ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Βλαχογιάννης, Γιάννης

Κανάρης

ΚΑΝΑΡΗΣ

Ἡ νύχτα ζώνει τοὺς συντρόφους στὴν ἀκρογιαλιά. Ποιὸς ξέρει τί ὥρα εἶναι; Τίποτα δὲ φαίνεται στὸν οὐρανὸ καὶ στὸ πέλαγο. Καὶ τὸ καράβι τ' ἀραγμένο, ποὺ περιμένει τὸ ξεκίνημα, δὲ χαράζει πουθενὰ κι αὐτὸ μὲς στὰ βαθιὰ σκοτάδια· ἴσως καὶ δὲν ὑπάρχει ὁλότελα… Τὰ μάτια τῶν συντρόφων τοῦ κάκου τ' ἀναζητοῦν. −Νύχτα ἀπὸ τὴν κόλαση βγαλμένη!

Ἀπόγειος ἄνεμος φυσάει καὶ μεγαλώνει ἀγάλι−γάλι. Βροχῆς φοβέρισμα κρέμεται στὸν οὐρανό. Τὸ παλαμάρι, τὸ δεμένο ἀπ' τὸ παλιὸ κανόνι, τρίζει ἀθώρητο, βογκάει καὶ φοβερίζει· θέλει νὰ λευτερωθῆ. Μαντεύεται μὲ τὸν τριγμὸ τὸ τέντωμα τῆς δύναμης καὶ τῆς ὀργῆς του.

Ἀρχίζει ἡ θάλασσα βαθιὰ νὰ μουρμουρίζη. Νομίζεις πὼς εἶναι τὸ ρουχαλητὸ στοιχειοῦ ποὺ ἀποκοιμήθηκε. Κι ὅμως τώρα εἶναι ποὺ ξυπνάει ἡ θάλασσα. Κ' εἶν' ἄγριο τὸ ξύπνημά της, ὅπως ὁ ὕπνος της εἶναι βαρύς.

Ἕνα θρόισμα πιὸ δυνατό, κάτι σὰν ἀνυπόμονων ψυχῶν ἀνάδεμα, σηκώνεται ἀπ' τοὺς ἴσκιους, ποὺ σβήνουν στὸ σκοτάδι, στὴν ἀκρογιαλιά. Φωνὲς σιγαλινές, πρῶτα πνιχτές, σὰν παρακάλια εἴτε παράπονα, ξεφωνητὰ ὕστερα παράφορα, σὰ νὰ φιλονικοῦν πολλοὶ ἢ νὰ φοβερίζωνται· κι ἄξαφνα ἕνας χτύπος βροντερόφωνος, ποὺ φέρνει ἀμέσως τὴ γαλήνη στὴν τρικυμιά:

− Ἐμπρός! Κι ὅποιος θέλει ἂς ἔρθη!

Εἶδες, ὕστερ' ἀπὸ τὸν κεραυνό, πῶς μένει ὁ ἀγέρας σύντρομος σὰ νὰ προσμένη κάτι, ἴσως δεύτερο χτύπημα τοῦ θυμωμένου τ' οὐρανοῦ; Ἔτσι, ἀφοῦ ἔσβησε κι ὁ ἦχος τῆς κραυγῆς ἐκείνης, λούφαξε κάθ' ἐνάντιο μίλημα, σὰ νἄθελε νὰ ξανακούση τὸ τράνταγμά της. Ὅμως, σιωπὴ καὶ βούβα πιά! Κανεὶς δὲ θὰ τολμήση νὰ σύρη ἀπάνου του ἐκείνης τῆς ἀνθρώπινης βροντῆς τὸ σκάσιμο μ' ἕνα του λόγο.

Πρῶτος, ἥσυχος τώρα ὁ Καπετάνιος, ἀφοῦ σκόρπισε κάθε λόγιασμα δισταχτικό −κι ὄχι δειλῶν γονάτισμα− ἀπὸ τοὺς συντρόφους, μπαίνει στὴ βάρκα. Κι ἀμίλητοι κ' ὑπάκουοι μπαίνουν κ' οἱ συντρόφοι.

Σὲ λίγο τοὺς δέχεται τὸ καράβι ἄφωτο, ἄλαλο. Σέρνουν τὰ παλαμάρια· ἁπλώνουν τὰ πανιά. Καὶ μὲ τὸ κίνημά τους ξεσπάει τὸ βροχοχάλαζο. Ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε κατακέφαλα κάμποση ὥρα, ἔπαψε τὸ κακό. Καὶ τότε ἄρχισε ἀνεμοζάλη νὰ τοὺς δέρνη ἀφάνταστη. Τ' ἄγριο τὸ κῦμα τοὺς ραπίζει πότε στὰ πλευρά, πότε στὴν πλώρη· πότε πλανερὸ ἀκολουθεῖ τῆς πρύμης τους τ' ἀχνάρια.

Σιγὰ τὸ κῦμα ἀρχίζει καὶ μερώνει. Κάποιον ἀνασασμὸ μοιάζει νὰ παίρνη ἡ τρικυμιά. Ὅμως ὁ οὐρανὸς ἀπάνου μένει πάντα σκοτεινός, ἀθώρητος οὐρανός· ἄγνωστες φοβέρες κρύβει ἀκόμα μέσα του. Καὶ ποῦ τάχα θὰ φέρη τοὺς νυχτοπόρους ἡ ἀπόφαση αὐτή, ἡ ἀλύγιστη, τοῦ Καπετάνιου;

Μένει ἀτάραχος αὐτὸς κοντὰ στὸ διάκι. Ξέρουν οἱ συντρόφοι πὼς εἶναι κεῖ, κι ἂς μὴν τονὲ θωροῦνε. Νιώθουν πὼς ἀγρυπνάει ἀπάνωθέ τους. Ἡ ματιά του εἶν' ἄξια νὰ τρυπήση τὰ τρισκότειδα τῆς κόλασης καὶ πέρα νὰ περάση. Κι ὅμως ἡ νύχτα τούτη εἶναι τόσο φοβερή, ποὺ κάθε ναύτης θἄταν ἕτοιμος νὰ διώξη τὴν ἐλπίδα ἀπ' τὴν καρδιά, γιὰ ν' ἀκαλιάση ὅσα φαντάσματα φριχτὰ θὰ τοὔφερνε ἡ φαντασιά του.

Ἄξαφνα μιὰ φωνὴ ἀπόκουφη, τρεμουλιαστή, ἀκούγεται κοντὰ στὴν πρύμη. Ὅλοι οἱ συντρόφοι, οἱ ἄτρομοι, βουβοὶ λουφάζουν, σκορπιστοὶ ἀπάνου στὸ κατάστρωμα· κι ὁ πιὸ δειλὸς εἶναι τώρα κι ὁ πιὸ ἄφοβος ἀπ' τοὺς γενναίους ἐκεῖ μέσα, ἀφοῦ τολμάει στὸν Καπετάνιο ἀντίκρυ νὰ σταθῆ. Κι ὁ δειλὸς μιλεῖ! Κ' οἱ συντρόφοι προσμένουν τὴν ἀπόφαση τοῦ Καπετάνιου.

− Εἶν' ἡ γνώμη ὁλουνῶνε μας, Καπετάνιε, νὰ γυρίσουμε… Μὲ στείλανε γιὰ τελευταία φορὰ νὰ σοῦ τὸ πῶ. Μὲ τέτοιον καιρό, μὲ τέτοια νύχτα δὲ θὰ φέρουμε σὲ τέλος τὸ σκοπό μας. Ἢ θὰ πέσουμε ὄξω νὰ χαθοῦμε, ἢ θὰ βρεθοῦμε στὰ χέρια τῶν ὀχτρῶν. Ὅπως εἶν' ἀραγμενοι βαθιὰ στὸν κόρφο, εἶν' ἀνέβρετοι, μὲ τέτοια νύχτα… Καὶ πῶς θὰ βγοῦμε κεῖθε, ἂν μᾶς πάρη ἡ μέρα; Καὶ τί μᾶς ἀναγκάζει νὰ μὴ καταπιαστοῦμε ἄλλη φορὰ μὲ ὅ,τι ἀπόψε δὲ μποροῦμε; Ἡ παλικαριά μας δὲ μᾶς ἄφησε. Καὶ ξέρεις ἂν ἔχουμε τὸ φόβο σύντροφό μας· τὸ θάνατο δὲν τονὲ ψηφήσαμε ποτέ. Ὅμως εἶναι καὶ παράλογο νὰ τρέχουμε νὰ τονὲ ζητᾶμε… Αὐτὰ λὲν οἱ συντρόφοι.

− Ἐσὺ τὰ λὲς αὐτά, δειλέ! Δειλὸς κι ὅποιος συφώνησε μαζί σου! βροντάει ἡ τρανταχτὴ φωνή. Ἐσένα τώρα σὲ πιστεύω, κ' εἶσαι λεύτερος νὰ φύγης, ἂν μπορῆς! Μὰ θέλω κι ὅποιος ἄλλος εἶναι μὲ τὴ γνώμη σου, νἀρθῆ μπροστά μου, ἐδῶ, καὶ νά τὸ πῆ κι αὐτός. Κι ἂς μὴν τὸ βλέπω ἐγὼ τὸ πρόσωπό του! Κι ἂς γίνη ἀγνώριστη ἡ φωνή του· νὰ τὸ πῆ, καὶ νὰ φύγη ὕστερα!

Νέκρα στὸ κατάστρωμα! Πρέπει νἄναι τρομερώτερη ἡ ματιὰ τοῦ Καπετάνιου τὴ νύχτα παρὰ τὴν ἡμέρα, καὶ κανεὶς δὲ βγαίνει μπροστά της νὰ σταθῆ. Καὶ τὸ καράβι ἀκολουθεῖ τὸ δρόμο του.

Τὸ κῦμα ἀκόμα πέφτει καὶ λαρώνει. Κι ὁ ἄνεμος τὴν ὀργή του μαλακώνει. Κ' ἡ βροχὴ εἶχε πάψει ὁλότελα. Ὁ οὐρανὸς ἀπάνου ἂς φύλαγε τὴν ὄψη του σκουντουφλὴ κι ἀκάθαρτη. Φαινότανε νὰ ξεθυμώνη ὁ δαίμονας ὁ Τρικυμός. Αὐτὸ τὸ ξέρει ὁ Καπετάνιος· καὶ ξέρει πὼς τὸ καράβι τώρα ταξιδεύει μὲς στὸν κόρφο.

Καὶ τώρα δαίμονας ἄλλος παραδέρνει στοῦ Καπετάνιου τὴν ψυχή. Ἐνῶ μὲ χέρι ἀσάλευτο ὁδηγάει τὸ πλοῖο ἀνάμεσα σὲ δυὸ ἀκρογιάλια ἀπότομα, κ' ἐνῶ περνάει νησιὰ καὶ ξερονήσια, δὲ βλέπει πουθενὰ κανένα φῶς ποὺ νὰ τοῦ δείχνη τ' ἀραξοβόλι τῶν ὀχτρῶν. Ἔπαθαν πολλὰ κ' ἔμαθαν τώρα νὰ φυλάγωνται, οἱ ἀγαρηνοί. Κ' ἦβραν τὴ νύχτα, βοηθή τους καὶ προστάτρα τους.

Ποῦ νὰ βάλη πλώρη; Καὶ ποῦ νὰ ριχτῆ καὶ νὰ χτυπήση;

Ἡ νύχτα ποὺ τὴν καταφρόνεσε, τὸν ξεδικιέται Ὁ οὐρανὸς ὁ ράθυμος τὸν περιπαίζει, βαρὺς σὰ δυνατὸς ποὺ εἶναι. Βράζει, φριμάζει ὁ Καπετάνιος. Βλέπει ζερβόδεξα, βλέπει μπροστά· σκοτάδια τῶν σκοταδιῶν!

Ὁ δρόμος τοῦ καραβιοῦ γίνεται πιὸ ἥμερος, πιὸ ἀργὸς ἀκόμα. Ἡ πλάση, κουρασμένη ἀπ' τὸ μεθύσι της, ἔπεσε πάλι σὲ κάρωμα βαθύ· σὲ λίγο ὁλότελα θὰ κοιμηθῆ. Κ' ἡ στρίγκλα θάλασσα θὰ παραλύση. Καὶ ὁ ἄνεμος, ὁ ξεφαντωτής, θὰ ξεψυχήση· καὶ τότε, ξημερώνοντας, κακὰ τὴν ἔχουν οἱ κουρσάροι!

Νἄφεγγε κάπου! Μιὰ χαραματιά… μι' ἀχτίνα μισοσβησμένη! Μιὰ σπίθα μοναχή… καὶ τ' ἄλλα εἶναι δουλειὰ τοῦ Καπετάνιου. Πλάγι του εἶναι τὸ δαυλὶ σβηστὸ καὶ περιμένει· κι αὐτὸς θὰ κάμη τὸ πλεούμενό του σὲ μιὰ στιγμὴ φωτιὰ μεγάλη, ποὺ ν' ἁπλώση τὰ στριφτὰ γλωσσίδια της σὰν τόσα φίδια στὰ μάτια τῶν ὀχτρῶν.

Μι' ἀχτῖνα! Μιὰ σπίθα μοναχή… παρακαλεῖ καὶ βρίζει ὁ Καπετάνιος· καταριέται τὸν οὐρανὸ μὲ τ' ἄστρα του. Θἄθελε, ἂν μποροῦσε, νὰ βάλη φωτιὰ ν' ἀνάψη γύρω τὸν ἀγέρα, νὰ φλογίση καὶ τὴ θάλασσα ποὺ τὸν τριγυρίζει. Ὁ Καπετάνιος, τέτοια στιγμή, βγαίνει ὄξω ἀπὸ τὸ λογισμό του· ἔχει κάτι ἀπὸ μιὰ δύναμη θεοτική. Νιώθει τὸν ἑαυτό του ἄξιο νὰ προστάξη ὅ,τι θέλη καὶ νὰ γίνη… μιὰ σπίθα!

Παράφορος ἁρπάζει ἀπ' τὸ ζουνάρι τὰ πρυόβολα. Θ' ἀνάψη τὸ δαυλί, φωτιὰ θὰ βάλη στὸ πυρόσκαφο, κι ἂς γίνη ὅ,τι κι ἂν γίνη!

Ἐκεῖ κάπου θὰ φωλιάζη ὁ Τοῦρκος ἥσυχα, ντυμένος τὴ νύχτα φυλαχτό του. Σίδερο καὶ πυρολίθι σμείγουνε σὲ φίλημα σκληρό· σπίθες πετιῶνται! Κι ἄξαφνα ἔλαμψε διάπλατος ὁ οὐρανός· ὁ Θεὸς βοηθός! Εἶχε γίνει ἡ προσταγὴ τοῦ Καπετάνιου! Μι' ἀστροβολίδα μεγαλόπρεπη ἔφεξε πίσω ἀπὸ τὰ σύννεφα, τὰ πέρασε σὰν ἀργαλειοῦ σαΐτα, κ' ἔπεσε πέρα ἀπὸ τὴ ράχη.

Ἡ θάλασσα ἀντιλάμπισε τὴ φλόγα τὴ θεϊκή! Λίγα μέτρα ἀπὸ τὴν πλώρη τοῦ καραβιοῦ μιὰ ξέρα φάνηκε, ποὺ καρτεροῦσε νὰ τὸ συντρίψη. Κι ἀριστερά, καὶ πιὸ βαθιά, σὰ νὰ περίπαιζε τὸν κίντυνο καὶ νὰ τὸν προκαλοῦσε, κοιμῶταν ἥσυχη ἡ Ἀρμάτα ἡ ἐχτρική − μὲ χέρι σιδερένιο ἔστριψε τὸ δοιάκι ὁ Καπετάνιος. Σκοτάδι πάλι εἶχε χυθῆ· καὶ τὸ πυρόσκαφο σὰ φίλος γνώριμος πῆγε καὶ φίλησε τὸ μάγουλο τῆς τούρκικης φρεγάτας.

Σὲ λίγο τὰ νερὰ τοῦ κόρφου καὶ γύρω τὰ βουνὰ πῆραν κι ἀνάδωσαν τ' ἀντίφεγγο τῆς φοβερῆς τῆς πυρκαγιᾶς.

Ἡ βάρκα μὲ τοὺς συντρόφους τρέχει μ' ἀντρίκειο κωπηλάτισμα κατὰ τὸ πέλαγο. Κοντὰ στὸ κανάλι τὸ στενὸ τοῦ κόρφου ἔφτασε τοὺς νικητὲς ἡ μέρα, ἡ μόνη ποὺ τοὺς κυνηγοῦσε σὰ νὰ ζήλευε τὸ θρίαμβό τους. Κάποιος ἀπ' ὅλους ἔδειξε κοντά τους ἕνα κουφάρι πνιγμένου ν' ἀρμενίζη. Τότε εἶδαν πὼς ἔλειπε ἕνας ἀπ' αὐτούς, ἐκεῖνος ποὺ δὲ θέλει κανένας τώρα νὰ τὸν ὀνομάση.

− Σταθῆτε! φωνάζει ὁ Καπετάνιος. Δέστε τον ἀπ' τὸ λαιμό. Καὶ τραβᾶτε… εἶναι τὸ λάφυρό μας.