Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χαμίνι
1 item total
χαμίνι το [xamíni] Ο44 : παιδί, κυρίως αγόρι, που γυρίζει στους δρόμους· αλητάκος.

[λόγ. < γαλλ. gamin στη μετάφραση των Aθλίων του V. Hugo από τον Ι. Σκυλίτση (ίσως για αποφυγή του ορθογρ. δαν. γαμίνι ή και με παρετυμ. χαμένο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go