Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φόρτιση
1 item total
φόρτιση η [fórtisi] Ο33 : 1α. ο εφοδιασμός, το γέμισμα με ηλεκτρικό φορτίο· φόρτωμα: ANT εκφόρτιση, αποφόρτιση1: H μπαταρία χρειάζεται ~. H ~ του συσσωρευτή. β. η ύπαρξη, η συγκέντρωση ηλεκτρικού φορτίου: Σωματίδιο με θετική / αρνητική ~. 2. (μτφ.) συγκέντρωση, συσσώρευση στοιχείων που επιδρούν και επηρεάζουν μια κατάσταση, μια διάθεση, ένα κλίμα κτλ.: Λέξεις / εκφράσεις με μεγάλη συναισθηματική ~. Ο ιστορικός δύσκολα μπορεί να αποφύγει την ιδεολογική ~ και να γράψει τελείως αντικειμενικά.

[λόγ. φορτι- (φορτίζω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go