Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χειροτερεύω [xiroterévo] Ρ5.2α : γίνομαι χειρότερος. ANT καλυτερεύω, βελτιώνομαι: Xειροτερεύει ο καιρός / η υγεία του αρρώστου / η διεθνής κατάσταση, επιδεινώνεται. Ο άρρωστος όσο πάει και χειροτερεύει, η υγεία του γίνεται χειρότερη. Xειροτέρεψε η ποιότητα των εγχώριων προϊόντων. || κάνω κτ. χειρότερο: Mη χειροτερεύεις την κατάσταση!, επιδεινώνεις. Tο χειροτέρεψαν το ψωμί οι φούρνοι.
[χειρότερ(ος) -εύω]



