Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όσχεο
1 εγγραφή
όσχεο το [ósxeo] Ο40 : (ανατ.) ο θύλακος μέσα στον οποίο βρίσκονται οι όρχεις.

[λόγ. < ελνστ. ὄσχεον (αρχ. ὄσχη)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες