Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερφορτώνω
1 εγγραφή
υπερφορτώνω [iperfortóno] -ομαι Ρ1 : φορτώνω κτ. υπερβολικά, συνήθ. για όχημα: Tο αυτοκίνητο είναι υπερφορτωμένο.

[λόγ. < μσν. υπερφορτώνω < υπερ- + φορτώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες