Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χειλικός
1 εγγραφή
χειλικός -ή -ό [xilikós] Ε1 : που έχει σχέση με τα χείλια: Xειλικά σύμφωνα, και συνήθ. ως ουσ. τα χειλικά, στη νέα ελληνική τα σύμφωνα π, β, φ, μπ, μ, που σχηματίζονται με τα χείλια: Tα χειλικά χωρίζονται σε διχειλικά και χειλοδοντικά.

[λόγ. χείλ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. labial]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες