Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φιλελληνικός
1 item total
φιλελληνικός -ή -ό [filelinikós] Ε1 : που τον διακρίνει η θετική στάση, η συμπάθεια απέναντι στους Έλληνες και στην Ελλάδα. ANT ανθελληνικός: Φιλελληνική πολιτική.

[λόγ. < γαλλ. philhellénique < philhellèn(e) = φιλελλην- (δες φιλέλληνας) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go