Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- φιλόξενος -η -ο [filóksenos] Ε5 : που είναι πρόθυμος στην παροχή φιλοξενίας. ANT αφιλόξενος: Οι Ολλανδοί είναι ~ λαός. || Tο συνέδριο έγινε στο φιλόξενο χώρο του Πνευματικού Kέντρου.
φιλόξενα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. φιλόξενος]



