Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υπόψιν
1 item total
υπόψιν [ipópsin] επίρρ. : 1.(λόγ.) υπόψη. 2. (προφ.) ~ ότι, έκφραση με την οποία ο ομιλητής εκφέρει μια επιπλέον, αλλά ουσιαστική κατά τη γνώμη του, προϋπόθεση, πληροφορία: ~ ότι θα χρειαστεί ηλεκτρονικός υπολογιστής, να έχετε υπόψη σας ότι… ~ ότι το τρένο φεύγει στις δέκα, μην ξεχνάτε ότι…

[λόγ. φρ. υπ΄ αρχ. ὄψιν, αιτ. της λ. ὄψις μτφρδ. γερμ.(;) in Anbetracht, ausser Betracht]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go