Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όξω [ókso] επίρρ. : (προφ., λαϊκ.) έξω.
[μσν. όξω < έξω από συμπροφ. με το -ο της πρόθ. από, αποφυγή της χασμ. και ανασυλλ. [apo-ékso > apókso > ap-ókso] ]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. όξω < έξω από συμπροφ. με το -ο της πρόθ. από, αποφυγή της χασμ. και ανασυλλ. [apo-ékso > apókso > ap-ókso] ]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |