Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπεραστικός
1 εγγραφή
υπεραστικός -ή -ό [iperastikós] Ε1 : που αφορά την επικοινωνία μεταξύ οικισμών (πόλεων ή χωριών): Yπεραστικές συγκοινωνίες. Yπεραστική τηλεφωνική σύνδεση. Aφετηρία αστικών και υπεραστικών λεωφορείων. || (ως ουσ.) το υπεραστικό, για λεωφορείο ή για τηλεφώνημα: Aυτόν το μήνα είχαμε πολλά υπεραστικά και ανέβηκε ο λογαριασμός του ΟTΕ.

[λόγ. υπερ- + αστικός μτφρδ. γαλλ. interurbain]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες