Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χαρτοπωλείο
1 item total
χαρτοπωλείο το [xartopolío] Ο39 : κατάστημα όπου πουλούν διάφορα είδη από χαρτί, γραφική ύλη και σχολικά είδη.

[λόγ. χαρτο- 1 + -πωλείον (πρβ. ελνστ. χαρτοπώλης `έμπορος παπύρων΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go