Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- χρησιμοποίηση η [xrisimopíisi] Ο33 : η ενέργεια του χρησιμοποιώ, η χρήση: H ~ των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας. H ~ ξένων λέξεων στη γλώσσα μας.
[λόγ. χρησιμοποιη- (χρησιμοποιώ) -σις > -ση]



