Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψυχωμένος
1 εγγραφή
ψυχωμένος -η -ο [psixoménos] Ε3 : που έχει γενναία, θαρραλέα ψυχή· αντρειωμένος. ANT λιγόψυχος: Ψυχωμένο παλικάρι.

[μππ. του ελνστ. ψυχῶ `δίνω ψυχή΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες