ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Δροσίνης, Γεώργιος

Το βοτάνι της αγάπης (απόσπασμα)

ΣΤ΄

ΧΕΙΡΟΜΑΝΤΕΙΑ

Μετ' ὀλίγον ἐφάνησαν ἐρχόμενοι πρὸς τὸ καφενεῖον τρεῖς προσωπικότητες τοῦ τόπου: ὁ κύριος ἔπαρχος, ὁ κύριος ταμίας καὶ ὁ κύριος ἀνθυπομοίραρχος.

Καὶ ὁ μὲν ἔπαρχος ἐφόρει ψιάθινον πῖλον καστανόχρουν καὶ ἐπενδύτην στακτοποίκιλτον καὶ λευκὸν λαιμοδέτην μετ' ὀρθῶν περιλαιμίων καὶ πλατυτάτην ρεβινθόχρουν περισκελίδα, ὁ δὲ ταμίας καστόρινον καστανὸν πῖλον καὶ λινὰ νεανικὰ ἐνδύματα. Ἦσαν οἱ δύο μέσης ἡλικίας· ὁ ταμίας εἶχε τὸν πώγωνα ξυρισμένον καὶ μόνος ὁ μύσταξ μαῦρος, παχύς, στιλπνὸς ἐκάλυπτε τὰ χείλη καὶ μέρος τῆς σιαγόνος προσκλίνων ἔνθεν καὶ ἔνθεν. Οἱ ὀφθαλμοί του ἦσαν μεγάλοι, πλήρεις σοβαρᾶς ἀγαθότητος καὶ αἱ ὀφρῦς τοξοειδεῖς συνηνοῦντο ἐπάνω ἀπὸ τὴν μύτην. Ὁ ἔπαρχος ἐκάλυπτε τοὺς ἀλληθώρους ὀφθαλμοὺς διὰ μεγάλων πρασίνων διόπτρων καὶ διετήρει πώγωνα ψαρρὸν βαθέως ψαλιδισμένον. Ἐθεωρεῖτο μικρορραδιοῦργος καὶ κουτοπόνηρος, ἐνῷ ὁ ταμίας εἶχε φήμην ὑπαλλήλου αὐστηροῦ εἰς τὸ καθῆκον καὶ ἐν γένει ἐντίμου καὶ ἀγαθοῦ ἀνθρώπου.

Μεταξὺ τῶν δύο τούτων ὑπαλλήλων ἐβάδιζεν ὡς κοῦρκος προβάλλων εὐρεῖαν γαστέρα ὁ ἀνθυπομοίραρχος. Ἡ στολή του ἦτο ἀνοικτὴ ἀπὸ τὸν λαιμὸν ἕως τὴν μέσην καὶ ἐφαίνετο ἀκόσμως τὸ στέρνον τοῦ ὑποκαμίσου καὶ τὰ κομβία τοῦ ὑπενδύτου. Ἡ λευκὴ περισκελὶς εἶχεν ὀλισθήσῃ κάτω τῆς ζώνης καὶ ἀπέληγε πλατεῖα ἐπὶ τῶν χονδρῶν σκονισμένων ὑποδημάτων καὶ τῶν πτερνιστήρων. Ἡ σπάθη ἐπὶ τῶν ἀσπρορρούχων ζωσμένη ἐσύρετο κατὰ γῆς. Τὸ πηλίκιον ἔκλινεν ὀλίγον δεξιὰ ἐπὶ τῆς κουρευμένης σφαιροειδοῦς κεφαλῆς· εἰς τὴν χεῖρα ἐκράτει βούνευρον. Ὀφθαλμοὶ δυσαναλόγως μικροί, κίτρινοι, χωρὶς βλεφαρίδας, ὡς οἱ τοῦ χοίρου, μύσταξ πυρρὸς ἀπὸ τὸ πότισμα τοῦ οἴνου, ὑπερηφάνως ἀνωρθούμενος, μύτη σιμή, παρειαὶ πλαδαραί, μέτωπον ρυτιδωμένον, ὀφρῦς ἀραιαὶ συνεπλήρουν τὸ ἄχαρι ἐξωτερικὸν τοῦ ἀξιωματικοῦ τῆς χωροφυλακῆς. Δὲν ἦτο καθόλου ἀγαπητὸς εἰς τὸν τόπον· ἐλέγετο βίαιος, σκληρός, ἄδικος, πολλῶν δ' ἐντίμων πολιτῶν αἱ ράχεις εἶχαν δοκιμάσῃ χωρὶς αἰτίαν τὸ βαρύ βούνευρόν του. Ἀλλὰ διετηρεῖτο μεθ' ὅλα ταῦτα εἰς τὴν στρατιωτικὴν διοίκησιν τῆς φιλησυχωτάτης τῶν ἑλληνικῶν ἐπαρχιῶν, χάρις εἰς τὴν προστασίαν τοῦ κυβερνητικοῦ βουλευτοῦ, ὀφείλοντος τὴν ἐπιτυχίαν του εἰς πιέσεις καὶ καλπονοθεύσεις, τῶν ὁποίων πρωτουργὸς ὑπῆρξεν αὐτὸς ὁ τῆς τάξεως καὶ τοῦ νόμου φρουρός.

Ἐπὶ τῇ προσελεύσει τῶν ἀρχῶν τοῦ τόπου οἱ μὲν ἱστάμενοι παρεμέρισαν, οἱ δὲ καθήμενοι ἠγέρθησαν καὶ ἐχαιρέτισαν· καὶ ὁ ὑπηρετῶν παῖς ἔσπευσε νὰ καθαρίσῃ διὰ τῆς ῥυπαρᾶς ποδιᾶς τὴν τράπεζαν, τὴν ὁποίαν ἐγκατέλειψαν ἐκ σεβασμοῦ οἱ καθήμενοι χωρικοί.

− Τρεῖς καφέδες βαρεῖς, δύο γλυκεῖς, ἕνας μέτριος, καὶ ἕνα ναργιλὲ γιαβάσικον, εἶπεν ὁ ταμίας συμβουλευθεὶς τοὺς συντρόφους του.

Ἀπὸ τῆς θέσεως ὅπου ἐκάθητο ἐφαίνοντο οἱ ἐν τῇ πλατείᾳ περιφερόμενοι, διέβαιναν δὲ πρὸ αὐτῶν καὶ οἱ μεταβαίνοντες πρὸς τὰ ἐκεῖ, καὶ δὲν ἦσαν σπάνιαι μεταξὺ τῶν διαβατῶν αἱ νέαι χωρικαί.

Ὁ κύριος ἀνθυπομοίραρχος, ὁ ὁποῖος ἔτρεφε στοργὴν ἀληθοῦς ἱππότου πρὸς τὸ ὡραῖον φῦλον, κατεμέτρει διὰ θρασυτάτου βλέμματος τὰς εὐμελεῖς ἀγρότιδας καὶ ἀνεκοίνου ἑκάστοτε πρὸς τὸν παρακαθήμενον ἔπαρχον χαμηλοφώνως τὰς κρίσεις του. Καὶ ὁ ἔπαρχος ἕδακνε τὸν μύστακα καὶ ἔστρεφε τὴν διοπτροφόρον μύτην δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ὡς νὰ ὠσφραίνετο ὀρεκτικὸν φαγητόν.

Δὶς δὲ ἢ τρίς, κατὰ τὴν διάβασιν εὐσταλοῦς χωρικῆς ἐκ τοῦ ἐπὶ καλλονῇ ὀνομαστοῦ χωρίου Γαλιτσάδες, ὁ ἀξιωματικὸς ἐξήγγειλε μεγαλοφώνως ἀκόσμους ἐκφράσεις, τὰς ὁποίας ἐπεκρότησαν δι' ἠχηρῶν καγχασμῶν οἱ παριστάμενοι ἀγρόται.

Ὁ ταμίας ἀνεγίνωσκεν ἐφημερίδα ἀθηναϊκὴν καὶ ἐρρόφα τὸν ναργιλέν του. Κατὰ τὸ φαινόμενον δὲν ἔδιδε προσοχὴν εἰς τοὺς λόγους τοῦ ἀνθυπομοιράρχου, ἀλλ' ἐμόρφαζε συνεχῶς μετὰ προφανοῦς δυσαρεσκείας.

− Τοῦ διαβόλου τὴν Κατσιβέλλα, εἶπεν ὁ ἀνθυπομοίραρχος κλίνων δεξιᾷ καὶ ἀριστερᾷ τὴν κεφαλήν, διὰ νὰ διακρίνῃ πέραν μεταξὺ τοῦ πλήθους, πάλι μοῦ κουβαλήθηκε σήμερα μὲ τὰ κόσκινά της.

− Μήπως εἶναι μιὰ μόνον! ἐγὼ βλέπω κάθε Κυριακὴ πέντ' ἕξη ποὺ φέρνουν γύρες, εἶπεν ὁ ἔπαρχος.

− Μὰ μιὰ εἶναι ποὺ ἀξίζει· οἱ ἄλλες ὅλες εἶναι κουροῦνες. Σοὔχει κάτι μάτια ποὺ τρυποῦν τὴν πέτρα. Πρώτη Τσιγγάνα ποὺ ἔχω ἰδῇ γαλανομμάτα…

Ὁ Γιαννιὸς δὲν ἐκάθητο μακρὰν καὶ ἀνεσκίρτησεν ἅμα ἤκουσε τοὺς λόγους τοῦ στρατιωτικοῦ.

− Μελαχρινὴ καὶ γαλανομμάτα, σὰν διάβολος θὲ νᾆναι! εἶπεν ὁ ἔπαρχος.

− Τώρα βλέπεις τί εἶναι· Γιάννη, κράξε μου ἕνα χωροφύλακα!

Ὁ παῖς ἐξετέλεσε τὴν παραγγελίαν· ὁ χωροφύλαξ προσῆλθε καὶ ἐστάθη εἰς προσοχήν.

−Χαλμοῦκο, σύρε, φέρε μου τὴ Τσιγγάνα μὲ τὰ κόσκινα· ἐδ' ἐκεῖ κοντά στὸ πηγάδι.

− Ἡ Διαβολόσπιθα, ἡ τσοῦπα τοῦ Γυφτοκάβουρα! εἶπεν εἶς ἐκ τῶν χωρικῶν ἀναγνωρίσας τὴν Ἀθιγγανίδα, ἡ ὁποία ἤρχετο διστάζουσα, φοβισμένη ἀπό τὴν πρόσκλησιν τοῦ ἀνθυπομοιράρχου.

Ἡ καρδία τοῦ Γιαννιοῦ ἐκτύπα γοργὴ ὅπως τοῦ λαγωοῦ, κρύος ἱδρὼς περιέρρεε τὴν ῥάχιν του. Τρία βήματα μακράν του ἵστατο ἐκείνη, ἡ ὁποία ἐλησμόνησε τοὺς ὄφεις εἰς τὴν καλύβην, ἐκείνη, ἡ ὁποία τὸν ἐβάσκανεν εἰς τὴν πανήγυριν!

Ἦτο πολὺ κοσμιώτερον ἐνδυμένη τώρα παρὰ τὴν πρώτην νύκτα. Ἐφόρει ἐσθῆτα ἐκ πανίου πρασινοστίκτου καὶ περιστήθιον κεραμόχρουν κακῶς ἡρμοσμένα ἐπὶ τοῦ λυγηροῦ σώματος, προδήλως ξένα. Καὶ πράγματι, εἶχε λάβῃ ταῦτα μεταχειρισμένα παρά τινος ὑπηρετρίας εἰς τὸ Ξηροχώριον ἐπ' ἀνταλλαγῇ τριῶν κοσκίνων. Τὴν μαύρην κόμην εἶχε δεμένην διὰ καινουργοῦς κιτρίνου μαντιλίου, περὶ τοὺς βραχίονας ἔφερε βραχιόλια ἀπὸ πολυχρώμους χάνδρας, ἐβάδιζεν ἀνυπόδητος.

− Ἔλα δά, μωρὴ Τσιγγάνα, καὶ δὲ θὰ σὲ κρεμάσωμε! εἶπεν ὁ ἀνθυπομοίραρχος μειλιχίως, διὰ νὰ ἐνθαρρύνῃ τὴν κόρην. Μετὰ μικρὸν δὲ ἐπρόσθεσε μειδιῶν: − Κάτι πολὺ συμμαζωμένη μοῦ εἶσαι; μὴν ἔχῃς κάνῃ τίποτε βρωμοδουλειές, τίποτε μαγικὰ ξελογιάσματα; … Μὴ χώρισες κανένα ἀντρόγυνο μὲ τὶς διαβολιές σου;

Ἡ Ἀθιγγανίς, ἐκ τοῦ τρόπου τοῦ ἀξιωματικοῦ ἀναλαβοῦσα θάρρος, ἀνήγειρε τὸ βλέμμα καὶ ἔστρεψε πέριξ· εἶδε τὸν Γιαννιὸν καὶ ἐφάνη ὅτι τὸν ἀνεγνώρισε.

− Δὲν ξέρω τίποτε διαβολιές, κὺρ μοίραρχε, εἶπε μὲ φωνήν, ἡ ὁποία ἤχει παραδόξως ὀξεῖα, ἐνοχλητικὴ εἰς τὰ ὦτα.

− Καὶ τί κάνεις ποὺ γυρίζεις ἐδὼ κάθε Κυριακή; ἠρώτησεν ὁ ἔπαρχος ξύων τὸ γένειον.

− Κόσκινα πουλῶ, ἀφεντικό.

− Ξέρεις νὰ πῇς τὴ μοῖρα;

Ἡ Ἀθιγγανὶς ἐδίστασεν.

− Ἔλα καὶ μὴ δειλιάζῃς· πὲς τοῦ κυρίου ἐπάρχου ποὺ ρωτᾷ, εἶπεν ὁ ἀξιωματικός.

− Σάν πως ξέρω κάτι…

Ὁ ἔπαρχος ἔδωκε μίαν δεκάραν εἰς τὴν μάντιδα. Ἔλαβεν αὐτὴ τὸ χαλκονόμισμα καὶ τὸ ἔρριψεν εἰς τὸν κόλπον της. Ἀπέθεσε τὰ κόσκινα κατὰ γῆς καὶ ἦλθεν ἐγγύτατα τοῦ ἐπάρχου διὰ νὰ ἐρευνήσῃ τὰς γραμμὰς τῆς παλάμης, τὴν ὁποίαν ἥπλωσεν ἐκεῖνος ἀνοικτήν. Ὁ ταμίας ἀφῆκε τὴν ἐφημερίδα μειδιῶν, οἱ παρεστῶτες ἔτειναν περιέργως τὰς κεφαλάς. Ὁ δὲ ἔπαρχος, ὁ ὁποῖος δὲν ἐπίστευεν εἰς τὰς μαντείας τῶν Ἀθιγγανίδων, ἐπροσποιεῖτο δὲ τὸν εὔπιστον διὰ νὰ περιεργάζεται ἐν ἀνέσει τὴν πρὸς αὐτὸν κεκλιμένην μορφὴν τῆς εὐμόρφου χειρομάντιδος, ἐψιθύρισεν εἰς τὸν ἀνθυπομοίραρχον.

− Τί μάτια καὶ τί δόντια! ἀλήθεια δὲν εἶδα ὀμορφότερη Τσιγγάνα.

Καὶ ἐκείνη ἤκουε ταῦτα βεβαίως καὶ διέστελλε μειδιῶσα τὰ βυσσινόχροα στενὰ χείλη.

− Λοιπόν; ἠρώτησεν ἀνυπομονῶν ὁ ἀνθυπομοίραρχος.

− Καλὴ καὶ ἄξια μοῖρα, εἶπεν αὐτὴ μὴ ἀποσπῶσα τὸ βλέμμα ἀπὸ τῆς παλάμης.

− Ἄλλο;

− Γλήγορα θὰ λάβῃ καλὸ μήνυμα.

− Θὰ πάρῃ θέση μεγαλήτερη;

− Ὄχι θ' ἀρραβωνιαστῇ…

Ὅλοι ἐκάγχασαν· ὁ ἔπαρχος δυσηρεστήθη καὶ κατεβίβασε τὴν χεῖρα.

− Δὲ μοῦ χρειάζεται πλιά, εἶπεν ἡ Ἀθιγγανὶς πονηρῶς μειδιῶσα, ὅ τι εἶχα νὰ ἰδῶ τὸ εἶδα.

− Καὶ τί εἶδες, μωρή; ἠρώτησεν ὀργίλως.

− Ἡ νύφη εἶναι ὄμορφη σὰν τὸ κρύο νερὸ καὶ ξανθὴ σὰν τὸ καλαμπόκι.

− Ἔχει προῖκα; ἠρώτησεν ὁ ταμίας, τὸν ὁποῖον διεσκέδαζεν ἡ ὀργὴ τοῦ διοικητικοῦ ὑπαλλήλου.

− Κάτι χτηματάκια καὶ λίγα μετρητά.

− Καὶ πότε θὰ γίνουν οἱ γάμοι;

− Δὲν θὰ γίνουν ποτές.

− Τί λές;

− Θὰ χαλάσῃ ὁ ἀρραβῶνας!

Ἡ ὀργὴ τοῦ ἐπάρχου δὲ εἶχεν ὅρια πλέον· ἀπεδίωξε μὲ ὕβρεις τὴν Ἀθιγγανίδα καὶ ἔστρεψε τὰ πράσινα δίοπτρα κύκλῳ μετὰ νευρικῆς ταραχῆς.

Ὁ ἀνθυπομοίραρχος ἐγέλα κρατῶν τὴν τρέμουσαν κοιλίαν του· ὁ ταμίας ἔλεγε χαιρεκακῶν.

− Ἤθελές τα κ' ἔπαθές τα.

Οἱ χωρικοὶ ἐψιθύριζαν μεταξύ των:

− Τὴ Διαβολόσπιθα! ὄνομα καὶ πρᾶμα. Καλὴ τὴν ἔφκιασε τοῦ κὺρ ἔπαρχου.

Μόνος ὁ Γιαννιὸς σιωπηλὸς καὶ σκεπτικὸς ἔφερε κατ' ἐπανάληψιν εἰς τὸ στόμα τὸν κρύον καφὲν λησμονηθέντα ἐπὶ τῆς τραπέζης ὅσην ὥραν ἡ Ἀθιγγανὶς ἦτο ἐκεῖ.