Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ψευδίζω
1 item total
ψευδίζω [psevδízo] & τσευδίζω [tsevδízo] Ρ2.1α : προφέρω με δυσκολία και εσφαλμένα ορισμένα σύμφωνα· είμαι ψευδός· (πρβ. τραυλίζω).

[λόγ. < αρχ. ψευδίζω· τσευδ(ός) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go