Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαρτοφύλακας
1 εγγραφή
χαρτοφύλακας ο [xartofílakas] Ο5 : μεγάλη δερμάτινη ορθογώνια τσάντα για έγγραφα, χειρόγραφα, βιβλία κτλ., συνήθ. χωρίς χερούλι.

[λόγ. < ελνστ. χαρτοφύλαξ, αιτ. -ακα `επόπτης αρχείων΄ σημδ. γαλλ. portefeuille ή ιταλ. portafoglio]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες