Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χρονολόγηση
1 item total
χρονολόγηση η [xronolójisi] Ο33 : η ενέργεια του χρονολογώ. 1. χρονικός καθορισμός: H ~ ανασκαφικών ευρημάτων. 2. αναγραφή χρονολογίας: H ~ ενός εγγράφου.

[λόγ. χρονολογη- (χρονολογώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go