Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χιλιοστό-
1 item total
χιλιοστο- [iliosto] & χιλιοστό- [iliostó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις που δηλώνουν μονάδα μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους η οποία ισοδυναμεί με το ένα χιλιοστό της μονάδας που δηλώνει το β' συνθετικό· εναλλάσσεται με το μιλι- όταν το β' συνθετικό είναι ξένη λέξη μη προσαρμοσμένη στο κλιτικό σύστημα της νέας ελληνικής: χιλιοστόγραμμο· ~αμπέρ και μιλιαμπέρ.

[λόγ. θ. του χιλιοστ(ός) -ο- ως α' συνθ. μτφρδ.: χιλιοστό-μετρο < γαλλ. millimètre]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go