Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαβιάρι
1 εγγραφή
χαβιάρι το [xavjári] Ο44 : διατηρημένα με αλάτι αυγά ορισμένων ψαριών, όπως π.χ. του οξυρρύγχου, της μουρούνας κτλ., που αποτελούν πολύ θρεπτική αλλά και πανάκριβη τροφή: Mαύρο / κόκκινο ~. Tο περίφημο ρώσικο μαύρο ~. || για να δηλώσουμε μεγάλη πολυτέλεια στον τρόπο διατροφής: Tο ~ είναι το ψωμί των πλουσίων.

[μσν. χαβιάρι < τουρκ. havyar ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες