Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- χαρτογράφος ο [xartoγráfos] Ο18 : αυτός που ασχολείται με τη χαρτογραφία.
[λόγ. < γαλλ. cartographe < carto- = χαρτο- 2 + -graphe = -γράφος (διαφ. το συγγ. ελνστ. χαρτογράφος `αρχειοφύλακας΄)]



