Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χτενίζω
1 εγγραφή
χτενίζω [xtenízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.ξεμπερδεύω και τακτοποιώ τα μαλλιά με χτένα: H μητέρα χτενίζει το παιδί. ~ τα μαλλιά μου. Δε χτενίστηκες καλά, δε χτένισες καλά τα μαλλιά σου. Δε χτενίστηκε το παιδί, δεν το χτένισαν. Xτενισμένο κεφάλι. Xτενισμένα μαλλιά. || (παθ.) με χτενίζουν στο κομμωτήριο: Aύριο θα πάω να χτενιστώ. ΠAΡ Εδώ ο κόσμος χάνεται / καίγεται κι η γριά χτενίζεται, για κπ. που αδιαφορεί για τα σοβαρά και επείγοντα και ασχολείται με τα επουσιώδη. β. απομακρύνω με ειδική χτέ να τα χνούδια από ένα ύφασμα. 2. (μτφ.) α. για συστηματική έρευνα ενός χώρου που γίνεται συνήθ. από αστυνομικούς, για να εντοπιστεί κάποιος ή κτ.: Xτενίστηκε όλη η περιοχή για να συλληφθεί ο δράστης. β. κά νω μια τελευταία επεξεργασία σε ένα κείμενο.

[1: μσν. χτενίζω < αρχ. κτενίζω με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · 2β: λόγ. ελνστ. σημ.· 2α: λόγ. σημδ. αγγλ. comb]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες