Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- χαρτοφύλακας ο [xartofílakas] Ο5 : μεγάλη δερμάτινη ορθογώνια τσάντα για έγγραφα, χειρόγραφα, βιβλία κτλ., συνήθ. χωρίς χερούλι.
[λόγ. < ελνστ. χαρτοφύλαξ, αιτ. -ακα `επόπτης αρχείων΄ σημδ. γαλλ. portefeuille ή ιταλ. portafoglio]



