Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φουρνάρης
1 item total
φούρναρης ο [fúrnaris] Ο12 & φουρνάρης ο [furnáris] Ο11 θηλ. φουρνά ρισσα [furnárisa] Ο27 : ο ιδιοκτήτης φούρνου, ο αρτοποιός· ψωμάς. || (θηλ.) η ιδιοκτήτρια φούρνου ή η γυναίκα του αρτοποιού.

[μσν. φουρνάρης < υστλατ. furnar(ius) -ης και μετακ. του τόνου(;)· φούρναρ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go