Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όξω
1 εγγραφή
όξω [ókso] επίρρ. : (προφ., λαϊκ.) έξω.

[μσν. όξω < έξω από συμπροφ. με το -ο της πρόθ. από, αποφυγή της χασμ. και ανασυλλ. [apo-ékso > apókso > ap-ókso] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες