαση ἡ ἀληθινὴ, κι ὄχι στὸν κάτω τὸν κόσμο. «Καρὰ Κὸλ, Χαζὶρ ὄλ!». Μὴν τοὺς χαρίζετε τίποτις αὐτοὺς τοὺς σκλαβωμένους ἁμαρτωλοὺς, λέει ἡ ἄγρια ἡ φωνὴ τοῦ Προφήτη. Τοὺς πρέπουνε μεγάλα καὶ φριχτὰ βάσανα. Στὸν ἄλλο τὸν κόσμο τόση πίσσα δὲ βράζει. Ἐκεῖ βασανίζουνται οἱ ψυχὲς γιὰ μικρὰ κρίματα. Ἐδῶ εἶναι ποῦ πλερώνουνται οἱ μεγάλες οἱ ἁμαρτίες. Στὰ χέρια σας, ὤ πιστοὶ, εἶναι δοσμένη ἡ φοβερὴ ἡ ἀγγαρειὰ, νὰ τοὺς τυραννῆτε τοὺς κολασμένους. Μὴν κοιμᾶστε, κι ἄς εἶναι καὶ νύχτα. Ὅπου κρυφοστενάζουν οἱ κολασμένοι, ἐσεῖς, «Χαζὶρ ὄλ!».

Αὐτὰ κι' ἄλλα τέτοια μοῦ εἶπε τὸ Κόλι πολλὲς φορές. Τώρα ἄκουγα μονάχα τὸ μουγκρητὸ, κι ἀνατρίχιαζα. Ἡ μάννα μου μ' ἔντυνε, κ' ἐγὼ ἄκουγα τἀγριεμένο τὸ Κόλι.

Ἄξαφνα, −Ντάγκ! Χτυπάει καὶ τὸ σήμαντρο! Ἀνάσανε ἡ ψυχή μου! Νά ποῦ ζοῦσε καὶ κἄποιος ἄλλος στὸν κόσμο ἔξω ἀπὸ τὸ Κόλι! Ὁ γέρος ὁ Παπᾶ Νικόδημος, ποῦ μᾶς προσκαλοῦσε νὰ πᾶμε νὰ προσκυνήσουμε τὸ Χριστὸ ποῦ γεννιέται.

Πήραμε τὸ φανάρι, καὶ βγήκαμε. Στὸν οὐρανὸ λαμπρὴ ξαστεριά· κάτω στὴ γῆς, σκοτάδι βαθύ. Περνούσαμε τοὺς στενοὺς δρόμους ἀμίλητοι σὰ φαντάσματα. Ἔτρεμα ἀπὸ τὸ κρύο, κι ἀπὸ τὴν κρυάδα τῆς νύχτας ἐκείνης. Ὁ χειμῶνας συντρόφευε μὲ τὸ Κόλι, νὰ μὲ τρομάξουν. Ἄκουγα τὸ μουγκρητὸ καὶ περπατοῦσα βιαστικὰ καὶ μὲ ψεύτικο θάρρος. Καὶ μόνο παρηγοριούμουν κ' ἡσύχαζα σὰν ἔπεφταν τοῦ φαναριοῦ οἱ ἀχτίδες σὲ κανέναν τοῖχο, σὲ καμιὰ πόρτα ποῦ γνώριζα. Μοῦ φαινότανε σὰν κάποιος φίλος ποῦ μοὔλεγε, −Κοντά σου εἶμαι, καὶ μὴν τρομάζης.

Ἀκόμα λίγο καὶ φτάξαμε. Ἀνεβήκαμε τὸν νάρθηκα, μπήκαμε μέσα. Εἴμαστε ἀπὸ τοὺς πρώτους.

Ζ΄

ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Ὁ Παπᾶ Νικόδημος γύριζε ἀκόμα δῶ κ' ἐκεῖ κ' ἔδινε προσταγὲς τοῦ Καντηλανάφτη. Δὲν ἀνεβήκαμε στὸ γυναικίτη. Σταθήκαμε στὴ γωνιὰ τῶν γριῶν. Σιγὰ σιγὰ μαζεύτηκε κι ὁ ἄλλος ὁ κόσμος. Ἦρθε κι ὁ δάσκαλος, κ' ἔπιασε τὸ στασίδι τοῦ δεξιοῦ τοῦ ψάλτη. Κι ὁ δεξὴς ὁ ψάλτης, ποῦ ἔψαλλε μοναχός του τὶς Κεριακὲς, πῆγε τώρα ἀπὸ τἀριστερά. Κι ἄρχισε ὁ ἀξημέρωτος ὁ «ὄρθρος». Τὰ τροπάρια περνοῦσαν ἀπὸ τὸ δεξὶ παγκάρι στ' ἀριστερὸ, καὶ σὰν τέλειωναν, τὰ ξανάρχιζαν πάλι, νὰ μαζευτῇ ὅλος ὁ κόσμος. Καλὰ τἄψελναν, καὶ χαιρούσουνα νὰ τἀκοῦς. Τὸ τί ὅμως ἔλεγαν, αὐτὸ δὲνεἴτανε κανενὸς δουλειά.

Ἕν πρᾶμα νοιώθαμε τότες, κι αὐτὸ εἴταν ἡ μουσικὴ, ὁ θησαυρός μας αὐτὸς ὁ καταφρονεμένος, ἴσως ἐπειδὴ δὲν εἶναι φερμένος ἀπ' ἔξω, μήτε ξεχωσμένος ἀπὸ τὴ γῆ, μόνο ζῇ καὶ βασιλεύει μὲ χίλια τραγούδια καὶ ψαλμῳδίες. Ἄν εἶναι τὰ «ἰδιόμελα» κατεβασμένα ἀπὸ χρόνους παλιοὺς, δὲν πάει νὰ πῇ πῶς εἶναι καὶ πεθαμμένα. Κοίταξε ὅμως γνώση. Τὴ νεκρὴ τὴ γλώσσα, πολεμοῦμε νὰ τὴ ζωντανέψουμε, καὶ τὴ ζωντανὴ τὴ μουσικὴ, νὰ τὴν πνίξουμε μὲς στὴ φράγκικη! Γιὰ νὰ πολιτισθοῦμε, ὅλα μας πρέπει νἀλλάξουν. Ἡ Μουσική μας πρέπει νἄρθῃ ἀπὸ τὴν Εὐρώπη, κ' ἡ γλῶσσα μας ἀπὸ τὴν Ἀρχαιότητα. Σιγὰ σιγὰ θὰ μᾶς φέρνουν καὶ τὶς χαρές μας ἀπὸ τὸν Παράδεισο, καὶ τοὺς πόνους μας ἀπὸ τὴν Κόλαση, καὶ σὰ δὲν ἔχουμε πιὰ τίποτις δικό μας, θὰ ψάλλυομε στὸν πλάγιο τοῦ τετάρτου, −τὸ μόνον ἦχο ποῦ ξέρουνε στὴν Εὐρώπη,− «Εὐοὶ Εὐὰν» μὲ τοὺς ἀγγέλους, καὶ «Ἰὼ, ἰὼ» μὲ τοὺς δαιμόνους. Καὶ τότες θὰ δοξαστοῦμε, καὶ θὰ δῇ ἡ «Ἑσπερία» τί μεγάλο ἔθνος γενήκαμε, καὶ θὰ μᾶς δώσῃ τὴν Πόλη.

Ὡς τόσο ἄρχισε νὰ γλυκοχαράζῃ ὁ οὐρανὸς, ἄρχισε νὰ λάμπῃ κ' ἡ «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» στὸν κόσμο, καὶ στάθηκε καὶ τηνε βλόγησε ὁ πάτερ Νικόδημος στὴ μέση τῆς Ἐκκλησιᾶς. Ἔφευγε ὁ «ὄρθρος» ἀπὸ τὸν οὐρανὸ, ἔφευγε κι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιά. Στὸν οὐρανὸ ἔβγαινε ὁ ἥλιος, στὴν Ἐκκλησιὰ ὁ Χριστός. Χαρὰ καὶ φῶς ἔξω, παρηγοριὰ κ' ἐλπίδα μέσα στὶς ἁπλοϊκὲς ἐκεῖνες τὶς καρδιὲς ποῦ εἶχαν ἀκόμα σταλαματιὰ πίστη καὶ βλέπανε στὸ νοῦ τους τὴ φάτνη μὲ τὸ Οὐράνιο τὸ Βρέφος στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Χαριτωμένης του μάννας.

Καὶ καθὼς κοίταζα τὴ λειτουργιὰ, κι ἄκουγα τοὺς ψαλτάδες καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ τραβοῦσαν τὸν ἴσιο (στραβὰ οἱ πιώτεροι), σκύβ' ἡ μάννα μου καὶ μοῦ λέει στ' αὐτί.

−Νά ἡ Λενιὼ, ποῦ δὲν μπόρεσες νὰ τηνε δῇς στὸ Σκολειό. Ἔρχουνται κατὰ τὸ δικό μας τὸ μέρος. Κοντά μας στέκουνται σήμερα.

Ξεχνῶ ἀμέσως τὶς ψαλμῳδίες, καὶ γυρίζω νὰ δῶ τὴ Λενιώ.

Ἕνα κοριτσάκι κἄτι ἀψηλότερο ἀπὸ μένα, ξανθούτσικο, χαμηλόβλεπο, γελαζούμενο, νόστιμα ντυμένο, καὶ μ' ἄσπρο μαντιλάκι στὸ χέρι. Ἡ μάννα της, μαγουλικωμένη καὶ μαυροφόρα, ἀκολουθοῦσε. Ἦρθαν καὶ στάθηκαν πλάγι μας. Ἄ ζωντάνευε τῆς Παναγιᾶς ἡ εἰκόνα, κ' ἔρχουνταν ἔτσι νὰ σταθῇ κοντά μου, δὲ θὰ μὲ γλυκοτρόμαζε πιώτερο. Τί νὰ εἶταν τὸ μυστήριο ποῦ κρυφοχύθηκε καὶ μοῦ τὴν ἔκαμε βλαστάρι τρυφερὸ τὴν καρδιά μου! Ἀγάπη δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι, πρέπει νὰ εἶταν ὁ ἀνθὸς τῆς ἀγάπης, μοσκοβότανο φυτρωμένο στὸ μῖσος τοῦ ἄγριου τοῦ Τούρκου. Εἶχα ἡρωίδα μπροστά μου, μιὰ ψυχὴ ποῦ τὴ διάλεξε ὁ Θεὸς νὰ τὴν ἁγιάσῃ ἀπὸ δέκα χρονῶ, καὶ νὰ τὴ γλυτώσῃ μὲ παράξενο θᾶμα. Καὶ πῶς νὰ μὴν τὴ λατρεύω, ποῦ ἔβλεπα πῶς ὅλα εἶταν ἀλήθεια, ὅλα. Καὶ τῆς Ἀννούλας τὸ τραγούδι, καὶ τὰ λόγια τοῦ Γέρο Βασίλη, καὶ τῆς μάννας οἱ ἱστορίες. Δὲν εἶταν ἡ Λενιὼ ἀπὸ κεῖνες τὶς ἀθώρητες τὶς Νεράϊδες ἤ τὶς Βασιλοποῦλες ποῦ μᾶς μαγεύουνε στοῦ χειμῶνα τὰ παραμύθια. Τἄβλεπα ὁλοζώντανα τὰ γαλανά της τὰ μάτια, τὸ λαμπερὸ μέτωπό της, τὰ ξανθουλά της μαλλιά.

Δὲν ἄργησε ἡ ἀπόλυση. Δὲν τὸ πίστευα πῶς μοίραζε τ' ἀντίδωρο ὁ πάτερ Νικόδημος, καὶ πῶς γύριζε ὁ κόσμος στὰ σπίτια του. Ἄλλη εἶταν ἡ γειτονιά της. Πῆρα τότες τὸ δρόμο μας μὲ βαρειὰ καὶ μὲ λυπημένη καρδιά.

ΦΥΛΛΑΔΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΔΗΜΟΥ

Αριθμός 354, 26/7/1909 σσ.1

Η΄

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

Δὲ σᾶς ἀφίνω, παλιά μου χρόνια! Θὰ σκαλίζω, θὰ ξετρυπώνω, καὶ θἀραδιάζω… Ἕνα ἕνα θὰ τὰ ξετυλίγω τὰ ψυχικὰ φυλαχτήρια μου… Νὰ σὲ χαρῶ, ἀνυπόμονε πατριώτη, μὴ μοῦ τἀφίνῃς ἔξω αὐτά. Κάλλιο νὰ μπαίνῃς στὸ περιβόλι, νὰ κοιτάζῃς τὸ δέντρο καὶ νὰ κόβῃς ἀπὸ τὰ κλωνιά του τὸ πωρικό, παρὰ νὰ τρέχῃς νὰ το χαρῇς κομμένο στὸ πιάτο. Δὲ μ' ἔννοιωσες τάχα; Τάχα δὲν ἔφαγες ποτὲ σταφύλια στ' ἀμπέλι; Δὲν εἶχες ποτέ σου ἀμπέλι, κούτσουρα ἀραδιασμένα τὸ χειμῶνα, ὕστερα ν' ἀρχίζῃ νὰ πρασινίζῃ, νὰ βγάζῃ τὰ χνουδωτὰ σημάδια τῆς νιότης, νὰ πετάῃ βλαστάρια καὶ νὰ κλαδώνῃ, κατόπι νἀνθίζῃ καὶ νὰ κρεμνιέται τὰ χιονᾶτα λουλούδια του, ἔπειτα μικρὲς ἀγορίδες, κι αὐτὲς νὰ μεγαλώνουν καὶ νὰ γίνουνται σιγὰ σιγὰ κόκκινες, ὥσπου νὰ καταντοῦνε σταφύλια; Σὰ νὰ μοῦ λὲς, θαρρῶ, ναί. Ἔχε λοιπὸν ὑπομονὴ, καὶ κατέβαινε τώρα στ' ἀμπέλι ποῦ πρασινίζει, ἴσως δώσῃ ὁ Θεὸς καὶ μαζέψῃς καρπὸ κατόπι.

Πῶς νὰ μὴν τὴ θυμηθῶ τὴν πρωτοχρονιὰ ἐκείνου τοῦ χρόνου, ποῦ φυσοῦσε ἡ νοτιὰ σὰ δαιμονισμένη, ἡ θάλασσα φούσκωνε σὰ νὰ ἤθελε νὰ μᾶς καταπιῇ, τὰ κεραμίδια πέφτανε τὸ χαλάζι, σφύριζαν τὰ παράθυρα, καὶ τὸ σφύριγμά τους ἀνεβοκατέβαινε σὰν τσιριχτὸ γυναίκας ποῦ τὴν ἔπιασαν πόνοι… Τὴ θυμοῦμαι, κι ὡς τόσο τὸ νοιώθω πῶς φοβᾶσαι νὰ μὴ σοῦ τὰ ἱστορήσω τὰ τραγούδια ποῦ τραγουδήσαμε, τὰ ρόδια ποῦ σπάσαμε, τὶς μερίδες ποῦ κόψαμε, τὰ λιόφυλλα ποῦ ρίξαμε στὴ φωτιὰ νὰ πηδήξουν καὶ νὰ μᾶς ποῦν τὴν καλή μας τὴ μοῖρα. Θὰ σοῦ τὴν κάμω λοιπὸν τὴ χάρη καὶ δὲ θὰ τὰ πῶ. Νἄρθῃς ὅμως μαζί μου νὰ πᾶμε κάτω κατὰ τὸ δρόμο τῆς σκάλας, ἐκεῖ κοντὰ στὸν γκρεμνὸ, ποῦ πῆγα μαζί μὲ τὸ γέρο Βασίλη ἐκεῖνο τἀπομεσήμερο νὰ δῶ τὸ κακὸ ποῦ γινότανε μέσα στὴ φουρτουνιασμένη τὴ θάλασσα. Ὅλο τὸ χωριὸ εἶταν ἐκεῖ μαζεμένο καὶ κοίταζε.

Τί νὰ κοιταζε! Τἀγριεμένα τα κύματα; Τὰ θολωμένα τὰ βουνὰ ἀντίκρυ; Τὶς μπόρες ποῦ ἀρμενίζανε μακριὰ κ' ἔδενα τὴ θάλασσα μὲ τὸν οὐρανό; Τίποτις ἀπ' αὐτὰ δὲν κοίταζαν. Τὰ μάτια τους εἴτανε στηλωμένα σὲ δυὸ κατάρτια ποῦ στεκόντανε μισογερμένα ἀπάνω στὰ κύματα, μ' ἀνοιγμένα πανιά. Ἡ γολέττα, ἡ ἄγκουρά της, τἀμπάρια της, ὅλα στὸ βάθος! Τὰ εἶχε καταπιωμένα ἡ ἀχόρταγ' ἡ θάλασσα. Εἶταν κι ὁ Καπετὰν Μουσταφᾶς ἐκεῖ κάτω. Κ' οἱ ναῦτες τους, καὶ οἱ βλαστημιές τους, ὅλα πνιγμένα! Μόνο ποῦ εἴτανε ρηχὰ τὰ νερὰ, κ' ἔμειναν τὰ κατάρτια ἀπ' ἔξω, καὶ τἄδερνε ὁ ἄνεμος καὶ τοὺς σάλευε τὸ μνημούρι τους. Ὡς καὶ νεκροὺς δὲν τοὺς ἄφινε ἡ φουρτούνα!

Σὰ μεγάλωσα, καὶ τὸ συλλογιούμουν ἐκεῖνο τὸ περιστατικὸ, ἔλεγα, ἴσως κάτι ἤθελε νὰ μᾶς πῇ ὁ Ἄη Βασίλης ἐκείνη τὴ μέρα. Πῶς ἔτσι θὰ φουρτουνιάσῃ μιὰ μέρα κ' ἡ Ρωμιωσύνη, καὶ θὰ τοὺς καταπιῇ ὅλους τους. Καὶ περίμενα τὴν προφητεία νὰ βγῇ!

Μὰ σὰ γέρασα, κ' εἶδα πῶς ἡ Ρωμιωσύνη ἀπὸ τέτοιες φουρτοῦνες δὲν παίρνει, εἶπα, Κρῖμα στὸν καημένο τὸν Καπετὰν Μουσταφᾶ! Δὲν εἴτανε σημάδι τοῦ Ἄη Βασίλη, εἴταν ἡ κακή του ἡ τύχη καὶ πνίγηκε. Ἕνας Τοῦρκος παραπάνω, ἕνας παρακάτω τί σημαίνει! Κρῖμα στὸν Καπετὰν Μουσταφᾶ!