Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ύστερο
17 εγγραφές [1 - 10]
ύστερο το [ístero] Ο41 : ο πλακούντας της μήτρας στο στάδιο του τοκετού.

[λόγ. < αρχ. ὕστερον]

υστερο- [istero] & υστερό- [isteró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει: 1. ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό γίνεται, συμβαίνει ύστερα από κτ. άλλο: υστερότοκος. || υστερόγραφο. 2. (ιστ.) το νεότερο, το τελευταίο στάδιο μιας διαβάθμισης: ~μινωικός, ~ελλαδικός, ~βυζαντινός σε αντιδιαστολή προς τις ιστορικές υποδιαιρέσεις με α' συνθετικό νεο-, μεσο- 1, παλαιο-. ANT πρωτο-.

[λόγ.: 1: αρχ. ὑστερο- θ. του επιθ. ὕστερο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ὑστερο-γενής (δες λ.)· 2: σημδ. αγγλ. late ή γερμ. spät: υστερο-μινωικός < αγγλ.(;) late Minoan, υστερο-λατινικός < γερμ. Spätlatein]

υστεροβουλία η [isterovulía] Ο25 : σκέψη που βρίσκεται πίσω από μια συγκεκριμένη ενέργεια και, η οποία κρύβει τους ιδιοτελείς της στόχους πίσω από μια επίφαση φιλικής διάθεσης: Ό,τι έκανα το έκανα χωρίς καμία ~. Yπάρχει ~ στις πράξεις του. Ενεργεί πάντα με ~. Mην του αποδίδεις ~.

[λόγ. < ελνστ. ὑστεροβουλία `σκέψη εκ των υστέρων, μετάνιωμα΄ σημδ. γαλλ. arrière-pensée]

υστερόβουλος -η -ο [isteróvulos] Ε5 : ANT ανυστερόβουλος. 1. που ενεργεί με υστεροβουλία: ~ άνθρωπος και ως ουσ. ο υστερόβουλος. 2. που γίνεται με υστεροβουλία: Yστερόβουλη σκέψη. ~ ζήλος. υστερόβουλα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. υστεροβουλ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]

υστεροβυζαντινός -ή -ό [isterovizandinós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην τελευταία φάση της ιστορίας της βυζαντινής αυτοκρατορίας: Yστεροβυζαντινή λογοτεχνία.

[λόγ. υστερο- + βυζαντινός]

υστερογενής -ής -ές [isterojenís] Ε10 : που εμφανίζεται ή που εκδηλώνε ται: α. μετά τη γέννηση: ~ αντίδραση. H οδοντοφυΐα είναι υστερογενές φαινόμενο. β. ύστερα από κτ. άλλο: Yστερογενή φαινόμενα, δευτερογενή. υστερογενώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ὑστερογενής `που παρουσιάζεται μετά τη γέννηση΄· λόγ. υστερογεν(ής) -ώς]

υστερόγραφος -η -ο [isteróγrafos] Ε5 : για κείμενο που προστίθεται στο τέλος ενός κειμένου, μετά το κλείσιμο μιας επιστολής κτλ.: Yστερόγραφη παρατήρηση. Yστερόγραφο σημείωμα. || (συνήθ. ως ουσ.) το υστερόγρα φο, συμπληρωματική σημείωση στο τέλος μιας επιστολής, μετά την υπογραφή (YΓ).

[λόγ. επίθ. < υστερόγραφον το < υστερο- + γράφ(ω) -ον μτφρδ. νλατ. post-scriptum]

υστεροελλαδικός -ή -ό [isteroelaδikós] Ε1 : (αρχαιολ., ιστ.) υστεροελλαδική περίοδος, η (τελευταία) περίοδος της χαλκοκρατίας στην ηπειρωτική Ελλάδα από το 1550 ως το 1100 π.X. περίπου. || που ανήκει ή αναφέρεται στην υστεροελλαδική περίοδο: ~ πολιτισμός, ο μυκηναϊκός.

[λόγ. υστερο- + ελλαδικός μτφρδ. αγγλ.(;) late Helladic]

υστεροκυκλαδικός -ή -ό [isterokiklaδikós] Ε1 : (αρχαιολ., ιστ.) υστεροκυκλαδική περίοδος, η τρίτη φάση του κυκλαδικού πολιτισμού, η (τελευταία) περίοδος της χαλκοκρατίας στις Kυκλάδες από το 1600 ως το 1100 π.X. περίπου. || που ανήκει ή αναφέρεται στην υστεροκυκλαδική περίοδο: ~ πολιτισμός.

[λόγ. υστερο- + κυκλαδικός μτφρδ. αγγλ.(;) late Cycladic]

υστερολατινικός -ή -ό [isterolatinikós] Ε1 : (γλωσσ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στη λατινική γλώσσα όπως μιλιόταν από τον 3ο ως τον 6ο αι. μ.X.: Yστερολατινικές λέξεις. || (ως ουσ.) η υστερολατινική, τα υστερολατινικά, η λατινική γλώσσα όπως μιλιόταν από τον 3ο αι. μ.X. ως τον 6ο.

[λόγ. υστερο- + λατινικός μτφρδ. γερμ. Spätlatein]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες