Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χωράφι
1 εγγραφή
χωράφι το [xoráfi] Ο44 : 1.τμήμα γης που καλλιεργείται με μονοετή συνήθ. φυτά· αγρός: ~ σπαρμένο με σιτάρι / καλαμπόκι / τριφύλλι / βαμβά κι. Έχει πολλά χωράφια, αμπέλια και περιβόλια. 2. (μτφ., πληθ., οικ.) χώρος δικαιοδοσίας ή οικείος επαγγελματικός ή επιστημονικός τομέας· οικόπεδο2: Mην μπαίνεις σε ξένα χωράφια, μην ασχολείσαι με πράγματα που δεν ξέρεις ή που δεν είναι στην αρμοδιότητά σου.

[ελνστ. χωράφιον υποκορ. του αρχ. χώρα (δες χώρα1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες