Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαλίκι
1 εγγραφή
χαλίκι το [xalíki] Ο44 : α.μικρή πέτρα με λεία και στρογγυλεμένη επιφάνεια, που προέρχεται από φυσικό τεμαχισμό στερεών πετρωμάτων και που τη βρίσκουμε στην άκρη της θάλασσας ή στην όχθη ποταμού ή λίμνης· βότσαλο. β. μικρό κομμάτι πέτρας που προέρχεται από τεχνητό τεμαχισμό στερεών πετρωμάτων· σκύρο. γ. σύνολο από πολλά χαλίκια: Φορτώνω ~. Στρώνω με ~ το δρόμο. χαλικάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. χαλίκι(ν) < *χαλίκιον υποκορ. του αρχ. χάλιξ, ὁ, ἡ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες