Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαρτοκόπτης
1 εγγραφή
χαρτοκόπτης ο [xartokóptis] Ο10 : είδος μικρού, όχι πολύ κοφτερού μαχαιριού που το χρησιμοποιούν για να κόβουν φύλλα χαρτιού (σελίδες βιβλίων κτλ.).

[λόγ. χαρτο- 1 + κόπτης μτφρδ. γαλλ. coupe-papier]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες