Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φιλόξενος
1 item total
φιλόξενος -η -ο [filóksenos] Ε5 : που είναι πρόθυμος στην παροχή φιλοξενίας. ANT αφιλόξενος: Οι Ολλανδοί είναι ~ λαός. || Tο συνέδριο έγινε στο φιλόξενο χώρο του Πνευματικού Kέντρου. φιλόξενα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. φιλόξενος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go