Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: φίλντισι
1 item total
φίλντισι το [fíldisi] Ο γεν. φιλντισιού : το ελεφαντόδοντο ή το ελεφαντοκόκαλο (και καταχρηστικά το σεντέφι): Kουμπί / κόσμημα από ~. Tο κορμί της ήταν άσπρο σαν από ~.

[τουρκ. fildişi]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go